Το μέσο επιτοκιακό
περιθώριο με βάση τα
στοιχεία των τεσσάρων
συστημικών τραπεζών
διαμορφώθηκε το πρώτο
τρίμηνο του έτους στο
3,37% έναντι 1,62% που
ήταν ο μέσος όρος των
υπόλοιπων συστημικών
τραπεζών στα 19
κράτημέλη της Ευρωζώνης,
διευρύνοντας περαιτέρω
την ήδη μεγάλη απόσταση
που χώριζε τις ελληνικές
τράπεζες από τις
αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Αυτό προκύπτει από τα
στοιχεία που δημοσίευσε
ο Ενιαίος Εποπτικός
Μηχανισμός (SSM) της
ΕΚΤ, με βάση τα οποία οι
ελληνικές τράπεζες έχουν
διευρύνει το επιτοκιακό
περιθώριο κατά 123
μονάδες (από το 2,14%
που ήταν το 2022 στο
3,37%) έναντι μόλις 26
μονάδων που ήταν κατά
μέσον όρο η αύξηση για
τις ευρωπαϊκές τράπεζες
(από το 1,36% το 2022
στο 1,62% το α΄ τρίμηνο
του 2024).
Το καθαρό επιτοκιακό
περιθώριο (NIM)
αποτυπώνει το καθαρό
εισόδημα από τόκους που
κερδίζει μία τράπεζα από
τα δάνεια, μείον τους
τόκους που καταβάλλει
στους καταθέτες και η
μεγάλη διαφορά που
εντοπίζεται στις
ελληνικές τράπεζες είναι
αποτέλεσμα κυρίως των
χαμηλών επιτοκίων στις
καταθέσεις ως αποτέλεσμα
της περιορισμένης
μετακύλισης της ανόδου
που καταγράφηκε από το
2022, δηλαδή από τότε
που η ΕΚΤ ξεκίνησε να
αυξάνει τα επιτόκια.
Η συμβολή των καταθέσεων
στη διεύρυνση του
επιτοκιακού περιθωρίου
ενισχύεται λόγω του ότι
οι ελληνικές τράπεζες
διαθέτουν από τους
χαμηλότερους δείκτες
δανείων προς καταθέσεις
μεταξύ των ευρωπαϊκών
τραπεζών. Ετσι, ενώ οι
ελληνικές τράπεζες
έδειξαν «αυτοσυγκράτηση»
στις αυξήσεις επιτοκίων
για ορισμένες κατηγορίες
δανείων, όπως τα
στεγαστικά δάνεια, το
γεγονός ότι ακολούθησαν
ακόμη πιο φειδωλή
πολιτική στις
καταθέσεις, βοήθησε στη
διεύρυνση του
επιτοκιακού περιθωρίου.
Στην εξίσωση συνετέλεσε
και το γεγονός ότι οι
ελληνικές τράπεζες
αντλούν το μεγαλύτερο
μέρος της χρηματοδότησής
τους από τις φθηνές
καταθέσεις των
νοικοκυριών, που
αποτελούν τη βασικότερη
πηγή χρηματοδότησης σε
ποσοστό 59,5% έναντι 34%
που είναι ο μέσος όρος
των τραπεζών στην Ε.Ε.
Οπως παρατηρεί η
Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών
στην Εκθεση Αξιολόγησης
Κινδύνου που δημοσίευσε
χθες, η Ελλάδα είναι
μεταξύ των τριών χωρών
που εμφάνισαν το 2023 το
υψηλότερο περιθώριο
(spread) μεταξύ δανείων
και καταθέσεων (στις 175
μονάδες βάσης), μετά τη
Λετονία με 293 μονάδες
βάσης και τη Λιθουανία
με 184 μονάδες βάσης.
Χαρακτηριστικό των
διαφορών που υπάρχουν
πάντως μεταξύ των
ευρωπαϊκών τραπεζών
είναι το γεγονός ότι σε
κάποιες χώρες, όπως η
Ισλανδία και η Γερμανία,
το επιτοκιακό περιθώριο
μειώθηκε κατά 65 και 9
μονάδες βάσης
αντίστοιχα.
Το υψηλό επιτοκιακό
περιθώριο ώθησε και την
κερδοφορία των ελληνικών
τραπεζών που ανήλθε το
α΄ τρίμηνο του έτους στο
1,09 δισ. ευρώ έναντι
774,9 εκατ. ευρώ το
αντίστοιχο περυσινό
τρίμηνο, καταγράφοντας
άνοδο κατά 40% έναντι
6,8% που ήταν η
αντίστοιχη άνοδος των
ευρωπαϊκών τραπεζών, από
τα 40,7 δισ. ευρώ κέρδη
το α΄ τρίμηνο του 2023
στα 43,5 δισ. ευρώ το α΄
τρίμηνο του 2024.
Η σημαντική αύξηση της
κερδοφορίας σε ετήσια
βάση οφείλεται και στο
γεγονός ότι τα έσοδα από
τόκους αντιπροσωπεύουν
μεγαλύτερο ποσοστό των
οργανικών εσόδων των
ελληνικών τραπεζών σε
σχέση με τις ευρωπαϊκές
που αντλούν το ένα τρίτο
περίπου των εσόδων τους
κατά μέσον όρο από τις
προμήθειες.
Συγκεκριμένα, το ποσοστό
των εσόδων από τόκους
στα συνολικά λειτουργικά
έσοδα διαμορφώθηκε στο
79% για τα 4 συστημικά
πιστωτικά ιδρύματα της
Ελλάδας, ενώ το
αντίστοιχο ποσοστό για
τις 110 συστημικές
τράπεζες της Ε.Ε. ήταν
60,5%. Αντίθετα τα έσοδα
από προμήθειες ως
ποσοστό των συνολικών
λειτουργικών εσόδων ήταν
16,2% για τις 4
συστημικές τράπεζες στην
Ελλάδα, έναντι 28,8% για
τα 110 συστημικά
πιστωτικά ιδρύματα στην
Ε.Ε.
Σε απόλυτο μέγεθος τα
καθαρά έσοδα από τόκους
ανήλθαν το α΄ τρίμηνο
του έτους στα 2,1 δισ.
ευρώ έναντι 1,8 δισ.
ευρώ το αντίστοιχο
περυσινό τρίμηνο, ενώ τα
καθαρά έσοδα από
προμήθειες ανήλθαν στα
433,6 εκατ. ευρώ έναντι
385,5 το α΄ τρίμηνο του
2023. Την ίδια περίοδο,
το συνολικό χαρτοφυλάκιο
δανείων αυξήθηκε κατά
900 εκατ. ευρώ, στα
154,5 δισ. ευρώ από
153,6 δισ. ευρώ.
Πηγή: Καθημερινή |