Σταθερή αύξηση
εμφανίζουν τον τελευταίο
ενάμιση χρόνο και τα
έσοδα από το asset
management, καθώς
αξιοποιώντας και το
θετικό κλίμα στις
αγορές, οι τράπεζες
διευρύνουν την παρουσία
τους σε προϊόντα
διαχείρισης περιουσίας
έναντι των απλών
καταθέσεων.
Τα έσοδα από τις
συναλλαγές με κάρτες
αποτελούν σταθερή πηγή
κερδοφορίας, παρά το
γεγονός ότι οι τράπεζες
έχουν πουλήσει τη
δραστηριότητα της
αποδοχής καρτών, δηλαδή
τη διαχείριση των
τερματικών POS σε
τρίτους παρόχους. Η
Τράπεζα Πειραιώς έχει
πουλήσει το 100% της
σχετικής δραστηριότητας
στη Euronet, η Alpha
Bank έχει πουλήσει το
90% στη Nexi, η Eurobank
το 90% στη Worldline και
η Εθνική Τράπεζα έχει
μεταβιβάσει το 51% στην
Global Payments, αλλά
διατηρούν τα έσοδα ως
εκδότες των καρτών,
έχοντας πλέον καθιερώσει
και τη συνδρομή, όχι
μόνο για τις πιστωτικές
κάρτες, αλλά και τις
χρεωστικές ή τις dual
κάρτες, με διαφορετική
τιμολόγηση η κάθε μία.
Τα έσοδα από προμήθειες
των ελληνικών τραπεζών
αντιπροσωπεύουν το
16,18% των οργανικών
εσόδων και η τάση είναι
η αύξηση του ποσοστού
αυτού προκειμένου να
προσεγγίσουν τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο, που
διαμορφώθηκε το 2023 στο
28,1%. Σε αντίθεση,
ωστόσο, με τις
ευρωπαϊκές τράπεζες, που
αντλούν το μεγαλύτερο
μέρος των εσόδων από
προμήθειες από προϊόντα
διαχείρισης περιουσίας,
οι ελληνικές αντλούν
σημαντικό μέρος των
εσόδων τους –εκτός από
τις συναλλαγές με
κάρτες– από τις
πληρωμές, που στις
περισσότερες ευρωπαϊκές
χώρες προσφέρονται είτε
δωρεάν είτε ως μέρος
διαχείρισης των
τραπεζικών λογαριασμών,
μια τάση που ενισχύεται
σταδιακά και στη χώρα
μας με την προώθηση
τραπεζικών πακέτων που
επιβαρύνονται με μηνιαία
χρέωση.
Καθώς οι ηλεκτρονικές
συναλλαγές διευρύνονται
συνεχώς, οι συναλλαγές
στο κατάστημα έχουν
εξοβελιστεί, όχι μόνο
λόγω της μείωσης των
καταστημάτων, αλλά
κυρίως λόγω κόστους που
κάνει απαγορευτική τη
διενέργεια πράξεων στον
γκισέ. Είναι
χαρακτηριστικό ότι για
να στείλει κάποιος
χρήματα, π.χ. 1.000 ευρώ
με έμβασμα, στο
κατάστημα στοιχίζει από
12 έως 17 ευρώ, ενώ η
αντίστοιχη συναλλαγή
μέσω e-banking ή mobile
banking τιμολογείται
μεταξύ 1,2 έως 1,4 ευρώ.
Στα παράδοξα της
τραπεζικής πρακτικής
παραμένει πάντως η
προμήθεια που
εισπράττεται για το
εισερχόμενο έμβασμα,
δηλαδή όταν κάποιος
λαμβάνει χρήματα, που
στοιχίζει μεταξύ 3 έως 5
ευρώ, ανάλογα με την
τράπεζα για ποσό 1.000 ή
5.000 ευρώ.
Οπως προκύπτει από την
ανάλυση των εσόδων από
προμήθειες, το
μεγαλύτερο μερίδιο στα
έσοδα είχε το 2023 η
Πειραιώς με 547 εκατ.
ευρώ, από τα οποία τα
215 εκατ. ευρώ είναι
έσοδα από συναλλαγές και
κάρτες. Αλλα 147 εκατ.
ευρώ είναι τα έσοδα
προμηθειών από τις
χορηγήσεις, ενώ τα έσοδα
από την πώληση
τραπεζοασφαλιστικών
προϊόντων και τη
διαχείριση περιουσίας
ανήλθαν το 2023 σε 106
εκατ. ευρώ.
Δεύτερη στα έσοδα από
προμήθειες κατατάσσεται
η Eurobank, με συνολικά
έσοδα 543,8 εκατ. ευρώ
το 2023, από τα οποία τα
422 εκατ. ευρώ
προέρχονται από την
Ελλάδα και τα υπόλοιπα
από τις δραστηριότητες
στο εξωτερικό. Τα έσοδα
από τις συναλλαγές και
τις κάρτες ανήλθαν στα
193 εκατ. ευρώ, ενώ άλλα
153 εκατ. ευρώ
συνεισέφεραν οι
χρηματοδοτήσεις και τα
δάνεια, έναντι 73 εκατ.
ευρώ που ήταν τα έσοδα
προμηθειών από τη
διαχείριση περιουσίας.
Με συνολικά έσοδα από
προμήθειες 382 εκατ.
ευρώ το 2023, η Εθνική
Τράπεζα άντλησε τα 203
εκατ. ευρώ από τη
λιανική τραπεζική,
δηλαδή τις συναλλαγές με
κάρτες, τις χορηγήσεις
προς ιδιώτες και τις
πληρωμές, ενώ άλλα 139
εκατ. ευρώ προήλθαν από
τις χορηγήσεις
επιχειρηματικής πίστης.
Ακολουθεί η Alpha Bank
με συνολικά έσοδα 373
εκατ. ευρώ το 2023, από
τα οποία τα 104 εκατ.
ευρώ είναι τα έσοδα από
τις συναλλαγές με
κάρτες. Συνολικά η
λιανική τραπεζική
συνεισέφερε έσοδα 134
εκατ. ευρώ, ενώ η
επιχειρηματική πίστη
συνεισέφερε άλλα 126
εκατ. ευρώ και το wealth
management άλλα 83 εκατ.
ευρώ.
Πηγή: Money Review |