Η κλιματική αλλαγή
Οπως σημειώνει ρεπορτάζ
της Καθημερινής, ο
υπουργός υπογράμμισε ότι
το εθνικό σχέδιο
προσαρμογής της
ελληνικής οικονομίας στη
νέα πραγματικότητα, όπως
αποτυπώνεται στο νέο
ΕΣΕΚ, δεν καλύπτει
πλήρως την προσαρμογή
στην κλιματική αλλαγή,
απότοκο της μεγάλης
αδυναμίας της ευρωπαϊκής
πολιτικής όπου, όπως
τόνισε, κυριάρχησε η
άποψη ότι θα προλάβουμε
την κλιματική κρίση πριν
αυτή εξελιχθεί.
«Στην Ευρώπη δεν υπάρχει
σοβαρό σχέδιο για τις
δημοσιονομικές
επιπτώσεις και τις
προσαρμογές που
απαιτούνται για την
αντιμετώπιση του
κλίματος, με αποτέλεσμα
να προσπαθούμε να
περιορίσουμε τις ζημιές
που αφήνει πίσω της αυτή
η κρίση», σημείωσε.

«∆εν υπάρχουν περιθώρια
εφησυχασμού, παρά ανάγκη
για αποφασιστική και
κυρίως συντονισμένη
δράση», τόνισε ο
διοικητής της Τράπεζας
της Ελλάδος και
οικοδεσπότης της
εκδήλωσης Γιάννης
Στουρνάρας,
προλογίζοντας την
παρουσίαση του ΕΣΕΚ.
«Στην Τράπεζα της
Ελλάδος ασχολούμαστε
συστηματικά τα τελευταία
15 χρόνια με τα θέματα
του κλίματος και της
βιωσιμότητας και από το
2009 όλες οι μελέτες μας
έχουν δείξει πως το
κόστος της κλιματικής
αλλαγής προβλέπεται να
βαίνει αυξανόμενο, όσο
δεν λαμβάνονται μέτρα»,
είπε ο κ. Στουρνάρας.
Παρεμβαίνοντας στη
συζήτηση που αναπτύχθηκε
κατά τη διάρκεια της
παρουσίασης, ο διοικητής
της Τράπεζας της Ελλάδος
σημείωσε τη σημαντική
εξάρτηση της ελληνικής
οικονομίας από τα
εισαγόμενα καύσιμα και
τις αρνητικές επιπτώσεις
στο έλλειμμα τρεχουσών
συναλλαγών. Οι καθαρές
εισαγωγές πετρελαίου
είναι 7% ως ποσοστό του
ΑΕΠ έναντι 1,5%-2% των
άλλων χωρών της Ε.Ε.,
είπε, συμπληρώνοντας ότι
«απαιτείται ένα
συνεκτικό πλαίσιο δράσης
για την απεξάρτηση από
τα ορυκτά καύσιμα».
Ο κ. Σκυλακάκης, πάντως,
εκτίμησε ότι το σχέδιο
που παρουσιάστηκε χθες
«οδηγεί στην εθνική και
ενεργειακή ανεξαρτησία,
αλλάζει το βαθύτερο
οικονομικό υπόβαθρο της
χώρας και επιφέρει πολύ
σημαντική βελτίωση στο
ισοζύγιο, που αποτελεί
διαρθρωτική αδυναμία από
καταβολής του ελληνικού
κράτους».
Εξαγωγές ενέργειας
Με βάση τις εκτιμήσεις
του ΕΣΕΚ, τις οποίες
παρουσίασε στην εκδήλωση
η υφυπουργός
Περιβάλλοντος και
Ενέργειας Αλεξάνδρα
Σδούκου, η Ελλάδα από
καθαρά εισαγωγική χώρα
ηλεκτρικής ενέργειας
σήμερα, το 2035
μετατρέπεται σε
εξαγωγέας 3,5
τεραβατώρων ετησίως,
όταν σήμερα εισάγει πάνω
από 3 τεραβατώρες. Το
μέσο κόστος ηλεκτρικής
ενέργειας θα βαίνει
μειούμενο και από 145
ευρώ/μwh σήμερα θα πέσει
στα 139 ευρώ στο τέλος
της δεκαετίας και στα 95
ευρώ το 2050. Η
εγκατεστημένη ισχύς των
ΑΠΕ στην
ηλεκτροπαραγωγή, από 57%
σήμερα προβλέπεται να
φτάσει στο 75,2% το 2030
και στο 95,6% το 2035.
