Όπως γράφει το
Money Review,
είχε προηγηθεί την
περασμένη εβδομάδα η
αναβάθμιση από την S&P,
η οποία κατέταξε τόσο τη
Eurobank όσο και την
Εθνική μια ανάσα πριν
από την επενδυτική
κατηγορία και αντίστοιχα
την Alpha Bank και την
Πειραιώς δύο βαθμίδες
κάτω από την επενδυτική
κατηγορία, ενώ τον
Ιούνιο η Moody’s
αναβάθμισε σε επενδυτική
κατηγορία τη Eurobank
και την Alpha Bank.
Τη «βροχή» των θετικών
αξιολογήσεων ακολούθησε
την περασμένη ∆ευτέρα εκ
νέου η Moody’s,
αναβαθμίζοντας τη
μακροπρόθεσμη
πιστοληπτική ικανότητα
της Εθνικής Τράπεζας και
της Τράπεζας Πειραιώς
στην επενδυτική
κατηγορία.
Ο χορός των αναβαθμίσεων
που ξεκίνησε τον
περασμένο Σεπτέμβριο με
την S&P έχει καταστήσει
τα ομόλογα των ελληνικών
τραπεζών επιλέξιμα ως
ενέχυρα για
χρηματοδότηση από την
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα, ενώ οι
πρόσφατες αναβαθμίσεις
έχουν ήδη αποτυπωθεί στο
προφίλ κινδύνου των
ελληνικών τραπεζών,
συμπιέζοντας τα spreads
στις εκδόσεις ομολόγων
που πραγματοποιούν. Οι
αναβαθμίσεις που έχουν
προεξοφληθεί από τις
αγορές αναμένεται να
έχουν ευεργετική
επίδραση στις νέες
εκδόσεις ομολόγων που
προγραμματίζουν οι
τράπεζες, με έμφαση
κυρίως την αντικατάσταση
παλαιότερων και
ακριβότερων εκδόσεων που
πλησιάζουν τον χρόνο
ανάκλησης και άρα δεν
προσμετρώνται στον
συνολικό κεφαλαιακό
δείκτη.
Oπως σημειώνει στην
πρόσφατη έκθεση
Νομισματικής Πολιτικής η
ΤΤΕ, «η μείωση των
αποδόσεων στη
δευτερογενή αγορά για τα
ομόλογα που έχουν
εκδώσει οι ελληνικές
τράπεζες είναι θετική
εξέλιξη, καθώς επιτρέπει
την έκδοση νέων ομολόγων
από τις ελληνικές
τράπεζες με χαμηλότερο
κόστος δανεισμού.
Μετά την αναβάθμιση του
ελληνικού ∆ημοσίου στην
επενδυτική κατηγορία, οι
τέσσερις συστημικές
ελληνικές τράπεζες έχουν
εκδώσει ομόλογα υψηλής
εξοφλητικής
προτεραιότητας με
μεσοσταθμική απόδοση
5,3% και διάρκεια 6 έτη
έως τη λήξη, ενώ πριν
από την αναβάθμιση η
μεσοσταθμική απόδοση
στην έκδοση για ομόλογα
υψηλής εξοφλητικής
προτεραιότητας και ίδιας
διάρκειας από τις ίδιες
τράπεζες ήταν 7%. Ετσι,
παρατηρείται η
αποπληρωμή ομολόγων που
έχουν εκδοθεί με
υψηλότερο κόστος μέσω
έκδοσης νέων τίτλων με
χαμηλότερο κόστος
δανεισμού, γεγονός που
συμβάλλει στη
διαρθρωτική βελτίωση των
καθαρών επιτοκιακών
εσόδων των τραπεζών,
χωρίς να επιβαρύνεται το
κόστος δανεισμού της
πραγματικής οικονομίας.
