Με αφορμή τη σημερινή
συνεδρίαση του ΔΣ της
ΕΚΤ -από την οποία δεν
αναμένεται να δοθεί νέο
στίγμα μείωσης,
αναβάλλοντας ανάλογες
σκέψεις για το
φθινόπωρο-, επανήλθε στο
προσκήνιο το θέμα της
επίδρασης ενός πτωτικού
σερί των επιτοκίων στους
τραπεζικούς
ισολογισμούς. Είναι
προφανές ότι έπειτα από
μία και πλέον μονάδα
μείωσης των επιτοκίων,
θα αρχίσουν να
«καθρεπτίζονται» οι
απώλειες εσόδων από τα
καθαρά έσοδα τόκων (το
αγαπημένο στους αναλυτές
NII), ωθώντας τους
ιθύνοντες νόες των
τραπεζών σε
αντικατάσταση των εσόδων
από άλλες πηγές.
Προς το παρόν, όμως, τα
δεδομένα είναι η
ανεπαίσθητη σχεδόν
μείωση του 0,25% των
επιτοκίων παρέμβασης,
που αποφάσισε η ΕΚΤ στην
αντίστοιχη συνεδρίαση
του ΔΣ τον Ιούνιο, η
οποία αποτέλεσμα είχε το
επιτόκιο αποδοχής
καταθέσεων να υποχωρήσει
στο 3,75%. Εξ αυτού και
μόνο, δεν υπάρχει
μεταβολή -άλλωστε, αν
κάτι φανεί, αυτό θα
είναι προς το τέλος του
έτους, αφού προηγηθεί
μια δεύτερη μείωση τον
Σεπτέμβριο και άλλη μία
ισοβαρής, τον Δεκέμβριο.
Αν τελικά ο ρυθμός
χαλάρωσης της
νομισματικής πολιτικής
κινηθεί στην
προβλεπόμενη βάση των
δύο ακόμη μειώσεων έως
το τέλος του 2024, που
συνολικά θα
αντιστοιχήσει σε 0,75%,
τότε η φετινή χρήση θα
βγει ουσιαστικά…
αλώβητη.
Αυτό σημαίνει ότι ο
αντίκτυπος της απώλειας
εσόδων από τόκους θα
γίνει αισθητός την
επόμενη χρονιά, μετά τις
πρώτες μειώσεις που
ενδεχομένως θα λάβουν
χώρα τους πρώτους μήνες
του 2025. Φυσικά, οι
τράπεζες, αναγνωρίζοντας
την εξέλιξη αυτήν και
στη λογική ότι «των
φρονίμων τα παιδιά πριν
πεινάσουν μαγειρεύουν»,
δεν περιμένουν με
σταυρωμένα τα χέρια να
μειωθούν τα έσοδά τους.
Προγραμματίζουν ήδη τις
εναλλακτικές, με hedging
επιτοκίων, με swaps, με
άλλη στάθμιση στα
ομόλογα και γενικά στο
πλαίσιο μιας στοχευμένης
διαχείρισης, που
αποσκοπεί και σε
διεύρυνση της πίτας των
δανείων.
Σε λίγες ημέρες, στην
εκπνοή του Ιουλίου, που
θα ξεκινήσουν να
δημοσιεύονται τα
αποτελέσματα εξαμήνου,
θα είναι ηχηρή η συμβολή
του Net Interest Income
(NII). Οι δύο βασικές
πηγές εσόδων του
τραπεζικού τομέα, τόκοι
και προμήθειες, θα
δώσουν το «παρών» στην
οργανική κερδοφορία και
μάλιστα δεν θα είναι
λίγες οι αναφορές σε
«ιστορικά υψηλά τρίμηνα»
από πλευράς τοκοφορίας,
δεδομένου ότι η ανάπτυξη
νέων μεριδίων στα δάνεια
και η αλλαγή πολιτικής
έχουν πολλαπλασιάσει τις
εισροές από τόκους.
Μάλιστα, η αύξηση της
πιστωτικής επέκτασης που
ήδη καταγράφεται στο
τραπεζικό σύστημα, παρά
τις υψηλές αποπληρωμές,
είναι και μια παράμετρος
του πλάνου διαχείρισης
και αντιμετώπισης των
απωλειών σε έσοδα από
τόκους -που αναπόφευκτα
θα επιφέρουν οι
αλλεπάλληλες νέες
μειώσεις επιτοκίων.
Περισσότερα δάνεια,
περισσότεροι τόκοι,
λιγότερη επίπτωση στην
απώλεια εσόδων από αυτήν
την πηγή. Αποτελεί
στρατηγική των τραπεζών,
αλλά και τάση ήδη
εμφανή, παρά τις κατά
τόπους και κατά
περιόδους αποπληρωμές
παλαιότερων δανείων,
συχνά ακόμη και πρόωρες.
Για όσους αρέσκονται σε
αριθμούς, κάθε αλλαγή
στην αποτίμηση του
euribor ως αποτέλεσμα
μιας νέας απόφασης της
ΕΚΤ για μείωση κατά
0,25% των επιτοκίων
παρέμβασης υπολογίζεται
ότι έχει επίπτωση στα
επιτοκιακά έσοδα των
τραπεζών κατά περίπου
25-30 εκατ. ευρώ.
Κι αν θέλουμε να ρίξουμε
«φως» στα έσοδα των
τραπεζών από τόκους με
βάση τα τελευταία
επίσημα στοιχεία, οι
τέσσερις μεγάλες
συστημικές παρουσίασαν
συνολικά 2,171 δισ. ευρώ
το πρώτο τρίμηνο του
έτους, έναντι 1,830 δισ.
ευρώ το πρώτο τρίμηνο
του 2023, αυξημένα κατά
15,57% σε ετήσια βάση
(αν και μειωμένα σε
σχέση με το δ’ τρίμηνο
του 2023 κατά 2,59%, για
λόγους που δεν
σχετίζονται με τις
κινήσεις της ΕΚΤ).
Αναλυτικά, ο κάθε όμιλος
είχε στο τέλος Μαρτίου
τα εξής έσοδα από τόκους
(καθαρά): 606 εκατ. ευρώ
η Εθνική, 571 εκατ. ευρώ
η Eurobank, 518 εκατ.
ευρώ η Τράπεζα Πειραιώς
και 420 εκατ. ευρώ η
Alpha Bank.
Πηγή: The Power Game
|