Στόχος είναι να
εκµεταλλευθεί το κενό
που υπάρχει στην αγορά
των µικρών και πολύ
µικρών επιχειρήσεων,
αξιοποιώντας την υψηλή
ρευστότητα που θα είναι
σε θέση να διαθέτει µέσα
από την ανταγωνιστική
τιµολόγηση των
καταθέσεων σε σχέση µε
το υπόλοιπο τραπεζικό
σύστηµα, χωρίς ωστόσο να
υπονοµεύεται ο στόχος
για τη συγκράτηση του
κόστους, που αποτελεί
βασική παράµετρο του
επιχειρησιακού
σχεδιασµού. Με βάση τις
παραδοχές του
επιχειρησιακού σχεδίου,
που δηµοσιεύει η «Κ», ο
φιλόδοξος σχεδιασµός
προβλέπει ότι η νέα
τράπεζα θα καταστεί
κερδοφόρα αµέσως µετά
την τρέχουσα οικονοµική
χρήση που θα ενσωµατώσει
τις ζηµίες των
τιτλοποιήσεων των δύο
τραπεζών.
Η κερδοφορία, εκκινώντας
από το χαµηλό των
περίπου 80 εκατ. ευρώ το
2025 θα τριπλασιαστεί
έως το 2028, αλλά η
διανοµή µερίσµατος θα
καταστεί δυνατή µετά το
πέρας της 6ετίας και
υπολογίζεται ότι θα
προσεγγίσει τα 800 εκατ.
ευρώ έως και το 2034.
Αυτό σηµαίνει ότι το ΤΧΣ
θα αρχίσει σταδιακά να
αποσβένει την επένδυσή
του σε βάθος χρόνου,
αναµένοντας την ανάκτηση
των κεφαλαίων που έχει
επενδύσει σε χρόνο που
εκτείνεται πέραν του
επιχειρησιακού σχεδίου
που καλύπτει την περίοδο
2024-2034. Στο
µεσοδιάστηµα οι δύο
τράπεζες υπό την ενιαία
οντότητα θα εστιάσουν
στην ολοκλήρωση της
λειτουργικής τους
συγχώνευσης,
αξιοποιώντας τις
συνέργειες που
δηµιουργούνται από τον
εξορθολογισµό του
δικτύου των καταστηµάτων
και του προσωπικού, που
θα περιοριστεί σε πρώτη
φάση µέσα από την
εφαρµογή προγράµµατος
εθελουσίας εξόδου.
Σηµείο εκκίνησης θα
αποτελέσει το 2024,
καθώς µετά τη συγχώνευση
το συνολικό ενεργητικό
της ενιαίας τράπεζας θα
διαµορφωθεί στα 10,2
δισ. ευρώ, οι καταθέσεις
στα 9,3 δισ. ευρώ, ενώ
τα κέρδη προ προβλέψεων
εκτιµώνται κοντά στα 100
εκατ. ευρώ. Στόχος το
2027 οι καταθέσεις να
αυξηθούν στα 11,5 δισ.
ευρώ και στα 19 δισ.
ευρώ το 2034, ενώ οι
χορηγήσεις θα ανέλθουν
στα 8 δισ. ευρώ το 2027
και στα 15 δισ. ευρώ το
2024. Τα κέρδη µετά από
φόρους αναµένεται να
ξεπεράσουν τα 160 εκατ.
ευρώ το 2027 και να
διπλασιαστούν το 2034,
ενώ η απόδοση κεφαλαίων
εκτιµάται ότι θα
βελτιωθεί σε παρόµοιο
επίπεδο µε αυτή των
συστηµικών τραπεζών,
δηλαδή κοντά στο 14%.
Αιχµή του δόρατος για
την αύξηση των εργασιών
της ενιαίας τράπεζας θα
αποτελέσουν οι µικρές
και µικροµεσαίες
επιχειρήσεις, οι οποίες
όπως περιγράφεται στο
επιχειρηµατικό σχέδιο
δεν εξυπηρετούνται
σήµερα επαρκώς από το
τραπεζικό σύστηµα. Η νέα
τράπεζα θα στοχεύσει στη
διεύρυνση του µεριδίου
αγοράς της στο 8% από το
σηµερινό 3% σε ό,τι
αφορά τις µικρές
επιχειρήσεις και στο 10%
από το σηµερινό 8% σε
ό,τι αφορά τις
µικροµεσαίες
επιχειρήσεις, ενώ στο 4%
από το σηµερινό 3%
εκτιµάται ότι θα αυξηθεί
το µερίδιό της στη
χρηµατοδότηση µεγάλων
επιχειρήσεων. Η νέα
τράπεζα αναµένεται να
δηµιουργήσει µια
τραπεζική λύση one-stop
µε ελκυστική πρόταση
factoring και leasing,
βελτιστοποιηµένη
πρόσβαση σε κονδύλια του
Ταµείου Ανάκαµψης και σε
πόρους της Ευρωπαϊκής
Ενωσης, αξιοποιώντας την
ισχυρή περιφερειακή
παρουσία της στην Κρήτη
µέσω της Παγκρήτιας.
