Όπως λένε αναλυτές,
πρόκειται ίσως για το
μοναδικό μειονέκτημα του
εγχώριου κλάδου σε
σύγκριση με την υπόλοιπη
Ευρώπη, μιας και στα
υπόλοιπα επιμέρους
θεμελιώδη μεγέθη τους,
οι τέσσερις συστημικοί
όμιλοι όχι μόνο έχουν
επιτύχει τη σύγκλιση με
τους ανταγωνιστές τους,
αλλά σε πολλά σημεία
υπερτερούν.
Οι ζημιές που
καταγράφηκαν από το PSI
συμψηφίζονται με τα
ετήσια καθαρά
αποτελέσματα,
απαλλάσσοντας ουσιαστικά
τις τράπεζες από την
πληρωμή φόρων
Ο λόγος είναι ότι το
υψηλό μερίδιο του DTC
στα κεφάλαιά τους επιδρά
δυσμενώς στην ποιότητά
τους. Κι αυτό διότι
πρόκειται για μία
απαίτηση έναντι του
δημοσίου, η οποία
αξιοποιείται μόνον κατά
τις κερδοφόρες χρήσεις
τους.
Συγκεκριμένα, οι ζημιές
που καταγράφηκαν από το
PSI συμψηφίζονται με τα
ετήσια καθαρά
αποτελέσματα,
απαλλάσσοντας ουσιαστικά
τις τράπεζες από την
πληρωμή φόρων. Το
σύστημα αυτό δηλαδή
προσομοιάζει με
προκαταβολή φόρου.
Δεδομένου ωστόσο του
μεγάλου ύψους των
υποαξιών που σημειώθηκαν
την περασμένη δεκαετία,
θα χρειαστεί πολύ μεγάλο
χρονικό διάστημα για την
απόσβεσή του.
Αυτήν τη στιγμή η μείωση
του DTC σε ετήσια βάση
στον κλάδο εκτιμάται ότι
διαμορφώνεται στη ζώνη
του 700 εκατ. ευρώ.
Η πλήρης απαλλαγή
Για να απαλλαγούν λοιπόν
οι ελληνικές τράπεζες
από το συγκεκριμένο
βαρίδι θα χρειαστούν
περισσότερα από 15
χρόνια με τους ισχύοντες
κανονισμούς.
Όπως γράφει ο
Οικονομικός Ταχυδρόμος,
στο πλαίσιο αυτό, έχει
ξεκινήσει μία συζήτηση
με την εποπτική αρχή για
την επιτάχυνση της
διαδικασίας.
Συγκεκριμένα, εξετάζεται
η ετήσια απόσβεση να
ξεπεράσει οικειοθελώς τα
1,2 δισ. ευρώ το χρόνο,
με αξιοποίηση της
κερδοφορίας, η οποία
σήμερα βρίσκεται σε
επίπεδα που επιτρέπει
αυτήν την αναπροσαρμογή.
Στο θέμα αναφέρθηκε σε
πρόσφατο συνέδριο με
θέμα «Risk management &
Compliance Conference»
και ο διοικητής της
Τράπεζας της Ελλάδος
Γιάννης Στουρνάρας.
Όπως είπε «η ποιότητα
των εποπτικών ιδίων
κεφαλαίων των ελληνικών
τραπεζών παραμένει
χαμηλή, καθώς τον Ιούνιο
του 2024 οι οριστικές
και εκκαθαρισμένες
αναβαλλόμενες
φορολογικές απαιτήσεις
(Deferred Tax Credits –
DTCs) ανέρχονταν σε 12,5
δισεκ. ευρώ,
αντιπροσωπεύοντας το
50,5% των Κεφαλαίου
Κοινών Μετοχών της
Κατηγορίας 1 -Common
Equity Tier 1-, από
53,5% το Δεκέμβριο του
2023».
Στο πλαίσιο αυτό,
πρόσθεσε, «για την
ταχύτερη επίλυση του
προβλήματος αυτού,
δρομολογούνται ήδη
λύσεις».
Το αντάλλαγμα
Το αντάλλαγμα που θέλουν
οι ελληνικές τράπεζες
είναι η πλήρης
απελευθέρωση της
μερισματικής τους
πολιτικής.
