Σύμφωνα με τη στήλη του
Reuters, το
BreakingViews, τα
τελευταία δύο χρόνια
έχει αναδυθεί το εξής
ερώτημα: βιώνουμε σε
πλήρη βαθμό την
επιχειρηματική απληστία
ή οι εταιρείες έχουν
επιτύχει μια υγιή
ισορροπία μετά τη
ραγδαία άνοδο στο κόστος
διαβίωσης, τα στεγαστικά
δάνεια, τα κόστη της
παραγωγής και τους
μισθούς; Το «ζουμί»
αυτής της ερώτησης
σχετίζεται με την
εκτίναξη των εταιρικών
αποτελεσμάτων μετά την
πανδημία και τους
πολέμους στην ευρωπαϊκή
γειτονιά.
Και το 2021 και το 2022,
μια ομάδα τουλάχιστον
700 μεγάλων εταιρειών
κατέγραψαν αθροιστικά
έκτακτα κέρδη άνω του 1
τρισ. δολαρίων, δηλαδή
10% πάνω από τον
αντίστοιχο μέσο όρο της
προηγούμενης τετραετίας.
Δεδομένου ότι οι τιμές
ενέργειας και τροφίμων
εκτινάχθηκαν και η
ζήτηση για φάρμακα
ενισχύθηκε, ήταν
αναμενόμενο οι εταιρείες
των σχετικών κλάδων να
σημειώνουν
αποτελέσματα-ρεκόρ. Ωστόσο,
δεν είναι οι μοναδικές
εταιρείες που
ευνοήθηκαν.
Η άνοδος της κερδοφορίας
των επιχειρήσεων
συνέβαλε κατά σχεδόν 50%
στην επιτάχυνση του
πληθωρισμού στην
Ευρωζώνη από την αρχή
του 2022, σύμφωνα με το
ΔΝΤ. Το κόστος εργασίας
συνέβαλε μόλις 25% στην
άνοδο των τιμών, σε μια
περίοδο κατά την οποία ο
πληθωρισμός στο μπλοκ
άγγιξε το δυσθεώρητο
10,6%.
Η τάση ήταν παρόμοια και
στις ΗΠΑ: τα εταιρικά
κέρδη ως μερίδιο του
ακαθάριστου εγχώριου
εισοδήματος άγγιξαν το
υψηλότερο επίπεδο από το
1966 και το 2021 και το
2022, όσο ο πληθωρισμός
κορυφώθηκε στο 9,1% από
1,4%.
Τα εταιρικά κέρδη πρέπει
να πέσουν
Το γεγονός ότι οι
επιχειρήσεις επαίρονταν
για τα κέρδη τους όσο
εκατομμύρια άνθρωποι
πέθαιναν από την
Covid-19 και εκατομμύρια
ακόμα δυσκολεύονταν να
πληρώσουν τους
λογαριασμούς τους
αναπόφευκτα προκάλεσε
αντιδράσεις. Ορισμένοι
πολιτικοί κατηγόρησαν
τις εταιρείες για τις
ανατιμήσεις. Η Oxfam
μίλησε για αισχροκέρδεια
και άσκησε πιέσεις για
υψηλότερη φορολογία, ενώ
η ελληνική κυβέρνηση
προσπάθησε να
προστατεύσει τους
καταναλωτές,
επιβάλλοντας πλαφόν
κερδοφορίας σε βασικά
προϊόντα σύμφωνα με τις
τιμές του 2021,
σημειώνει το Reuters.
Τώρα, οι κεντρικές
τράπεζες βουτούν σε
πολιτικά ταραγμένα νερά.
Αν και ο πληθωρισμός
έχει υποχωρήσει, η
αύξηση των μισθών
ξεκίνησε μετά από μια
μεγάλη περίοδο
στασιμότητας. Η Lagarde,
ο Powell και ο
επικεφαλής της Τράπεζας
τη Αγγλίας, Andrew
Bailey, έχουν
προειδοποιήσει ότι οι
υψηλότεροι μισθοί μπορεί
να αναζωπυρώσουν τον
πληθωρισμό, εκτός εάν οι
επιχειρήσεις και οι
μέτοχοί τους σηκώσουν
κάποιο βάρος.