Βασική παραδοχή του ΕΣΕΚ
είναι η αύξηση της
ζήτησης ηλεκτρικής
ενέργειας κατά 1,5 φορά
από σήμερα το 2050 και
συγκεκριμένα από τις 56
στις 130 τεραβατώρες.
Η συνολική εγκατεστημένη
ισχύς ηλεκτροπαραγωγής
από τα 28,376 γιγαβάτ το
2025 θα φτάσει στα
36,441 το 2030 και στα
71,712 το 2050. Η
συμμετοχή του φυσικού
αερίου στο μείγμα
καυσίμου αυξάνεται από
τα 7 γιγαβάτ σήμερα στα
7,885 το 2030, για να
μειωθεί στα 6,3 γιγαβάτ
το 2040, επίπεδα στα
οποία και παραμένει για
όλη τη μεταβατική
περίοδο μέχρι και το
2050.
Ο λιγνίτης συμμετέχει
στο σύστημα με 1,280
γιγαβάτ μέχρι και το
2025 και αποσύρεται
πλήρως το 2028. Η ισχύς
των φωτοβολταϊκών
αυξάνεται από τα 8,5
γιγαβάτ το 2025 στα 13,5
το 2030 και στα 35 το
2050, ενώ των χερσαίων
αιολικών από τα 7
γιγαβάτ στα 8,9 το 2030
και στα 13 το 2050.
Στην πρώτη περίοδο της
εθνικής στρατηγικής για
την ενέργεια και το
κλίμα, σύμφωνα με την
παρουσίαση που έκανε η
κ. Σδούκου, επιταχύνεται
η διείσδυση των ΑΠΕ,
αυξάνεται σημαντικά η
συμμετοχή της
αποθήκευσης (μπαταρίες
και αντλησιοταμίευση)
στο μείγμα
ηλεκτροπαραγωγής, ενώ
τίθενται και οι βάσεις
για τις νέες
τεχνολογίες, όπως η
δέσμευση και αποθήκευση
άνθρακα, το υδρογόνο, οι
αντλίες θερμότητας και
οι αποφάσεις για τους
υδρογονάνθρακες.
Η δεύτερη περίοδος
(20302040)
επικεντρώνεται στην
επιτάχυνση του
εξηλεκτρισμού, με τις
τεχνολογίες της πρώτης
περιόδου να αρχίζουν να
αποδίδουν καρπούς και τα
υπεράκτια αιολικά πάρκα
να καλύπτουν ένα
σημαντικό μέρος της
ζήτησης.
Η τρίτη περίοδος
(2040-2050)
επικεντρώνεται στους
τομείς που είναι δύσκολο
να μειώσουν τις εκπομπές
τους, όπως η βιομηχανία,
οι αερομεταφορές, η
ναυτιλία, ενώ το
υδρογόνο και τα
συνθετικά καύσιμα
εισέρχονται δυναμικά στο
προσκήνιο με ορίζοντα το
2050.
Ειδικό βάρος δίνεται από
την πρώτη περίοδο στον
εξηλεκτρισμό των
κτιρίων, με τη διείσδυση
των ΑΠΕ για ψύξη και
θέρμανση να φτάνει στο
67% το 2030 και στο 95%
το 2050. Οι αντλίες
θερμότητας στον οικιακό
και τριτογενή τομέα
αναμένεται να
διπλασιαστούν το 2030 σε
σχέση με το 2022.
Στον τομέα των
μεταφορών, ο ηλεκτρικός
στόλος αυτοκινήτων
αναμένεται από τις
30.000 σήμερα να φτάσει
τις 460.000 το 2030.
Το ΕΣΕΚ, όπως τόνισε ο
κ. Σκυλακάκης είναι
ρεαλιστικό και ευέλικτο
σε αναπροσαρμογές με
βάση την εξέλιξη των
νέων τεχνολογιών.
Ωστόσο, ερωτηθείς για το
εάν αυτό σημαίνει ότι
μελλοντικά μπορεί να
συμπεριλάβει και την
τεχνολογία των πυρηνικών
αντιδραστήρων, δεν έδωσε
μια σαφή απάντηση. «Η
Ελλάδα θα αξιοποιήσει
τις τεχνολογίες στις
οποίες διαθέτει
ανταγωνιστικό
πλεονέκτημα», είπε.
Πηγή: Money Review |