Οι φορολογικές αρχές
απαιτούν πλέον από
ελεύθερους
επαγγελματίες,
επιτηδευματίες και
αυτοαπασχολουμένους
δήλωση ελάχιστου
εισοδήματος, το οποίο
δεν μπορεί να είναι
μικρότερο των 10.920
ευρώ τον χρόνο. Κοινώς,
οι προαναφερόμενοι δεν
μπορούν να δηλώνουν
λιγότερα από έναν
μισθωτό που αμείβεται με
τον κατώτατο μισθό.
Από την πρώτη
μεταπολεμική δεκαετία
Ο τεκμαρτός υπολογισμός
των εισοδημάτων
ενυπάρχει στη φορολογική
νομοθεσία από την πρώτη
μεταπολεμική δεκαετία
του ‘50, όπου κάλυπτε
τότε την αδυναμία των
φορολογικών αρχών να
προσεγγίσουν τα
εισοδήματα της λεγόμενης
Ζ’ πηγής, δηλαδή του
πλήθους ελευθέρων
επαγγελματιών, εν γένει
των εμπορευομένων, των
επιτηδευματιών και των
αυτοαπασχολουμένων.
Περιγράφονταν δε ως
τεκμήρια βιωσιμότητας
και σκοπό είχαν στα
χρόνια του σχεδίου
Μάρσαλ να αντιμετωπίσουν
το εκτεταμένο φαινόμενο
της φοροδιαφυγής και
φοροαποφυγής.
Η μέθοδος κατά γενική
ομολογία φαντάζει αρχαία
σε τούτους τους καιρούς
της πλήρως
ψηφιοποιημένης
οικονομίας, όπως
διαφημίζει η κυβέρνηση.
Λογικά δεν θα έπρεπε να
έχουν θέση σε τούτη την
εποχή της τεχνολογικής
έκρηξης, της
ψηφιοποίησης των
συναλλαγών και της
σχεδόν κατάργησης των
μετρητών.
Οπως και οι φορολογικοί
έλεγχοι στις μέρες μας
θα έπρεπε να είναι
καθολικοί, βάσει των
υπαρχουσών τεχνολογικών
δυνατοτήτων και της
πλήρους καταγραφής των
συναλλαγών μέσω των ΡΟS,
με αξιοποίηση της
τραπεζικής
διαμεσολάβησης και της
σύνδεσής τους με τα
ηλεκτρονικά συστήματα
που έχει αναπτύξει το
υπουργείο Οικονομικών.
Οπως λένε οι
γνωρίζοντες, όταν οι
φορολογικές αρχές
μπορούν να έχουν στη
διάθεσή τους με ένα κλικ
πλήρες το φορολογικό και
εισοδηματικό προφίλ κάθε
φορολογουμένου δεν θα
έπρεπε να τίθεται καν
θέμα δειγματοληπτικών
φορολογικών ελέγχων,
παρά μόνο καθολικών.
Ωστόσο, το υπουργείο
Οικονομικών και
συγκεκριμένα ο αρμόδιος
υπουργός Κωστής
Χατζηδάκης επέλεξε να
επαναφέρει το 2024 σε
ισχύ τα λεγόμενα
αντικειμενικά κριτήρια
και να δημιουργήσει ένα
περιβάλλον ελάχιστης
προσέγγισης του
φορολογητέου
εισοδήματος, προκειμένου
να περιορίσει το
διατηρούμενο επί
δεκαετίες φαινόμενο της
φοροδιαφυγής, που κατά
πάσα βεβαιότητα ανθεί
στη χώρα μας. Προσέφερε
μάλιστα, υπό
προϋποθέσεις, τη
δυνατότητα αμφισβήτησης
αυτού στα φορολογικά
δικαστήρια.
Ασύλληπτο πάνω από το
20% του εισοδήματος
Η αλήθεια είναι ότι
σύμφωνα με νεότερες
εκτιμήσεις της Τράπεζας
της Ελλάδος πάνω από το
20% του ετησίως
παραγόμενου εισοδήματος
στην Ελλάδα παραμένει
ασύλληπτο και
αφορολόγητο, αφαιρώντας
σημαντικά έσοδα από τα
δημόσια ταμεία.
Ποσοστό που είναι από τα
υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή
Ενωση. Παρά ταύτα, οι
οξυδερκέστεροι των
αναλυτών αντιμετωπίζουν
τη συγκεκριμένη επιλογή
ως αμιγώς πολιτική και
συνδεδεμένη με τις
ευρύτερες πολιτικές
επιδιώξεις της
κυβέρνησης.
Οι αντιδράσεις που
καταγράφηκαν το
προηγούμενο διάστημα
στην επαναφορά των
αντικειμενικών κριτηρίων
προσδιορισμού του
φορολογητέου εισοδήματος
θεωρούνται προσχηματικές
από πολλούς. Θα κριθούν
δε από τον αριθμό των
φορολογουμένων που θα
αρνηθούν το ελάχιστο
φορολογητέο εισόδημα και
θα αμφισβητήσουν ενώπιον
των φορολογικών
δικαστηρίων.
Με το άνοιγμα της
σχετικής πλατφόρμας
ελάχιστοι, μόλις 65 την
πρώτη μέρα, έσπευσαν να
αρνηθούν το ελάχιστο
τεκμαρτό εισόδημα που
επέβαλε ο κ. Χατζηδάκης.
