Ωστόσο, όρια της ενιαίας
ευρωπαϊκής αγοράς
αποκαλύφθηκαν περίτρανα
αυτόν τον μήνα, όταν η
ιταλική τράπεζα
UniCredit έκανε κινήσεις
για την εξαγορά της
Commerzbank, μιας
γερμανικής
ανταγωνίστριας. Μια
προτεινόμενη συναλλαγή
που θα έπρεπε να
ενδιαφέρει μόνο τους
οικονομικούς επιστήμονες
-η UniCredit και η
Commerzbank είναι
αντίστοιχα η 10η και η
17η μεγαλύτερες
δανείστριες της ΕΕ-
εξελίχθηκε σε ένα άσχημο
εθνικιστικό γαϊτανάκι. Ο
Olaf Scholz, ο Γερμανός
καγκελάριος, βρήκε χρόνο
από τη γεωπολιτική του
ατζέντα στις
συνεδριάσεις των
Ηνωμένων Εθνών στη Νέα
Υόρκη για να
βροντοφωνάξει κατά των
«εχθρικών» Ιταλών
τραπεζιτών που έχουν
βγει στη γύρα. Μόλις
πριν από δύο εβδομάδες,
η ΕΕ δημοσίευσε την
πολυδιαφημισμένη έκθεση
του Mario Draghi, πρώην
Ιταλού πρωθυπουργού,
στην οποία προτείνει να
ενισχυθεί η οικονομική
ανάπτυξη στην Ευρώπη με
την εμβάθυνση της
ενιαίας αγοράς της. Ένα
ηχηρό «όχι» κατέστρεψε
τα σχέδιά του πριν καν
οι περισσότεροι
διαβάσουν τις 400
σελίδες της.
Ο ευρωπαϊκός σοβινισμός
έχει από καιρό τον τρόπο
να εκτροχιάζει τα
καλύτερα σχέδια
εξαγοράς. Το 2005 η
Γαλλία απέρριψε μια
προσφορά για την Danone
με την αιτιολογία ότι η
εταιρεία παραγωγής
γιαουρτιού ήταν
στρατηγικής σημασίας. Ο
υποψήφιος αγοραστής ήταν
Αμερικανός. Όμως οι
εξαγορές από
επιχειρήσεις άλλων χωρών
της ΕΕ δεν θα έπρεπε να
αντιμετωπίζονται με
μεγαλύτερη συμπάθεια,
ώστε να δημιουργηθεί η
κρίσιμη μάζα των
Ευρωπαίων πρωταθλητών
που θα ανταγωνιστούν σε
παγκόσμιο επίπεδο;
Προφανώς όχι. Επειδή η
Commerzbank δανείζει
επιχειρήσεις Mittelstand
και εξαγωγείς, το
γερμανικό κατεστημένο
την έχει τοποθετήσει σε
ένα πολύ υψηλό
οικονομικό βάθρο.
Ορισμένοι τη θεωρούν
εθνικό θησαυρό, που
προτιμούν να κλείσουν,
παρά να τον παραδώσουν
στους «βρόμικους»
Ιταλούς (αυτό είναι
μάλλον διασκεδαστικό για
τους λάτρεις της
οικονομίας
-συμπεριλαμβανομένου του
αρθρογράφου, πρώην
τραπεζικού ανταποκριτή-,
οι οποίοι θυμούνται ότι
παλιότερα ή ίδια τράπεζα
είχε ονομαστεί
«Comedybank», εξαιτίας
του «ταλέντου» της να
χάνει χρήματα σε μια
εκθαμβωτική σειρά
ελαφρόμυαλων αποφάσεων
δανεισμού). Το μερίδιο
της UniCredit αγοράστηκε
εν μέρει κατευθείαν από
τις γερμανικές Αρχές, οι
οποίες διέσωσαν την
Commerzbank το 2008.
Αντίθετα, η UniCredit
διαθέτει μια αξιόλογη
διοίκηση και είναι πιο
κερδοφόρα από τον στόχο
της, εν μέρει χάρη σε
μια γερμανική μονάδα που
ήδη κατέχει.
Το κατά πόσον η συμφωνία
έχει νόημα για τις δύο
ομάδες των μετόχων είναι
πέραν των αρμοδιοτήτων
του υπογράφοντος το
άρθρο. Βεβαίως, η
ιταλική τράπεζα
εκνεύρισε άσκοπα τις
γερμανικές Αρχές,
χρησιμοποιώντας έξυπνα
οικονομικά τεχνάσματα
για να αποκρύψει το
μέγεθος της συμμετοχής
της, η οποία φαίνεται
ότι θα φτάσει το 21%,
σχεδόν διπλάσιο από το
ποσοστό της γερμανικής
κυβέρνησης. Ωστόσο, το
βιτριόλι που πέταξε το
Βερολίνο για να
αποκρούσει την εξαγορά
γελοιοποιεί τις
διακηρύξεις της
Γερμανίας υπέρ της
«τραπεζικής ένωσης» της
ΕΕ (και μιας συναφούς
ένωσης των
κεφαλαιαγορών), όπως
ζήτησε ο κ. Draghi. Η
ενστικτώδης αντίδρασή
της μυρίζει οικονομικό
εθνικισμό. Για να το
παραφράσω: οι Ιταλοί δεν
μπορούν να βρουν λύσεις
για την οικονομία τους,
γιατί να τους
εμπιστευτούμε μία από
τις τράπεζές μας; Η
Ιταλία, με τη σειρά της,
στηρίζει τη συμφωνία
-εφόσον η συνδυασμένη
οντότητα παραμείνει με
έδρα το έδαφός της.
