Για την ώρα, «τρέχουμε
για να μείνουμε
ακίνητοι», εξηγεί η
Morgan Stanley
(την
έκθεση παρουσιάζει το
MR),
καθώς τα δημοσιονομικά
ελλείμματα συνεχίζουν να
μειώνονται από τα
επίπεδα όπου έφτασαν
κατά τη διάρκεια της
πανδημίας.
Την περίοδο του
κορωνοϊού, ο δείκτης
χρέους/ΑΕΠ για τις
περισσότερες
ανεπτυγμένες οικονομίες
εκτινάχθηκε, ως
αποτέλεσμα τόσο του
αριθμητή όσο και του
παρονομαστή: Η
δημοσιονομική επέκταση
οδήγησε το χρέος
υψηλότερα, καθώς το ΑΕΠ
συρρικνώθηκε.
Η ανάκαμψη από την ύφεση
της πανδημίας έφερε
μια
επίφαση ισορροπίας,
καθώς η υψηλή αύξηση του
ΑΕΠ, με τη βοήθεια και
της εκτίναξης του
πληθωρισμού, αναίρεσε σε
κάποιο βαθμό την
μεταβολή του
παρονομαστή.
Τώρα, καθώς ο
πληθωρισμός μετριάζεται
και η ανάπτυξη
επιβραδύνει, ο αριθμητής
–δηλαδή το επίπεδο του
χρέους-
θα βρεθεί και πάλι στο
προσκήνιο, εκτιμά η
Morgan Stanley.
Οι αναλυτές του οίκου
εξηγούν ότι δεν είναι
πια τόσο εύκολο να
εντοπιστεί το όριο που
διαχωρίζει ένα χρέος που
είναι «καλοήθες» για την
οικονομία από εκείνο που
την οδηγεί στην
καταστροφή. Και αυτό
γιατί στις αναδυόμενες
χώρες, για παράδειγμα,
τα επίπεδα του χρέους
έχουν αυξηθεί σε επίπεδα
τα οποία ιστορικά
θεωρούνται προβληματικά,
και όμως οι οικονομίες
αυτές παραμένουν σχετικά
σταθερές.
Παρόλα αυτά, η
Morgan Stanley
προειδοποιεί ότι οι
ανεπτυγμένες οικονομίες
θα οδηγηθούν σε ένα
σημείο καμπής, όπου το
κόστος εξυπηρέτησης του
χρέους τους θα αρχίσει
να εκτινάσσεται, καθώς
με μέση ωρίμανση μεταξύ
5 και 10 ετών, τα χρέη
εξακολουθούν να
επανατιμολογούνται,
έπειτα από μία δεκαετία
χαμηλών ή και αρνητικών
επιτοκίων.
Σύμφωνα με τους
υπολογισμούς του οίκου,
οι δαπάνες για τόκους θα
αυξηθούν παγκοσμίως από
το 2,5% του ΑΕΠ στο 3,5%
κατά μέσο όρο έως το
τέλος της δεκαετίας.
Έχοντας εξετάσει τα
επίπεδα του πρωτογενούς
ελλείμματος που
απαιτούνται για να
σταματήσουν να
αυξάνονται τα χρέη, η
Morgan Stanley
διαπίστωσε ότι οι
περισσότερες χώρες
εμφανίζουν αυτή τη
στιγμή πολύ μεγαλύτερα
ελλείμματα.
Το χάσμα είναι πιο
μεγάλο σε κάποιες από
τις χώρες με τα
υψηλότερα επίπεδα
χρέους, όπως οι ΗΠΑ, η
Γαλλία και το Ηνωμένο
Βασίλειο, επισημαίνουν
οι αναλυτές. Η «άσκηση»
την οποία «έτρεξε» ο
οίκος δείχνει ότι για να
σταθεροποιήσουν το χρέος
τους, αυτές οι χώρες
χρειάζονται πρωτογενή
ελλείμματα κοντά ή και
χαμηλότερα από τα
προ-κορωνοϊού επίπεδα
μέσα στα επόμενα 1-2
χρόνια.
Μάλιστα, η
Morgan Stanley εκφράζει
ιδιαίτερη ανησυχία για
τη Γαλλία. «Ως η δεύτερη
μεγαλύτερη οικονομία της
Ευρωζώνης και μια βασική
πολιτική δύναμη της
Ευρώπης, η σοβαρή
αμφισβήτηση της
δημοσιονομικής
σταθερότητάς της θα
μπορούσε να έχει
ευρύτερες επιπτώσεις»,
αναφέρει χαρακτηριστικά.
Και αυτό, καθώς το χρέος
της Γαλλίας ξεπέρασε
εκείνο της Ισπανίας, αν
και παραμένει χαμηλότερο
από αυτό της Ιταλίας, το
οποίο
πλησιάζει
το 140% του ΑΕΠ.
Η περίπτωση της Ιταλίας,
η οποία αντιμετωπίζει
ανησυχίες για τη
δημοσιονομική της θέση
εδώ και δεκαετίας,
δείχνει ότι δεν υπάρχει
ένα απλό όριο για να
οριστεί το πότε ένα
χρέος είναι
καταστροφικό. Παρόλα
αυτά, η
Morgan Stanley
υπολογίζει ότι η Ιταλία
θα χρειαζόταν πρωτογενές
πλεόνασμα για να
σταθεροποιήσει το χρέος
της και θυμίζει ότι μετά
την παγκόσμια
χρηματοοικονομική κρίση
και πριν την πανδημία, η
χώρα εμφάνιζε πρωτογενές
πλεόνασμα 1,5% κατά μέσο
όρο.
Το Ηνωμένο Βασίλειο
είναι η χώρα που
χρειάζεται το υψηλότερο
πρωτογενές πλεόνασμα για
να σταθεροποιήσει το
χρέος της, καθώς σύμφωνα
με τους υπολογισμούς της
Morgan Stanley,
χρειάζεται πλεόνασμα στο
1-2% του ΑΕΠ για να
διατηρήσει σταθερό το
χρέος στο 100%. «Το
επεισόδιο του
Σεπτεμβρίου/Οκτωβρίου
του 2022 (όταν η αγορά
των βρετανικών ομολόγων
αντέδρασε αρνητικά στο
προτεινόμενο
δημοσιονομικό σχέδιο της
Truss),
δείχνει ότι οι
δημοσιονομικές εξελίξεις
μπορούν εύκολα να
οδηγήσουν την αγορά να
εστιάσει
στη βιωσιμότητα του
χρέους», καταλήγουν οι
αναλυτές της
Morgan Stanley. |