Σύμφωνα με αναλυτές που
παρακολουθούν τον κλάδο,
καθώς πλησιάζουμε στη
λήξη του α΄ εξαμήνου, οι
στόχοι επανυπολογίζονται
στη βάση των νέων
δεδομένων για την πορεία
των οικονομικών τους
μεγεθών, τα οποία
κινούνται, σύμφωνα με
πληροφορίες, με
καλύτερους ρυθμούς σε
σύγκριση με τους
προϋπολογισμούς της
χρονιάς.
Το δρόμο άνοιξε πρώτη η
Τράπεζα Πειραιώς, η
οποία έδωσε την
περασμένη εβδομάδα στη
δημοσιότητα τις
επικαιροποιημένες
προβλέψεις της για το
καθαρό αποτέλεσμα του
2024, που εκτιμάται ότι
θα φτάσει το 1 δισ.
ευρώ.
Πρόκειται για επίπεδα
υψηλότερα κατά 100 εκατ.
ευρώ ή 11% σε σχέση με
τις παρουσιάσεις της
διοίκησής της, πριν από
περίπου ενάμιση μήνα.
Μένει να φανεί σε ποιο
βαθμό θα αυξήσουν το
ύψος των προβλεπόμενων
κερδών και οι Εθνική,
Eurobank και Alpha Bank,
οι CEOs των οποίων κατά
τις ανακοινώσεις των
οικονομικών καταστάσεων
του α΄ τρίμηνου 2024,
είχαν αφήσει ανοιχτό
αυτό το ενδεχόμενο.
Ο παράγοντας ΕΚΤ
Σε κάθε περίπτωση,
υποστηρικτικά προς αυτήν
την κατεύθυνση θα
λειτουργήσει η
διαφαινόμενη πιο αργή
αποκλιμάκωση των
επιτοκίων από την
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα (ΕΚΤ).
Η επικεφαλής της Κριστίν
Λαγκάρντ σε δηλώσεις της
λίγα 24ωρα μετά την
πρώτη κίνηση χαλάρωσης
της νομισματικής
πολιτικής στη ζώνη του
ευρώ, σημείωσε πως δεν
υπάρχει αυτήν τη στιγμή
συγκεκριμένος οδικός
χάρτης για τις επόμενες
αποφάσεις και συνέστησε
υπομονή.
Πλέον, αρκετοί αναλυτές
ποντάρουν στο σενάριο οι
παρεμβατικοί δείκτες της
ΕΚΤ να μειωθούν ακόμη
μία φορά εντός του 2024
έναντι άλλων 2 περικοπών
που αναμένονταν
προηγουμένως.
Η εξέλιξη αυτή θα
συμβάλει στη διαμόρφωση
του μέσου επιτοκίου
euribor σε υψηλότερα
επίπεδα σε σύγκριση με
τις παραδοχές των
business plans των
τραπεζών,
ελαχιστοποιώντας ή ακόμη
και εξαλείφοντας την
αρχικώς αναμενόμενη
μείωση του επιτοκιακού
τους εισοδήματος.
Επιπλέον, μετά το πέρας
του α΄ πενταμήνου,
διαφάνηκε ξεκάθαρα ότι η
μετακίνηση υπολοίπων από
τους πελάτες τους σε
προθεσμιακές καταθέσεις,
που κοστίζουν σαφώς
περισσότερο από τα λοιπά
προϊόντα, είναι
εξαιρετικά περιορισμένη.
Ταυτόχρονα, συνεχίζονται
οι υψηλές καθαρές
εισροές προς αμοιβαία
κεφάλαια, μέσω των
οποίων οι τράπεζες όχι
μόνο περιορίζουν τα
έξοδα για τόκους, αλλά
κερδίζουν και σημαντικά
έσοδα από προμήθειες.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν
αποκλείεται το
επιτοκιακό εισόδημα των
τεσσάρων συστημικών
ομίλων να κινηθεί κοντά
στα περυσινά επίπεδα,
ήτοι στη ζώνη των 8 δισ.
ευρώ.
Η πτυχή του κόστους
Δεν είναι όμως μόνο τα
καθαρά έσοδα από τόκους
που θα καθορίσουν τις
αναθεωρήσεις των
προβλέψεων των τραπεζών
για τα κέρδη. Σημαντικό
ρόλο θα παίξουν και οι
ακόλουθες πτυχές των
οικονομικών τους
μεγεθών:
– Λειτουργικά έξοδα
Οι τράπεζες κόντρα στις
πληθωριστικές πιέσεις,
οι οποίες εξασθενούν,
επιτυγχάνουν τη
συγκράτηση της ανόδου
των λειτουργικών τους
δαπανών.
Αυτό έχει καταστεί
εφικτό τόσο μέσω των
προγραμμάτων εθελουσίας
εξόδου που έτρεξαν τα
προηγούμενα χρόνια, όσο
και με τη γενικότερη
πολιτική εξοικονόμησης
κόστους που εφαρμόζεται.
Ως αποτέλεσμα εκτιμάται
ότι ο δείκτης κόστος
προς έσοδα θα παραμείνει
στα ίδια περίπου επίπεδα
με τα περυσινά.
Η συγκεκριμένη επίδοση
αναμένεται να αποτυπωθεί
και στα αποτελέσματα του
α΄ εξαμήνου που θα
δημοσιοποιηθούν τον
ερχόμενο μήνα.
– Πιστωτικός κίνδυνος
Χαμηλότερα του αρχικώς
αναμενόμενου εκτιμάται
ότι θα διαμορφωθεί στο
σύνολο της χρονιάς το
κόστος για τον πιστωτικό
κίνδυνο.
Είναι πιθανό να κινηθεί
κατά μέσο όρο στους
τέσσερις συστημικούς
ομίλους στα επίπεδα του
0,70% επί του
σταθμισμένου στον
κίνδυνο ενεργητικού, το
οποίο θα αποτελέσει
πολυετές χαμηλό.
Εφόσον επιτευχθεί αυτή η
μείωση, θα ενισχυθούν τα
καθαρά τους κέρδη
σημαντικά. Σύμφωνα με
αναλυτές, με τα σημερινά
δεδομένα, θεωρείται
άνετη η υπέρβαση των 3,5
δισ. ευρώ αθροιστικά για
τις τέσσερις μεγαλύτερες
τράπεζες της χώρας στο
σύνολο του 2024.
Πηγή: Οικονομικός
Ταχυδρόμος |