Προς το παρόν, η
κατάσταση εξισορροπείται
εν μέρει από την ιδιαίτερα
καλή πορεία του
τουρισμού.
Ωστόσο, στην απευκταία
περίπτωση που υπάρξει
επιβράδυνση ή, ακόμη
χειρότερα, μείωση των
εισπράξεων στον
τουρισμό, η κατάσταση
μπορεί να μην είναι
εύκολα διαχειρίσιμη.
Όπως σχολιάζει ο Θανάσης
Παπάδης στην Ημερησία,
μέσα στο πρώτο εξάμηνο
του 2024, το
εμπορικό έλλειμμα
αυξήθηκε κατά σχεδόν 1,6
δισ. ευρώ ή 10,5%. Αν
δεν υπήρχε ο Ιούνιος,
οπότε παρατηρήθηκε
σημαντική επιβράδυνση, η
κατάσταση θα ήταν ακόμη
χειρότερη. Οι βασικές
αιτίες για την εικόνα
αυτή είναι η επιβράδυνση
της ευρωπαϊκής
οικονομίας, σε
συνδυασμό με την
ανάπτυξη του τουρισμού
στη χώρα. Από τη μια
πλευρά, χάνονται αγορές
ή μειώνονται οι
παραγγελίες, και από την
άλλη αυξάνονται οι
καταναλωτικές δαπάνες
στη χώρα.
Καθώς εξελίσσονται τα
πράγματα, η
χώρα χάνει μέρος της
ανταγωνιστικότητάς της και,
κατά συνέπεια, σε
μεσοπρόθεσμο επίπεδο
μπορεί να υπάρξουν
δυσμενείς συνέπειες στην
πραγματική οικονομία, με
αύξηση της ανεργίας και
συρρίκνωση των
πραγματικών εισοδημάτων.
Μείωση εξαγωγών για 2η
συνεχή χρονιά
Εάν αυτή η τάση
συνεχιστεί, το
2024 θα είναι η δεύτερη
συνεχόμενη χρονιά με
αρνητικό πρόσημο στις
εξαγωγές. Η κατάσταση θα
ήταν ακόμα πιο δύσκολη,
αν δεν υπήρχε η μείωση
των εισαγωγών κατά 2,5%
και η μικρή αύξηση των
εξαγωγών κατά 2,1% τον
Ιούνιο, που περιόρισε
την περαιτέρω διεύρυνση
του ελλείμματος.
Οι αναλυτές εξηγούν ότι
η χαμηλή ανάπτυξη στην
Ευρωπαϊκή Ένωση και οι
συνθήκες ύφεσης σε
σημαντικούς εμπορικούς
εταίρους, όπως η
Γερμανία, επιδρούν
αρνητικά. Στο
πρώτο εξάμηνο του 2024,
η αξία των εξαγωγών προς
την Ε.Ε., εξαιρουμένων
των πετρελαιοειδών,
αποτελούσε περίπου το
66% της συνολικής αξίας.
Η μείωση των τιμών το
2024 σε σύγκριση με το
2023, λόγω της
αποκλιμάκωσης των
πληθωριστικών πιέσεων,
δεν είναι η μοναδική
αιτία για τη μείωση των
εξαγωγών. Σύμφωνα
με τα αναλυτικά στοιχεία
της ΕΛΣΤΑΤ, οι
εξαγωγές προς την Ε.Ε.
μειώθηκαν και ως προς
την ποσότητα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία
της ΕΛΣΤΑΤ, η
αξία των εισαγωγών για
το διάστημα Ιανουαρίου –
Ιουνίου 2024,
συμπεριλαμβανομένων των
πετρελαιοειδών,
διαμορφώθηκε στα 42,03
δισ. ευρώ, αυξημένη κατά
1,9% σε σχέση με το
αντίστοιχο διάστημα του
2023. Η συνολική αξία
των εξαγωγών ανήλθε στα
25,29 δισ. ευρώ,
μειωμένη κατά 3,2%.
Εξαιρουμένων των
πετρελαιοειδών, η
μείωση των εξαγωγών στο
εξάμηνο ήταν 4,3%.
Το έλλειμμα του
εμπορικού ισοζυγίου
διαμορφώθηκε στα 16,73
δισ. ευρώ, αυξημένο κατά
10,5% σε σύγκριση με το
πρώτο εξάμηνο του 2023,
όπου ανήλθε στα 15,14
δισ. ευρώ. Το
έλλειμμα προήλθε κυρίως
από την υποχώρηση των
εξαγωγών, καθώς,
εξαιρουμένων των
πετρελαιοειδών, αυξήθηκε
κατά 1,28 δισ. ευρώ,
επίσης κατά 10,5%.
Οι εξαγωγές προς την
Ε.Ε., εξαιρουμένων
των πετρελαιοειδών,
υποχώρησαν κατά 5,9%,
στα 11,73 δισ. ευρώ το
πρώτο εξάμηνο του 2024,
από 12,46 δισ. ευρώ το
αντίστοιχο διάστημα του
2023. Η μείωση των
εξαγωγών προς τρίτες
χώρες ήταν μικρότερη,
της τάξεως του 1%, στα 6
δισ. ευρώ από 6,06 δισ.
ευρώ πέρυσι. Σε
ποσότητα, οι εξαγωγές
προς την Ε.Ε. ανήλθαν σε
5,75 δισ. κιλά από 5,79
δισ. κιλά το πρώτο
εξάμηνο του 2023.
Μείωση παρατηρείται σε
όλους τους υπόλοιπους
κλάδους, με τις
εξαγωγές ελαιολάδου να
καταγράφουν τη
μεγαλύτερη πτώση λόγω
μείωσης των εξαγόμενων
ποσοτήτων.
Άνοδος των εξαγωγών στα
τρόφιμα
Ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων
Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ) αναφέρει
τα εξής: Αύξηση 7,7%
παρουσίασε ο κλάδος των
τροφίμων, φτάνοντας τα
4,15 δισ. ευρώ, ενώ ο
κλάδος των ποτών και
καπνών αυξήθηκε κατά
4,9%, αγγίζοντας τα
689,7 εκατ. ευρώ. Ο
κλάδος των μη
ταξινομημένων προϊόντων
σημείωσε αύξηση 287,5%,
φτάνοντας τα 271,6 εκατ.
ευρώ. Ο
κλάδος των
πετρελαιοειδών,
αν και σημείωσε μικρή
αύξηση 0,6%, κατέλαβε
την πρώτη θέση στις
εξαγωγές για το εξάμηνο,
με αξία 7,94 δισ. ευρώ.
Μείωση παρατηρείται
στους κλάδους των βιομηχανικών
προϊόντων (μείωση
12,6%, στα 3,53 δισ.
ευρώ), των χημικών
(μείωση 3,3%, στα 3,13
δισ. ευρώ), των
μηχανημάτων και οχημάτων
(μείωση 8%, στα 2,42
δισ. ευρώ), των διάφορων
βιομηχανικών (μείωση
4,7%, στα 1,74 δισ.
ευρώ), των πρώτων
υλών (μείωση
3,9%, στα 869 εκατ.
ευρώ) και των λιπών και
ελαίων (μείωση 44,7%,
στα 534,9 εκατ. ευρώ). |