Στις 11 Σεπτεμβρίου 2024
έγινε γνωστό ότι η
ιταλική UniCredit
απέκτησε μερίδιο 9% στη
γερμανική Commerzbank αποκτώντας
σχεδόν το ήμισυ των
μετοχών της τράπεζας που
διέθεσε στην αγορά η
γερμανική κυβέρνηση.
Την περασμένη Δευτέρα
έγινε γνωστό ότι η
UniCredit είχε αποκτήσει
ήδη επιπλέον μερίδιο
11,5% της Commerzbank,
ανεβάζοντας τη συμμετοχή
της στη γερμανική
τράπεζα στο 21% και
σπέρνοντας τον πανικό
στο Βερολίνο.
Στελέχη της κυβέρνησης
του Ολαφ Σολτς και
πολιτικοί από όλα τα
κόμματα της Γερμανίας
είχαν εξαρχής εκφράσει
την ανησυχία τους για
τις αναπάντεχες
εξελίξεις στο λιμνάζον,
ατάραχο και αδιαφανές
τραπεζικό τοπίο της
χώρας. Εντάξει, η
UniCredit έχει σχεδόν τη
διπλάσια κερδοφορία από
την Commerzbank.
Εχει και υπερτριπλάσια
χρηματιστηριακή αξία (67
δισ. ευρώ έναντι 20).
Αλλά είναι μια τράπεζα
που εδρεύει σε μια χώρα
που έχει δημόσιο χρέος
140% του ΑΕΠ.
Ευλόγως υποψιάζεται
κανείς ότι πρώτο
καμπανάκι του συναγερμού
ήχησε στο Βερολίνο λόγω
των γερμανικών
προκαταλήψεων έναντι του
ευρωπαϊκού Νότου.
Οικονομίες κλίμακος με
απολύσεις προσωπικού
Το δεύτερο καμπανάκι
ήχησε για λόγους
συντεχνιακούς. Διότι
εκτός από τη γερμανική
πολιτική τάξη που
χαρακτήρισε «μη φιλική»
την κίνηση της
UniCredit, σφόδρα
ανησύχησε και το
μεγαλύτερο γερμανικό
συνδικάτο των υπαλλήλων,
Verdi.
Η ανησυχία του
πανίσχυρου συνδικάτου –
είναι το αντίστοιχο του
IG Metall στον κλάδο των
υπηρεσιών – έχει να
κάνει με τη βεβαιότητα
ότι μια πλήρης
συγχώνευση των τραπεζών
θα επέφερε τις διαβόητες
για τους εργαζομένους
(αλλά παγίως σκοπούμενες
από μάνατζερ και
μετόχους) «οικονομίες
κλίμακος». Θα έφερνε
δηλαδή απολύσεις
προσωπικού. «Στους
μεγάλους
επιχειρηματικούς ομίλους
η πρόσθεση ένα συν ένα
δεν έχει άθροισμα
δύο» δήλωσε στους
«Financial Times»
στέλεχος της ίδιας της
Commerzbank.
Επιπλέον, μείζων φόβος
των Γερμανών (πολιτικών,
συνδικαλιστών και
εργαζομένων) είναι η
πιθανή καταστροφική
επίπτωση που θα έχει η
«αλλοίωση της
φυσιογνωμίας» της
Commerzbank για τις
εγχώριες μικρομεσαίες
επιχειρήσεις και κατ’
επέκταση για τη
γερμανική οικονομία και
την ίδια την κοινωνία.
Διότι η Commerzbank
είναι ο μεγαλύτερος
πιστωτής των
μικρομεσαίων
επιχειρήσεων της
Γερμανίας, που αποτελούν
τη ραχοκοκαλιά της
μεγαλύτερης οικονομίας
της Ευρώπης. Στο
πελατολόγιό της έχει
περισσότερες από 25.000
μεσαίου μεγέθους
επιχειρήσεις και είναι
παρούσα στο 30% του
εξαγωγικού εμπορίου της
χώρας.
Το μεταβατικό στάδιο και
η «γερμανικότητα»
Εχοντας επίγνωση των
γερμανικών εμμονών, ο
διευθύνων σύμβουλος της
UniCredit Αντρέα Ορσέλ
με μια καθησυχαστική
δήλωσή του διαβεβαίωσε
ότι ο ίδιος δεν έχει
καμία πρόθεση να
συμμετάσχει στο
διοικητικό συμβούλιο της
Commerzbank, το 12% της
οποίας εξακολουθεί να
κατέχει η γερμανική
κυβέρνηση ως «κατάλοιπο
της διάσωσής της το
2008».
Σε κάθε περίπτωση, οι
«Financial Times»
εκτιμούν ότι ένα
μεταβατικό στάδιο της
συμφωνίας θα μπορούσε να
είναι η πώληση της
HypoVereinsbank, της
γερμανικής θυγατρικής
της UniCredit, στην
Commerzbank. «Μια τέτοια
κίνηση θα ήταν πιο
αποδεκτή πολιτικά στη
Γερμανία, καθώς η
Commerzbank θα
διατηρούσε τη
«γερμανικότητά» της ενώ
η UniCredit θα ήταν ο
βασικός μέτοχος σε
αυτήν» εκτιμά η
εφημερίδα.
Χειροκροτούν με το
βλέμμα στην ενοποίηση
Τις γερμανικές
επιφυλάξεις δεν
συμμερίζονται πάντως
ούτε οι αγορές ούτε η
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα ούτε οι εταίροι
στις Βρυξέλλες.