Περαιτέρω η νέα τράπεζα
προσβλέπει στο να
αξιοποιήσει την
τεχνογνωσία της σε
συγκεκριµένους τοµείς,
όπως οι κατασκευές και ο
τουρισµός στην Κρήτη,
εστιάζοντας στις
δυνατότητες του project
finance για την αύξηση
της κερδοφορίας της.
Πεδίο για την ανάπτυξη
των εργασιών αναµένεται
να αποτελέσει η
αναχρηµατοδότηση των
παλιών κόκκινων δανείων,
στοχεύοντας σε µια αγορά
15 – 20 δισ. για την
οποία οι συστηµικές
τράπεζες έχουν
περιορισµένο ενδιαφέρον.
Γενική συνέλευση στις 3
Σεπτεµβρίου
Σηµείο εκκίνησης της
συγχώνευσης αποτελεί η
3η Σεπτεµβρίου,
ηµεροµηνία κατά την
οποία συγκαλείται η
γενική συνέλευση της
Τράπεζας Αττικής, που θα
κληθεί να εγκρίνει τη
συγχώνευσή της µε την
Παγκρήτια Τράπεζα, µε
απορρόφηση της δεύτερης
από την πρώτη. Η γενική
συνέλευση θα κληθεί να
εγκρίνει επίσης την
αύξηση του µετοχικού
κεφαλαίου της Attica,
συνεπεία της
συγχώνευσης, λόγω
εισφοράς του µετοχικού
κεφαλαίου της Παγκρήτιας
στην Attica, µε
ταυτόχρονη µείωση του
µετοχικού κεφαλαίου της
λόγω ακύρωσης των
µετοχών της Attica που
κατείχε η Παγκρήτια. Με
βάση τον σχεδιασµό, θα
ακολουθήσουν οι
εγκρίσεις των εποπτικών
αρχών –ΤτΕ και Επιτροπής
Ανταγωνισµού–
προκειµένου τον Οκτώβριο
ή το αργότερο τον
Νοέµβριο να υλοποιηθεί η
συµφωνηθείσα αύξηση
µετοχικού κεφαλαίου
(ΑΜΚ) ύψους 675,1 εκατ.
ευρώ, εκ των οποίων
475,1 εκατ. ευρώ κατ’
ανώτατο όριο θα
καταβάλει σε µετρητά το
ΤΧΣ και 200 εκατ. ευρώ
κατ’ ανώτατο όριο θα
καταβάλει σε µετρητά η
Thrivest. Επιπλέον, θα
εκδοθούν τίτλοι κτήσης
µετοχών (warrants) υπέρ
των µετόχων που θα
συµµετάσχουν στην αύξηση
του µετοχικού κεφαλαίου.
Το συνολικό ποσό που
επιδιώκεται να αντληθεί
από την έκδοση νέων
µετοχών και warrants θα
ανέλθει σε έως και 735
εκατ. ευρώ. Στο πλαίσιο
της συµφωνίας, το ΤΧΣ
«αναλαµβάνει την
υποχρέωση µετά από
έγγραφη ειδοποίηση της
Thrivest να µεταβιβάσει
και να παραδώσει στην
Thrivest χωρίς
επιβάρυνση 180,8 εκατ.
τίτλους κτήσης, έτσι
ώστε µετά από την άσκησή
τους από την Thrivest η
συµµετοχή της στη
συγχωνευµένη τράπεζα να
ανέρχεται σε 50% + 1
µετοχές της
συγχωνευµένης τράπεζας».
Πρόκειται για την
επακόλουθη επένδυση που
περιγράφεται στη σύµβαση
την οποία υπέγραψαν τα
δύο µέρη, προκειµένου η
πλευρά του ιδιώτη
επενδυτή να καταστεί
µέτοχος πλειοψηφίας σε
ποσοστό που µπορεί να
φτάσει έως το 58,5%,
εφόσον η Thrivest
επενδύσει το συνολικό
ποσό των έως 200 εκατ.
ευρώ και ασκήσει πλήρως
τα δικαιώµατά της. Το
µερίδιο του ΤΧΣ θα
κυµανθεί από 35% έως 37%
και του ∆ηµοσίου
συνολικά (µαζί µε τον
ΕΦΚΑ) µεταξύ 38,5% έως
40%. Συνολικά στο
πλαίσιο της ΑΜΚ θα
εκδοθούν 359,5 εκατ.
µετοχές, µε τιµή 1,87
ευρώ ανά µετοχή.
Επιπλέον, θα εκδοθούν
359,5 εκατ. τίτλοι
κτήσης, οι οποίοι θα
παραχωρηθούν χωρίς
αντάλλαγµα σε αναλογία
µία µετοχή της
συγχωνευµένης τράπεζας
έναντι ενός τίτλου
κτήσης. Η τιµή έκδοσης
κάθε µετοχής της
συγχωνευµένης τράπεζας
που αντιστοιχεί σε κάθε
τίτλο κτήσης είναι 0,05
ευρώ, ενώ ο αριθµός των
µετοχών που αντιστοιχούν
σε κάθε τίτλο κτήσης
είναι 3,5.
Πηγή: Money Review |