Η παραπάνω συνθήκη
αποτυπώθηκε γλαφυρά στις
αρνητικές αποδόσεις όλων
των χρηματιστηριακών
δεικτών. Ενδεικτικά, ο
μεγαλύτερος σε κεφ/ση
S&P500 σημείωσε
σωρευτικές απώλειες 7%
σε μόλις τρεις ημέρες
και ο σταθμισμένος στους
τεχνολογικούς κολοσσούς
Nasdaq Composite 11% στο
εξεταζόμενο διάστημα,
ενώ και η υψηλή
συναλλακτική
δραστηριότητα που
συνόδευε την πτώση
στραγγάλιζε οποιαδήποτε
αισιόδοξη προσπάθεια.
Οι παράγοντες που
αναδείχθηκαν
Οι εν λόγω αφορμές
αναλύθηκαν εδώ, ωστόσο
καμία εξ αυτών δεν έχει
ισχυρό λογικό έρεισμα
για τη συνέχεια.
Περιληπτικά, πρώτον η
ενδεχόμενη ανάφλεξη της
γεωστρατηγικής κρίσης
στη Μ. Ανατολή
προσέκρουσε στην
«απάθεια» της τιμής του
αργού πετρελαίου, που σε
άλλη περίπτωση θα είχε
εκτοξευτεί˙ δεύτερον, τα
ανησυχητικά
μακροοικονομικά των ΗΠΑ,
κυρίως από το μέτωπο της
αγοράς εργασίας και οι
επίσης ανησυχητικές
δηλώσεις των
αξιωματούχων της Fed
περί υφεσιακών κινδύνων
ή/και στασιμοπληθωρισμό
αναθεωρήθηκαν γρήγορα
στις επόμενες ημέρες από
τους ίδιους (;)˙ τρίτον,
η προβληματική της
εκρηκτικής ανατίμησης
του γιεν και η συν αυτώ
πιθανή δυστοκία στην
κάλυψη του αμερικανικού
χρέους αποδυναμώθηκε από
την πολύ στιβαρή
συμπεριφορά στην αγορά
κρατικών ομολόγων των
ΗΠΑ.
Τα νέα δεδομένα
Έτι περαιτέρω, θα ήταν
άκομψο έως και
επικίνδυνο να
υποστηριχτεί με αφέλεια
ότι «μια τέτοιας έκτασης
πτώση ήταν ευκαιρία για
αγορές σε χαμηλότερες
τιμές», καθότι δεν
εμφαίνεται μια τέτοια
απευθείας σχέση: άλλες
φορές μια πτώση
συνεχίζεται, κι άλλες
όχι. Η έκβαση θα κριθεί
από πλείονες παράγοντες
και ειδικές, κατά
περίπτωση, συνθήκες.
Σε κάθε περίπτωση, η
«ευκαιρία» σε τέτοια
απότομα πτωτικά σκέλη εν
μέσω κραταιάς ανοδικής
κίνησης βρίσκεται στην
αναγνώριση των τίτλων
που είχαν και την πιο
ενδιαφέρουσα
συμπεριφορά.
Ειδικότερα, ένας
πεπειραμένος επενδυτής
που παρακολουθεί συχνά
(όχι απαραίτητα
μανιωδώς) τις αγορές,
έχει ήδη στο μυαλό του
τη στρατηγική του, την
ανοχή στον κίνδυνο και
μια ενδεικτική «λίστα»
με μετοχές που τον
ενδιαφέρουν, είτε τις
κατέχει είτε θα ήθελε να
τις κατέχει. Κι έτσι,
μια τέτοια αναταραχή
επιβεβαιώνει ότι οι
μετοχές του παραμένουν
«καλές» αν ανθίστανται
στις ρευστοποιήσεις ή
όχι, ώστε να συνεχίσει
να τις προτιμά ή να
προβεί σε αναδιάρθρωση
της λίστας του.
Εξαιρώντας το γιεν από
την πρώτη και το χρυσάφι
από τη δεύτερη, οι
μεγάλες αυτές αγορές δεν
επηρρεάστηκαν από το
sell off στις μετοχές
Προσέτι, τέτοιου είδους
αναταραχές δίδουν και
μια καλή εικόνα για την
ευαισθησία των επενδυτών
σε θετική ή αρνητική
ειδησεογραφία. Πράγματι,
διατείνεται πως όσο
μεγαλύτερη η ευαισθησία
των επενδυτών, τόσο πιο
«ζωντανή» είναι η
επενδυτική κοινότητα,
ενώ παράλληλα η ένταση
της αντίδρασης σε αυτήν
την ειδησεογραφία (όπως
η πρόσφατη, πολύ μεγάλη)
μαρτυρά και την
κρισιμότητα των
γεγονότων από τη σκοπιά
των επενδυτών.