Οι εξελίξεις αυτές είναι
πολύ σημαντικές, καθώς
επιδρούν μειωτικά στο
κόστος χρηματοδότησης
των ελληνικών τραπεζών
από τις διεθνείς
κεφαλαιαγορές. Ετσι
επιβεβαιώνονται οι
προσδοκίες ότι η
πρόσφατη αναβάθμιση της
κρατικής πιστοληπτικής
αξιολόγησης της Ελλάδος
στην επενδυτική
κατηγορία συμβάλλει
σημαντικά και θετικά
τόσο στην κερδοφορία όσο
και στην ανθεκτικότητα
του ελληνικού τραπεζικού
συστήματος».
ADVERTISING
Ο οίκος αξιολόγησης
Morningstar DBRS, ο
οποίος αναγνωρίζεται από
το ευρωσύστημα ως
επιλέξιμος Εξωτερικός
Οργανισμός Πιστοληπτικής
Αξιολόγησης, είχε
προχωρήσει στις 30
Απριλίου στην αξιολόγηση
της μακροπρόθεσμης
πιστοληπτικής ικανότητας
της Εθνικής Τράπεζας,
αποδίδοντάς της βαθμίδα
Bbb-low, δηλαδή εντός
της επενδυτικής
κατηγορίας, με σταθερές
προοπτικές.
Στη χθεσινή έκθεσή του
αξιολογεί για πρώτη φορά
τη Eurobank,
κατατάσσοντάς την στη
βαθμίδα Bbb-low σε ό,τι
αφορά τη μακροπρόθεσμη
αξιολόγηση εκδότη και σε
R-2 (middle) σε ό,τι
αφορά τη βραχυπρόθεσμη.
Η αξιολόγηση
μακροπρόθεσμων κρίσιμων
υποχρεώσεων της τράπεζας
είναι BBB (high) και η
τάση σε όλες τις
αξιολογήσεις
πιστοληπτικής ικανότητας
είναι σταθερή. Οπως
επισημαίνει η DBRS, «η
ικανότητα της Eurobank
να δημιουργεί
επαναλαμβανόμενα κέρδη
έχει βελτιωθεί, κυρίως
λόγω των υψηλότερων
επιτοκιακών περιθωρίων,
καθώς και της
χαμηλότερης δομής
κόστους και των
μειωμένων προβλέψεων για
ζημίες δανείων». Ως
αποτέλεσμα, σημειώνει η
τράπεζα, «μπορεί να
βασιστεί σε πιο ισχυρά
κεφαλαιακά αποθέματα
ασφαλείας για τις
ελάχιστες απαιτήσεις της
παρά τις
προγραμματισμένες
διανομές μερισμάτων που
αναμένεται να
επαναληφθούν». Η DBRS
παρακολουθεί, όπως
σημειώνει, τις εξελίξεις
γύρω από τη δημόσια
πρόταση της Eurobank για
τις υπόλοιπες μετοχές
της Ελληνικής Τράπεζας
στην Κύπρο, έχοντας ήδη
εξασφαλίσει πλειοψηφικό
ποσοστό άνω του 55%. Με
βάση προκαταρκτικές
εκτιμήσεις, η DBRS
εκτιμά ότι ο αντίκτυπος
της εξαγοράς θα πρέπει
να είναι γενικά
ουδέτερος για τα
περισσότερα πιστωτικά
μεγέθη του ομίλου
βραχυπρόθεσμα με
διαχειρίσιμη αρνητική
επίδραση στην
κεφαλαιοποίησή του. Η
επιτυχής εξαγορά θα
ενισχύσει περαιτέρω,
όπως σημειώνει, «την
παρουσία του ομίλου σε
μια από τις βασικές
ξένες αγορές του και
μπορεί να οδηγήσει σε
θετικές επιπτώσεις
μεσοπρόθεσμα, λόγω των
συνεργειών που
προκύπτουν από τον
συνδυασμό των δύο
ομίλων». Ωστόσο,
καταλήγει, «οι κίνδυνοι
εκτέλεσης γύρω από τη
συναλλαγή πρέπει να
ληφθούν υπόψη δεδομένου
του μεγέθους της
Ελληνικής Τράπεζας, η
οποία αντιπροσωπεύει
περίπου το 25% του
συνόλου του ενεργητικού
του ομίλου». |