Η Lagarde ήταν η πιο
κατηγορηματική, ζητώντας
επανειλημμένως από τις
επιχειρήσεις να
«απορροφήσουν» την άνοδο
των μισθών. Το μήνυμα
ήταν σαφές: προτού
μειωθούν τα επιτόκια, οι
αξιωματούχοι θέλουν να
δουν χαμηλότερα εταιρικά
κέρδη. Οι CEOs φαίνεται
πως ακούνε με προσοχή.
Στην Ευρωζώνη, το
μερίδιο της ακαθάριστης
προστιθέμενης αξίας
(ΑΠΑ) από εταιρείες
εκτός του
χρηματοπιστωτικού τομέα
υποχώρησε κατά σχεδόν 2
ποσοστιαίες μονάδες στο
40,2% το τρίτο τρίμηνο
του 2023 από τα μέσα του
2021.
Ένας σημαντικός λόγος
είναι ότι τα κέρδη ανά
μονάδα μειώνονται, ενώ
τα προηγούμενα χρόνια
είχαν εκτιναχθεί. Για
παράδειγμα, η Unilever,
υπό την ομπρέλα της
οποίας παράγονται πολλά
brands από τη Vaseline
μέχρι την Knorr, είχε
λειτουργικό περιθώριο
18,5% το 2020. Μέχρι το
2023 έπεσε κάτω από το
17%. Αντίστοιχη ήταν η
εικόνα και στη Shell,
όπου το λειτουργικό
περιθώριο εκτινάχθηκε
από 10% το 2021 στο 16%
το 2022, προτού
προχωρήσει ξανά περίπου
στο 12% πέρυσι.
Στις ΗΠΑ, η μάχη
εναντίον του πληθωρισμού
της απληστίας δεν ήταν
εξίσου επιτυχημένη.
Δεδομένου ότι η ανάπτυξη
της οικονομίας είναι
ισχυρή και ο πληθωρισμός
τρέχει υψηλότερα από τον
στόχο του 2%, η υψηλή
κερδοφορία μπορεί να
καθυστερήσει την μείωση
των επιτοκίων από τη
Fed.
Βέβαια, η εικόνα στην
αμερικανική αγορά είναι
διαφορετική εάν
αφαιρέσει κανείς τις
λεγόμενες «Magnificent
Seven», τις επτά
εταιρείες τεχνολογίας με
τεράστια κεφαλαιοποίηση,
οι οποίες έχουν υψηλές
επιδόσεις και περαιτέρω
προοπτικές εκρηκτικής
ανάπτυξης. Το ίδιο
ισχύει και για
ορισμένους κολοσσούς
στην Ευρώπη, όπως η
LVMH, υπό την οποία
υπάγονται brands από
Christian Dior μέχρι το
κονιάκ Hennessy.
Συνολικά, όμως, το
λειτουργικό περιθώριο
των εισηγμένων στον
πανευρωπαϊκό δείκτη
STOXX 600 αναμένεται να
συρρικνωθεί στο 8,5% στο
τέλος του 2024 από
περίπου 9,8% τώρα,
σύμφωνα με αναλυτές της
Bank of America. Είτε ο
Powell, η Lagarde και ο
Baily είναι
διατεθειμένοι να το πουν
ξεκάθαρα είτε όχι, αυτή
είναι η πτώση που θέλουν
να δουν.
Μάλιστα, σύμφωνα με το
BreakingViews, είναι
πιθανό να διατηρήσουν τα
επιτόκια σε υψηλό
επίπεδο μέχρι να δουν
«ρωγμές» στην εταιρική
κερδοφορία.
Πηγή: Reuters |