Κατ’ αρχάς το πρώτο
δεκαήμερο μετά την
είδηση ότι η UniCredit
μπήκε δυναμικά στο
μετοχικό κεφάλαιο της
Commerzbank η μετοχή της
πρώτης ενισχύθηκε κατά
5%, ενώ της δεύτερης
εκτινάχθηκε κατά 24%
υψηλότερα.
Εξάλλου στη Φρανκφούρτη,
όπου εδρεύει η ΕΚΤ, τα
αισθήματα είναι εκ
διαμέτρου αντίθετα με
εκείνα που επικρατούν
στο Βερολίνο.
Η ίδια η Κριστίν
Λαγκάρντ δεν έκρυψε τον
ενθουσιασμό της για την
προοπτική μιας μεγάλης
τραπεζικής συμφωνίας που
θα προωθήσει τον
πολυπόθητο στόχο της
ενοποίησης του
ευρωπαϊκού τραπεζικού
τομέα.
Ανάλογα αισθήματα
ικανοποίησης επικρατούν
και στις Βρυξέλλες,
λίγες ημέρες αφότου ο
«σωτήρας του ευρώ» Μάριο
Ντράγκι δημοσιοποίησε
την περιλάλητη έκθεσή
του για την τόνωση της
ανταγωνιστικότητας της
ευρωοικονομίας.
Δεν είναι βιώσιμο το
«εθνικιστικό» μοντέλο
Εξήγησε διεξοδικά ο
«Σούπερ Μάριο» ότι με
κατακερματισμένο τον
ευρωπαϊκό επιχειρηματικό
και τραπεζικό τομέα και
με τη φροντίδα των
ευρωπαϊκών κυβερνήσεων
να δημιουργούν, να
συντηρούν και να
πριμοδοτούν τους
λεγόμενους «εθνικούς
πρωταθλητές», η ΕΕ δεν
έχει καμία τύχη στη
διεθνή σκηνή.
Είναι προφανές ότι το
απολύτως «εθνικιστικό»
μοντέλο των 1.700 και
πλέον τοπικών και
συνεταιριστικών τραπεζών
που λειτουργούν στη
Γερμανία δίχως κανέναν
εποπτικό έλεγχο από την
ΕΚΤ δεν είναι βιώσιμο
στον 21ο αιώνα των
ανηλεών ανταγωνισμών
ακόμα και μεταξύ
γεωστρατηγικών συμμάχων,
όπως είναι οι ΗΠΑ με την
ΕΕ. Ενίσχυση του
προστατευτισμού πρότεινε
ο Ντράγκι, αλλά σε
κοινοτικό, ευρωπαϊκό
επίπεδο. Οχι σε εθνικό.
Αντρέα Ορσέλ: Λυτρωτικό
σενάριο για τον μάνατζερ
Θα έλεγε κανείς ότι ο
αρχιτέκτονας και ιθύνων
νους της δυναμικής
συμμετοχής της UniCredit
στην Commerzbank Αντρέα
Ορσέλ έπιασε το νήμα από
εκεί που το είχε αφήσει
πριν από 17 ολόκληρα
χρόνια. Το 2007 ο
σημερινός μάνατζερ της
ιταλικής τράπεζας ήταν ο
ενορχηστρωτής της
προηγούμενης «μεγάλης
τραπεζικής συμφωνίας».
Ως σύμβουλος, τότε, της
αμερικανικής Merrill
Lynch, σχεδίασε και
οργάνωσε την εξαγορά της
ολλανδικής ABN Amro από
τη βρετανική Royal Bank
of Scotland.
Ηταν ένα εξόχως φιλόδοξο
σχέδιο το οποίο, πέρα
από την πολυπλοκότητά
του καθώς η ολλανδική
τράπεζα θα «έσπαγε» στα
δύο, είχε την ατυχία να
δρομολογηθεί σε μια
απολύτως αρνητική
συγκυρία, αφού το
καλοκαίρι της χρονιάς
εκείνης «έσκασαν» δύο
αμοιβαία κεφάλαια στις
ΗΠΑ που υπήρξαν η
θρυαλλίδα της παγκόσμιας
χρηματοπιστωτικής
κρίσης. Η
ολλανδοβρετανική
τραπεζική συμφωνία έληξε
άδοξα, με την κυβέρνηση
του Λονδίνου να προχωρεί
σε μια «ντροπιαστική
διάσωση της RBS, που
ήταν τότε η μεγαλύτερη
σε ενεργητικό τράπεζα
στον κόσμο», όπως γράφει
ο Πάτρικ Τζένκινς στους
«Financial Times».
Ως διευθύνων σύμβουλος
της UniCredit πλέον, ο
ηλικίας 61 ετών
τραπεζίτης πρωταγωνιστεί
στη νέα, έπειτα από τόσα
χρόνια, προσπάθεια για
μια μεγάλη διασυνοριακή
τραπεζική συμφωνία στην
Ευρώπη. Ενα «ντιλ» που
θα ήταν «λυτρωτικό για
τον Ορσέλ, ο οποίος δεν
διακρίνεται τόσο για τις
τεχνοκρατικές δεξιότητες
και την αποφασιστικότητά
του όσο για την πανούργα
γοητεία του», όπως
γράφει ο αρθρογράφος των
«FT» και πρώην
ανταποκριτής, επί δύο
δεκαετίες, της
βρετανικής εφημερίδας
στη Φρανκφούρτη. |