Άλλο είναι το ζήτημα της
«αδιαφορίας» στις αγορές
συναλλάγματος,
εμπορευμάτων και
ομολόγων.
Εξαιρώντας το γιεν από
την πρώτη και το χρυσάφι
από τη δεύτερη, οι
μεγάλες αυτές αγορές δεν
επηρρεάστηκαν από το
sell off στις μετοχές.
Τούτο δε επιρρωνύει και
την αρχικά αναφερθείσα
παρατήρηση ότι προσώρας
δεν υπάρχει
δικαιολογητική βάση για
συνέχιση της πτώσης
εξαιτίας των τριών
παραγόντων.
Όσον αφορά στο γιεν,
προφανώς η ανατίμηση
σχετίζεται με την
απόφαση της εκείθεν
Κεντρικής Τράπεζας. Δεν
θα μπορούσε άλλωστε να
μην συσχετισθεί, καθώς
εξαρχής η παρέμβαση των
Ιαπώνων αφορά την έως
πρότινος κατάρρευση του
εγχώριου νομίσματος.
Και σε ό, τι αφορά το
χρυσάφι, τα -εκθετικά-
ιστορικά του υψηλά
έπρεπε να έχουν ήδη
έρθει πολύ νωρίτερα,
όταν ο πληθωρισμός στα
μεγάλα οικονομικά
συστήματα απειλούσε σε
επίσης
ιστορικά-υπερπολυετή
υψηλά, διότι ο ίδιος ο
χαρακτήρας του πολύτιμου
μετάλλου είναι
παραδοσιακά
αντιπληθωριστικός.
Τέλος, και ίσως
σημαντικότερο όλων, η
τιμή του αργού
πετρελαίου παρέμεινε
στάσιμη, και μάλιστα σε
χαμηλά επίπεδα έτους, εν
μέσω ανησυχιών για
στρατιωτική επέμβαση στα
ταλαιπωρημένα εδάφη της
Μ. Ανατολής. Κάτι που
επιβεβαιώνει ότι δεν
υφίσταται άμεση απειλή
από εκεί, τουλάχιστον
μέχρι νεοτέρας.
Η συνέχεια
Σχετικά με τις μετοχικές
αγορές, πιθανόν
να συνεχίσουν δυνατές
στις περισσότερες
περιπτώσεις και κυρίως
στις ΗΠΑ, για δύο
βασικούς λόγους: πρώτον,
τα ισχυρά οικονομικά
αποτελέσματα των
εισηγμένων. Δεν πρέπει
να αμελείται, εξάλλου,
ότι βρισκόμαστε σε
περίοδο ανακοινώσεων
αποτελεσμάτων β’
τριμήνου των εισηγμένων
στις ΗΠΑ, με τους
αναλυτές να δίνουν νέο,
ανώτερο του α’ τριμήνου
στόχο για μεσοσταθμικό
+9% YoY, ενώ μέχρι
στιγμής ήδη το 1/4 των
εισηγμένων που έχουν
ανακοινώσει, έχουν
εκπλήξει θετικά την
αγορά.
Δεύτερον, η αναμενόμενη
έναρξη μειωτικού κύκλου
επιτοκίων, που ίσως
αποσυμφορήσει το κόστος
δανεισμού σε
επιχειρήσεις και κράτος.
Η μεσοπρόθεσμη πορεία,
δε, θα εξαρτηθεί από την
αντίδραση των
μακροοικονομικών στις
παρεμβάσεις της Fed,
ώστε να θεωρείται πως
εφόσον μειωθεί περαιτέρω
ο πληθωρισμός και
αποσυμφορηθεί -ή έστω
παραμέινει στάσιμη- η
αγορά εργασίας, τα
επιτόκια θα συνεχίσουν
πτωτικά επί μακρόν, και
ίσως σταθεροποιηθούν σε
χαμηλά επίπεδα.
