Όπως σημειώνει ρεπορτάζ
της Καθημερινής, με τον
πληθωρισμό Απριλίου στο
3,2% στην Ελλάδα, έναντι
2,4% κατά μέσο όρο στην
Ευρωζώνη, ενισχύεται η
ανησυχία για τις
ελληνικές διαστάσεις του
προβλήματος, που
υποχωρεί πολύ πιο αργά
από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Και μία από τις
διαστάσεις αυτές –όχι
πάντως η μοναδική– είναι
οι διαφοροποιημένες,
υψηλότερες τιμές στην
Ελλάδα (και σε ορισμένες
άλλες, μικρές συνήθως
χώρες) σε σύγκριση με
άλλες, για το ίδιο
προϊόν, εκ μέρους
πολυεθνικών.
Σύμφωνα με τον υπουργό
Επικρατείας Ακη Σκέρτσο,
που ασχολήθηκε με το
θέμα, ενόψει της
πρωτοβουλίας του
πρωθυπουργού Κυρ.
Μητσοτάκη να στείλει
άμεσα σχετική επιστολή
στην πρόεδρο της
Κομισιόν, «είναι
πράγματι προκλητικό, ενώ
τα εισοδήματά μας
απέχουν ακόμη από τα
ευρωπαϊκά, να υπάρχουν
ομοειδή προϊόντα
πολυεθνικών εταιρειών
που πωλούνται ακριβότερα
στα ελληνικά ράφια
συγκριτικά με άλλες
ευρωπαϊκές αγορές όπου
οι καταναλωτές έχουν
μάλιστα και υψηλότερη
αγοραστική δύναμη».
«Το φαινόμενο αυτό»,
συνεχίζει ο κ. Σκέρτσος,
«των διαφοροποιημένων
τιμών από την ίδια
πολυεθνική εταιρεία
πρακτικά για τα ίδια
προϊόντα που παράγει και
διαθέτει π.χ. στην
ελληνική, στη γερμανική
ή στην ολλανδική αγορά,
έχει όνομα: αποκαλείται
“εδαφικοί εφοδιαστικοί
περιορισμοί”
(territorial supply
constraints) και
αποτελεί μια εμπορική
πρακτική που δεν είναι
παράνομη αλλά
χρησιμοποιείται
καταχρηστικά από
πολυεθνικές εταιρείες
λόγω της ασύμμετρης
δύναμης που έχουν έναντι
μεμονωμένων κρατών-μελών
αλλά και μεμονωμένων
χονδρεμπόρων και
λιανεμπόρων».
Ο κ. Σκέρτσος πιστεύει
ότι το θέμα έχει και
πολιτική διάσταση και
συνδέεται με τις
ευρωεκλογές. Οπως
υποστηρίζει, η ακρίβεια
που ροκανίζει τα
εισοδήματα, κυρίως τα
λαϊκά, οδηγεί και τους
πολίτες στα άκρα.
Επομένως, λέει, είναι
και πολιτικό και
υπαρξιακό ζήτημα για την
Ευρώπη να εμβαθύνει στην
αγορά προς όφελος των
καταναλωτών.
Μελέτη της Κομισιόν του
2020, αλλά και δύο
παλαιότερες της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας, σύμφωνα με τον
πρόεδρο του Συμβουλίου
Οικονομικών
Εμπειρογνωμόνων Μιχάλη
Αργυρού, επιβεβαιώνουν
ότι οι πολυεθνικές
εφαρμόζουν πρακτικές
διακρίσεων, ιδίως σε
μικρότερες αγορές, όπως
η ελληνική, με διάφορες
δικαιολογίες, ενώ στην
πραγματικότητα «το
κάνουν γιατί μπορούν».
Γι’ αυτό, επισημαίνει, ο
πρωθυπουργός παίρνει την
πρωτοβουλία για βελτίωση
του κανονιστικού
πλαισίου, ώστε να
αποτρέπονται τέτοιες
πρακτικές.
Ο κ. Αργυρού σημειώνει
ότι το θέμα της
κατάτμησης της αγοράς
αναδεικνύεται και στην
πρόσφατη έκθεση του
πρώην Ιταλού
πρωθυπουργού Ενρίκο Λέτα
για την
ανταγωνιστικότητα.
Βεβαίως, το θέμα της
ακρίβειας και του
πληθωρισμού της
απληστίας δεν έχει να
κάνει μόνο με τις
πολυεθνικές. Οι εγχώριοι
παραγωγοί εμπλέκονται
επίσης και το
λιανεμπόριο αύξησε
σημαντικά τα περιθώρια
κέρδους του τη διετία
της πανδημίας και της
ενεργειακής κρίσης
(2020-2021). Στην
παλαιότερη έκθεση της
ΕΚΤ αναφέρονταν εξάλλου
ως επιβαρυντικός
παράγοντας οι
καταναλωτικές συνήθειες
των Ελλήνων, που είναι
πιστοί στα επώνυμα
προϊόντα και δεν
στρέφονται εύκολα στα
φθηνότερα ιδιωτικής
ετικέτας.
Πηγή: Money Review |