«Το ερώτημα που
προκύπτει από τα
παραπάνω είναι: έχουμε
27 εθνικά τραπεζικά
συστήματα ή ένα;», ρωτά
ο Nicolas Véron του
Bruegel, ενός κέντρου
μελετών στις Βρυξέλλες.
Όπως και τα σύγχρονα
εθνικιστικά κινήματα,
επισημαίνει, οι
ευρωπαϊκές τράπεζες
ενηλικιώθηκαν τον 19ο
και στις αρχές του 20ού
αιώνα, παρέχοντας έναν
ισολογισμό για τη
χρηματοδότηση του
πολέμου, της
αυτοκρατορίας και ό,τι
άλλο το κράτος
χρειαζόταν να
χρηματοδοτήσει. Μέχρι
σήμερα οι πολιτικοί
θέλουν να κρατούν τις
μεγάλες τράπεζες κοντά
τους. Ο πρόεδρος της
UniCredit είναι πρώην
υπουργός Οικονομικών της
Ιταλίας, ο πρόεδρος της
Commerzbank πρώην
επικεφαλής της
γερμανικής κεντρικής
τράπεζας. Οι γαλλικές
τράπεζες συνήθως
προεδρεύονται από πρώην
αξιωματούχους, των
οποίων το βασικό
πλεονέκτημα είναι οι
γνωριμίες τους στους
διαδρόμους της εξουσίας,
όχι η ικανότητά τους να
εκτιμούν την
πιστοληπτική ικανότητα
των πελατών.
Οι στενοί δεσμοί μεταξύ
των τραπεζών και του
κράτους επιτάχυναν την
κρίση της ευρωζώνης που
ακολούθησε το
χρηματοπιστωτικό «νέφος»
του 2007. Οι τράπεζες
κλονίστηκαν εν μέρει
επειδή κατείχαν χρέη που
είχαν εκδοθεί από τις
κυβερνήσεις των χωρών
τους, στη συνέχεια
κατέστησαν προβληματικές
και οι κυβερνήσεις με τη
σειρά τους έπρεπε να τις
διασώσουν κ.ο.κ. Η
αναδιάταξη του
συστήματος έτσι ώστε οι
τράπεζες να αποτελούν
πλέον μέρος ενός ενιαίου
συστήματος σε ολόκληρη
την ΕΕ, πέρα από τα
νύχια των κυβερνήσεών
«τους», σχεδιάστηκε για
να σπάσει αυτός ο
βρόγχος της καταστροφής,
καθώς και για να
αντιστοιχίσει μια
ευρύτερη δεξαμενή
αποταμιεύσεων σε ένα
ευρύτερο σύνολο
δυνητικών δανειοληπτών.
Μεγάλο μέρος -αν και όχι
όλα- των απαιτούμενων
υδραυλικών εγκαταστάσεων
γι’ αυτήν την τραπεζική
ένωση είναι ήδη έτοιμα,
ιδίως η εποπτεία των
μεγάλων δανειστών
απευθείας από την
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα από το 2014.
Όμως η απόδειξη της
ύπαρξής της έγκειται εν
μέρει στο κατά πόσον
πραγματοποιούνται
διασυνοριακές συμφωνίες.
Μέχρι στιγμής η απουσία
τους είναι αξιοσημείωτη.
Το αποτέλεσμα είναι ότι
οι ευρωπαϊκές τράπεζες
είναι μικρές και
χορηγούν λιγότερα δάνεια
απ’ ό,τι θα έπρεπε.
Ακόμα χειρότερα, όταν οι
μεγάλες επιχειρήσεις της
ΕΕ διενεργούν πολύπλοκες
χρηματοοικονομικές
πράξεις προσφεύγουν σε
μεγαθήρια της Wall
Street, όπως η JPMorgan
-όπως έκανε η γερμανική
κυβέρνηση για να
πουλήσει το μερίδιό της
στην Commerzbank.
Ένα από τα γερμανικά
επιχειρήματα για την
αποτροπή του ιταλικού
εγχειρήματος είναι ότι
σε μια κρίση οι τράπεζες
τείνουν να υποχωρούν
στην εγχώρια αγορά τους
-δηλαδή ότι οι ιταλικές
Αρχές θα ανάγκαζαν τη
UniCredit να
λιμοκτονήσει τους
Γερμανούς δανειολήπτες.
Αν αυτό είναι αλήθεια, η
τραπεζική ένωση μπορεί
ήδη να κηρυχθεί
αποτυχημένη και θα
πρέπει να αντικατασταθεί
αμέσως. Αν δεν ισχύει,
όπως φαίνεται πιο
πιθανό, οι πολιτικοί θα
πρέπει να
συνειδητοποιήσουν ότι τα
εθνικά τους συμφέροντα
εξυπηρετούνται καλύτερα
όταν οι ευρωπαϊκές
λύσεις αφήνονται να
λειτουργήσουν, όχι μόνο
στη θεωρία, αλλά και
στην πράξη.
Πηγή: The Economist |