Για τα ομόλογα παραμένει
ισχυρή η θεωρία της
αποτίμησης σε υψηλότερες
τιμές, ανάλογα την
έκδοση, καθώς τα
επιτόκια αναφοράς στις
μεγάλες οικονομίες θα
βαίνουν μειούμενα
Οίκοθεν νοείται ότι η
μεταβλητότητα θα
παραμείνει υψηλή, ελέω
προεκλογικής περιόδου,
με τη νέα μεταβλητή να
είναι η Harris (αντί του
απερχόμενου Biden) και η
ισχυροποίηση της
εκλογικής βάσης της, που
πολλαπλασιάζει την
αβεβαιότητα για το
αποτέλεσμα των εκλογών.
Η γεωγραφική στόχευση
είναι ευρεία. Από τις
ΗΠΑ και επιλεγμένους
ευρωπαϊκούς προορισμούς,
ως την Ελλάδα μας, της
οποίας η χρηματαγορά
παραμένει εξαιρετικά
ελκυστική, για πλείονες
λόγους, με κορωνίδα την
ανάκτηση της επενδυτικής
βαθμίδας.
Οι κλάδοι που έχουν
προτεραιότητα είναι η
τεχνολογία-πληροφορική,
τηλεπικοινωνίες,
χρηματοοικονομικά,
ακίνητη περιουσία,
καταναλωτικά αγαθά και
ενέργεια με έμφαση στις
ΑΠΕ.
Όσον αφορά στα ομόλογα,
παραμένει ισχυρή η
θεωρία της αποτίμησης σε
υψηλότερες τιμές,
ανάλογα την έκδοση,
καθώς τα επιτόκια
αναφοράς στις μεγάλες
οικονομίες θα βαίνουν
μειούμενα.
Με απλά λόγια, όσο τα
επιτόκια των Κεντρικών
Τραπεζών θα μειώνονται,
τόσο οι τιμές στη
δευτερογενή αγορά θα
αυξάνονται (λόγω
αυξημένης ζήτησης), άρα
και θα μειώνεται η
αντίστοιχη απόδοση στη
λήξη. Εξ αυτού προκύπτει
ότι τα ομόλογα
(χρειάζεται ενδελεχής
ανάλυση και επιλογή
χαρακτηριστικών) είναι
ελκυστικά σε αυτά τα
επίπεδα, κυρίως σε ΗΠΑ
και Ευρωζώνη.
Οι προκλήσεις
Παρά το ότι φαίνεται εν
πρώτοις ότι απεφεύχθη
άλλος ένας σκόπελος,
λίγο μετά το εξαιρετικά
επικίνδυνο ενδεχόμενο
επικυριαρχίας της
Ακροδεξιάς στο
Ευρωκοινοβούλιο
(παραμένει η πολιτική
ασάφεια στη Γαλλία),
υπάρχουν ανοιχτά μέτωπα
που δυνητικά θα
αποτελούσαν απειλή.
Με πρώτο και κύριο τη
συνεχιζόμενη έκρυθμη
κατάσταση στη λωρίδα της
Γάζας, με προεκτάσεις
στα προβλήματα που έχει
προκαλέσει στην
εφοδιαστική αλυσίδα (βλ.
και Διώρυγα Σουέζ).
Εδώ, τα φώτα στρέφονται
στην τιμή των
πετρελαιοειδών, με διττή
μετάφραση. Από τη μία,
μια βύθιση στην προσφορά
θα επέφερε καίρια
πλήγματα στην παγκόσμια
οικονομία, όπως έχει
συμβεί στo παρελθόν˙ από
την άλλη, οι οικονομίες
είναι ήδη επιβαρυμένες
από την πρόσφατη μάχη με
τον πληθωρισμό, όπου
μετά βίας προσπαθούν να
μειώσουν τα υψηλότατα
επιτόκιά τους, επομένως
μια νέα πληθωριστική
έξαρση θα έβαζε την
ταφόπλακα.
Επίσης, παρά το ότι
“φιμώθηκε” το γαλλικό
ζήτημα, έχουμε μπροστά
μας το ενδεχόμενο
ακυβερνησίας στη δεύτερη
μεγαλύτερη οικονομία της
Ευρωζώνης (έβδομης στον
πλανήτη). Και ως
γνωστόν, η προβληματική
εδράζεται επί του
ελλείμματος της Γαλλίας
που βρίσκεται σε επίπεδα
εκτός τεχνικών ορίων από
τα τιθέμενα στη Συνθήκη
του Μάαστριχτ, ώστε να
απαιτείται δημοσιονομική
προσαρμογή, η οποία με
τη σειρά της χρειάζεται
“σταθερή” κυβέρνηση.
Πηγή: Οικονομικός
Ταχυδρόμος |