Υπενθυμίζεται ότι για τη
χρήση του 2023
επιστράφηκε στους
μετόχους το 25% περίπου
του καθαρού
αποτελέσματος, ενώ για
εφέτος έχει τεθεί στόχος
να αυξηθεί το ποσοστό
αυτό στο 40%.
Για τη διετία 2025 –
2026 οι τραπεζικές
διοικήσεις ευελπιστούν
σε περαιτέρω ενίσχυσή
του, πάντα με το πράσινο
φως της Φρανκφούρτης,
στην περιοχή του 50%.
Κι αυτό όμως το ποσοστό,
σε σχέση με τα ευρωπαϊκά
πιστωτικά ιδρύματα είναι
χαμηλό.
Τελικός στόχος είναι
κάθε χρόνο να μπορούν να
εξασφαλίζουν διανομές
της τάξης του 70%, που
θα περιλαμβάνουν τόσο
επιστροφή σε μετρητά,
όσο και επαναγορές ιδίων
μετοχών.
Η προϋπόθεση
Προϋπόθεση ωστόσο για να
συμβεί αυτό, είναι να
αποσβεστεί πλήρως ή στο
μεγαλύτερο μέρος του ο
αναβαλλόμενος φόρος σε
λίγα χρόνια από σήμερα.
Με την εναλλακτική που
συζητείται με τον
εποπτικό βραχίονα της
ΕΚΤ, αυτό θα μπορούσε να
συμβεί έως και τις αρχές
της δεκαετίας του 2030.
Από την άλλη, λύσεις που
εμπλέκουν το κράτος στην
όλη διαδικασία,
αποκλείονται σε κάθε
περίπτωση, σύμφωνα με
κορυφαία τραπεζική πηγή.
Άλλωστε, όπως
επισημαίνει, το πρόβλημα
με το DTC σχετίζεται με
το γεγονός ότι ενισχύει
τη σύνδεση του
τραπεζικού τομέα με το
κράτος. Κι αυτό αποτελεί
ένα από τα σημαντικότερα
ζητήματα που
προβληματίζει τον SSM.
«Άρα οποιοδήποτε σενάριο
αντικατάστασής του με
άλλους κρατικούς
τίτλους, είναι εξ
ορισμού ανεδαφικό»,
σχολιάζει η ίδια πηγή,
προσθέτοντας ότι «οι
μνήμες από την τραπεζική
κρίση που προκάλεσε το
κούρεμα του ελληνικού
δημόσιου χρέους στις
αρχές της περασμένης
δεκαετίας είναι ακόμη
νωπές».
Τα πλεονεκτήματα
Ακόμη πάντως κι αν δεν
υπάρξει κάποια λύση προς
την κατεύθυνση
επιτάχυνσης της
απόσβεσης του DTC, δεν
σημαίνει ότι θα πρέπει
κατ΄ ανάγκη να βάλουν
στο συρτάρι τα σχέδια
για γενναιόδωρη
νομισματική πολιτική οι
διοικήσεις των ελληνικών
τραπεζών.
Κι αυτό διότι
παρουσιάζουν μία σειρά
από πλεονεκτήματα, που
τις καθιστούν ιδιαίτερα
ανθεκτικές.
Συγκεκριμένα, εφόσον
συνεχίσουν να
αποδεικνύουν ότι η
κερδοφορία τους είναι
βιώσιμη σε βάθος χρόνου
και ειδικά κατά την
περίοδο επαναφοράς του
κόστους χρήματος σε
χαμηλά επίπεδα και πως
είναι σε θέση να
διατηρούν κεφαλαιακά
μαξιλάρια, δύσκολα ο SSM
θα μπλοκάρει πιο υψηλές
επιστροφές κεφαλαίου
στους μετόχους.
Αυτό έχει δείξει και η
στάση που έχει τηρήσει
σε άλλες τράπεζες της
Νοτίου Ευρώπης, που
επιβράβευσαν τους
μετόχους τους με υψηλές
πληρωμές, παρ΄ ότι η
συμμετοχή του DTC στα
κεφάλαιά τους δεν ήταν
χαμηλή. |