Όπως γράφει η Αρτεμις
Σπηλιώτη στην Ημερησία,
σύμφωνα με πληροφορίες
οι εταιρείες διαχείρισης
απαιτήσεων από δάνεια και
πιστώσεις έχουν θέσει το
ζήτημα των οφειλετών που
έχουν μεγάλα ποσοστά
αναπηρίας και αυξημένες
ανάγκες που μπορεί να
ανεβάζουν σημαντικά το
κόστος διαβίωσης,
ζητώντας ουσιαστικά
διεύρυνση των
κριτηρίων/όρων ένταξης
στον μηχανισμό.
Στελέχη της αγοράς έχουν
θέσει εδώ και πολύ καιρό
την ανάγκη η ευαλωτότητα
του οφειλέτη να μην
ορίζεται μόνο με
οικονομικά αλλά και
κοινωνικά κριτήρια που
αντικειμενικά επηρεάζουν
την ικανότητα των
οφειλετών να
ανταποκριθούν στις
δανειακές τους
υποχρεώσεις.
Ούτως ή αλλιώς και τα
οικονομικά κριτήρια
ευαλωτότητας είναι πολύ
χαμηλά και μη ρεαλιστικά
και θα πρέπει να
πληρούνται σωρευτικά.
Υπενθυμίζεται ότι το
εισοδηματικό κριτήριο
για την ευαλωτότητα
ξεκινάει από τις 7.000
ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και
φτάνει μέχρι τις 21.000
ευρώ, η συνολική
φορολογητέα αξίας από
120.000 – 180.000 ευρώ
βάσει των μελών του
νοικοκυριού κ.λπ.
Σε ότι αφορά τους
οικονομικά ευάλωτους,
για τους οποίους η
αυτοματοποιημένη ρύθμιση
οφειλής γίνεται αυτόματα
και υποχρεωτικά αποδεκτή
από τους πιστωτές το
ενδιαφέρον στρέφεται σε
εκείνους που αποφάσισαν
να απορρίψουν την
πρόταση ρύθμισης και
τώρα θα πρέπει να
αποφασίσουν πως θα
κινηθούν άμεσα ώστε να
μην βρεθούν αντιμέτωποι
με δυσάρεστες
καταστάσεις, δηλαδή
μέτρα αναγκαστική
εκτέλεσης και κυρίως με
πλειστηριασμό.
Σύμφωνα με τα τελευταία
διαθέσιμα στοιχεία, αυτά
του Μαρτίου (αναμένεται
άμεσα η δημοσιοποίηση
της έκθεσης προόδου του Εξωδικαστικού για
τον Απρίλιου, η οποία
θα εμπεριέχει και
πρόσθετα στοιχεία) από
τις 989 αιτήσεις
ολοκληρώθηκαν οι 256 εκ
των οποίων οι 110 ήταν
επιτυχής.
Το 70% των μη
επιτυχημένων (146
συνολικά) ήταν λόγω
απόρριψης από τους
ίδιους τους οφειλέτες
ενώ οι υπόλοιπες δεν
εμπίπτει στο πεδίο
εφαρμογής και για τον
λόγο αυτό απορρίφθηκαν
από τους χρηματοδοτικούς
φορείς και το δημόσιο.
Ειδικότερα, 77 οφειλέτες
απέρριψαν την ρύθμιση
της πολυμερούς
διαπραγμάτευσης και 25
τη διμερή.
Οι πληροφορίες αναφέρουν
ότι οι χρηματοπιστωτικοί
φορείς –
κυρίως servicers –
προσανατολίζονται μια
μικρή πίστωση χρόνου
στους εν λόγω οφειλέτες
καλώντας τους να
αποφασίσουν για τις
επόμενες κινήσεις τους ,
χωρίς ωστόσο αυτό να
αποτελεί ενιαία γραμμή
για τις εταιρείες
διαχείρισης.
Σημειώνεται ότι οι λόγοι
απόρριψης φαίνεται,
σύμφωνα με τα
προκαταρτικά στοιχεία
να ακολουθούν τον
γενικό «κανόνα»
απόρριψης των οφειλετών
– ευάλωτων και μη -
δηλαδή αδυναμία
εξυπηρέτησης, μη
συμφέρουσα πρόταση με
την μεγάλη πλειοψηφία
των οφειλετών να μην
αιτιολογεί την απόφαση
του.
Αυτό μπορεί να σημαίνει
δύο πράγματα, ή ότι οι
οφειλέτες έχουν μεγάλες
προσδοκίες από τον
εξωδικαστικό ή ότι το
διαθέσιμο εισόδημα έχει
πιεστεί σε τόσο μεγάλο
βαθμό λόγω της ακρίβειας
που δεν επαρκεί για την
κάλυψη των αναγκών και
των υποχρεώσεων των
νοικοκυριών. Χωρίς
βέβαια να αποκλείεται να
ισχύουν και τα δύο. |