Αν δηλαδή από τα περίπου
2.000.000 που εμπίπτουν
στο μέτρο του τεκμαρτού
προσδιορισμού του
φορολογητέου εισοδήματος
μόνο μερικές χιλιάδες το
αμφισβητήσουν, τότε
μάλλον θα δικαιωθούν
όσοι υποστηρίζουν ότι η
νεοδημοκρατική κυβέρνηση
επέλεξε το «Deal των
τεκμηρίων», κλείνοντας
ουσιαστικά το μάτι με
ένα σημαντικό κομμάτι
του εκλογικού σώματος
που θεωρείται συγγενές
προς το κυβερνών κόμμα.
Το deal συνίσταται στο
γεγονός ότι ένας
σημαντικός αριθμός
φορολογουμένων
αποδέχεται μια ελάχιστη
φορολογική συνεισφορά
και έναντι αυτής
απαλλάσσεται από τους
απαιτητικούς
φορολογικούς ελέγχους.
Αυτή είναι κατά βάση η
συμφωνία των φορολογικών
αρχών μαζί τους και όλα
δείχνουν ότι φαντάζει
συμφέρουσα.
Διατήρηση της λεγόμενης
«Δυαδικής Οικονομίας»
Στον βαθμό λοιπόν που τα
λεγόμενα αντικειμενικά
κριτήρια δεν
αμφισβητηθούν μαζικά στα
φορολογικά δικαστήρια, η
συμφωνία μεταξύ
πολιτικής ηγεσίας και
περίπου 2.000.000
φορολογουμένων θα έχει
επιβεβαιωθεί στην πράξη.
Επί της ουσίας το
υπουργείο Οικονομικών
ευνοεί με την επιλογή
του τη διατήρηση της
λεγόμενης «Δυαδικής
Οικονομίας», της
επίσημης και πλήρως
καταγεγραμμένης και της
ανεπίσημης, που έχει
λόγους να μένει στην
«γκρίζα» ζώνη
ανταγωνιζόμενη με
άνισους όρους όσους
τηρούν τους νόμους και
δηλώνουν μέχρι κεραίας
τα έσοδά τους.
Οικονομικοί αναλυτές
επισημαίνουν ότι στην
ατελή οικονομική μας
οργάνωση ενυπάρχει
πλήθος δραστηριοτήτων,
χαμηλής επενδυτικής
έντασης, που προτιμούν
τρόπους
αυτοχρηματοδότησης παρά
οποιαδήποτε δεσμευτική
σχέση και επαφή με το
τραπεζικό σύστημα που θα
τους έφερνε εμμέσως σε
επαφή και με τις
φορολογικές αρχές.
Στον ευρύτερο τουριστικό
τομέα, στους κύκλους της
βραχυχρόνιας μίσθωσης
ακινήτων, στα
ενοικιαζόμενα δωμάτια
και εν γένει στην παροχή
απλού επιπέδου
τουριστικών υπηρεσιών,
όπως η διαχείριση
παραλιών, το μικρεμπόριο
διακίνησης διαφόρων
αγαθών, συγκεκριμένες
μικρής κλίμακας
οικοδομικές εργασίες,
ακόμη και στο εμπόριο
αγροτικών προϊόντων,
υπάρχει σημαντικός
αριθμός
αυτοαπασχολουμένων που
προτιμά να κινείται στην
περιφέρεια του
οικονομικού συστήματος
και να συναλλάσσεται με
μετρητά, χωρίς να
εξαρτάται από την
τραπεζική διαμεσολάβηση.
Γιατροί, χειρουργοί
ιδιαιτέρως του ιδιωτικού
τομέα υγείας, μηχανικοί,
δικηγόροι και άλλοι
συνεχίζουν να διεκδικούν
«μαύρες» αμοιβές και
έχουν πολλούς λόγους να
μην αμφισβητήσουν τα
αντικειμενικά κριτήρια
προσδιορισμού του
φορολογητέου
εισοδήματος.
Αναχρονιστικά φορολογικά
εργαλεία
Αυτή η στάση εξηγεί σε
μεγάλο βαθμό και την
απροθυμία έως άρνηση
σημαντικού αριθμού
επαγγελματιών να
αποδεχθούν τα POS και
πολύ περισσότερο τη
σύνδεσή τους με το
σύστημα TAXIS του
υπουργείου Οικονομικών.
Κοινώς τα μετρητά
συνεχίζουν να καλύπτουν
πάμπολλες δραστηριότητες
και για κάποιες από
αυτές να παραμένουν
βασιλιάς. Το ερώτημα
ωστόσο παραμένει.
Για πόσο η χώρα και η
ψηφιοποιημένη υποτίθεται
οικονομία μας μπορεί να
συμφιλιώνεται με τέτοιες
πρακτικές και να
επιλέγει αναχρονιστικά
φορολογικά εργαλεία όταν
έχει στη διάθεσή της
άπειρα τεχνολογικά
εργαλεία και μέσα με
πρωτοφανείς δυνατότητες;
Μόνο η ανάπτυξη σχετικών
εφαρμογών της Τεχνητής
Νοημοσύνης αρκεί να
καλύψει την απαίτηση
επικράτησης ενός
μοντέλου καθολικών
φορολογικών ελέγχων,
ικανών να αποδώσουν
φορολογική δικαιοσύνη
και να επιτρέψουν τη
διεκδικούμενη από όλους
μείωση των φορολογικών
συντελεστών. Αλλά αυτή
είναι μια άλλου τύπου
λύση που ξεπερνά κατά
πολύ το deal των
τεκμηρίων του κ.
Χατζηδάκη.
Πηγή: Έντυπη έκδοση το
ΒΗΜΑ |