Η ελληνική αγορά έχει
χάσει το παγκόσμιο bull
market που
ξεκίνησε λίγο μετά τη
χρεοκοπία της Lehman
Brothers το φθινόπωρο
του 2008 και –
με αρκετά διαλείμματα
λόγω κρίσεων –
συνεχίζεται μέχρι
σήμερα. Πρόκειται για το
πιο οικουμενικό,
γενικευμένο και κυρίως
μακροχρόνιο bull market στην
παγκόσμια ιστορία των
χρηματιστηρίων, ενώ δεν
μπόρεσαν να το
ακυρώσουν, ούτε οι
μεγάλες κρίσεις των
τελευταίων έξι – εφτά
ετών.
Ούτε η κρίση που
προέκυψε τον Οκτώβριο
του 2018 από την έξαρση
του οικονομικού πολέμου
μεταξύ ΗΠΑ
και Κίνας, ούτε
η πιο μεγάλη πανδημία
των τελευταίων 100
ετών παγκόσμια
(Covid-19) το
2020, ούτε ο πόλεμος
στην Ουκρανία, ούτε
η κρίση στην εφοδιαστική
αλυσίδα, ούτε και η πρωτοφανής
ενεργειακή κρίση
της προηγούμενης
διετίας.
Οι αγορές, δείχνοντας
ότι πλέον έχουν
αποκτήσει μια δύναμη που
ουδέποτε υπήρχε στο
παρελθόν, συνεχίζουν σε
νέα ιστορικά υψηλά,
βάζοντας και σε δεύτερη
μοίρα κάθε μικρή ή
μεγαλύτερη γεωπολιτική
κρίση. Χθες, κορυφαίοι
δείκτες διεθνώς, όπως ο FTSE
100 του Λονδίνου, ο DAX
της Φρανκφούρτης,
ο πανευρωπαϊκός Stoxx
600 έκλεισαν σε
νέα ιστορικά υψηλά, ενώ
μια ανάσα από τα
ιστορικά του βρίσκεται
και ο βαρύτερος
χρηματιστηριακός δείκτης
της υφηλίου, ο S&P
500 της Wall Street.
Μέσα σε αυτό το
περιβάλλον, το ελληνικό
χρηματιστήριο συνεχίζει
τη βελτιωμένη πορεία
του, κλείνοντας και χθες
σε νέα υψηλά 13 ετών,
αντανακλώντας την καλή
πορεία της ελληνικής
οικονομίας και των
εισηγμένων εταιρειών.
Με την πορεία του, το
Χ.Α. δείχνει ότι θέλει
να κλείσει τη μαύρη
περίοδο της
δημοσιονομικής κρίσης
της χώρας, που
έφερε τα μνημόνια, τη
χρεοκοπία του τραπεζικού
κλάδου, τα capital
controls, τα πακέτα
στήριξης και όλα τα
υπόλοιπα. Το γεγονός ότι
βρίσκεται σε υψηλά από
το 2011,
δηλαδή μόλις ένα χρόνο
μετά το Καστελόριζο, σημειολογικά
αλλά και ουσιαστικά,
αυτό αντανακλά.
Στην ουσία δηλαδή το
Χ.Α., αν ιδωθεί σε
μακροχρόνιο ορίζοντα δεν
καταγράφει άνοδο, αλλά
κάνει ανοδική διόρθωση
και τακτοποίηση όλων των
ακραίων και πρωτοφανών
στρεβλώσεων που έλαβαν
χώρα από το 2010
και εντεύθεν, που
έστειλαν στο καναβάτσο
την ελληνική οικονομία,
απομόνωσαν επενδυτικά
την Ελλάδα και έπληξαν
σοβαρά τις τράπεζες, που
οδηγήθηκαν σε
αλλεπάλληλα reverse
split για να
μην μηδενίσουν.
Την ώρα λοιπόν που οι
διεθνείς αγορές
κάλπαζαν, το Χ.Α. είχε
τον κλάδο – ναυαρχίδα,
τις τράπεζες να τελούν
υπό κατάρρευση, χάνοντας
το 99,9% της
αξίας τους, με ό,τι
συνεπάγεται αυτό για τη «βιτρίνα»
της αγοράς, το Γενικό
Δείκτη δηλαδή
και όλη την έξωθεν
μαρτυρία. Η ψαλίδα όμως
των αποτιμήσεων και των
αποδόσεων συγκριτικά με
τις διεθνείς αγορές,
αναδυόμενες και ώριμες,
παραμένει μεγάλη.
Μολονότι αυτή η ψαλίδα
τείνει μερικώς να
κλείσει, εντούτοις η
απόσταση παραμένει
μεγάλη όπως φαίνεται και
στον πίνακα που
παρατίθεται, αλλά και
όπως επισημαίνουν
διαρκώς σοβαροί οίκοι
όπως Goldman
Sachs, Morgan Stanley,
JP Morgan και Jefferies που
τις τελευταίες ημέρες
έχουν προβεί σε μπαράζ
αναβαθμίσεων για τις
ελληνικές τράπεζες,
διαβλέποντας σημαντικά
περιθώρια περαιτέρω
ανόδου.
Η χώρα μόλις πριν από
οκτώ περίπου μήνες
ανέκτησε την επενδυτική
βαθμίδα μετά από 13
χρόνια στην επενδυτική
απομόνωση, ενώ ακόμη και
σήμερα οι τρεις από τις
τέσσερις συστημικές
τράπεζες δεν έχουν
ανακτήσει βαθμίδα
ανάλογη με αυτή της
ελληνικής οικονομίας,
πλην της Εθνικής που το
έκανε πρόσφατα από την DBRS.
Τι δείχνει η σύγκριση
του ελληνικού MSCI με
τους διεθνείς
Μολονότι ο MSCI Greece
έχει υποστεί σημαντικές
αλλοιώσεις, ακριβώς λόγω
της μεγάλης κρίσης που
πέρασε η χώρα και το
χρηματιστήριο, καθώς από
τις 21 μετοχές
που τον αποτελούσαν
αρχικά το 2001 όταν
δημιουργήθηκε, έφτασε
προ τεσσάρων ετών να
έχει μόλις τρεις
μετοχές, ενώ τώρα έχει
ξανά δέκα, εντούτοις
είναι ένας μπούσουλας
σύγκρισης.
Ο ελληνικός MSCI λοιπόν,
παρά την άνοδο των
τελευταίων ετών,
παραμένει ακραία
υποτιμημένος όταν
μπαίνει στο… ζύγι με την
πορεία τόσο του MSCI των
αναδυόμενων αγορών (Emerging
Markets) όσο
και με τον παγκόσμιο MSCI
ACWI.
Οι δείκτες MSCI:
Αποδόσεις και θεμελιώδη
στοιχεία
Μολονότι σε βάθος
τριετίας, ο ελληνικός MSCI έχει
καλύτερη απόδοση έναντι
των διεθνών, καθώς
κερδίζει 17,34% έναντι
απωλειών 5,69% του MSCI
Emerging Markets και
κερδών 4,27% του
παγκόσμιου MSCI
ACWI, σε βάθος
δεκαετίας η ψαλίδα
παραμένει πολύ μεγάλη.
Ο MSCI
Standard Greece έχει
αρνητική ετησιοποιημένη
απόδοση 11,81%, την ώρα
που κερδίζει 7,56% ο
δείκτης των αναδυόμενων
και +6,19% του
παγκόσμιου.
Παράλληλα, αν πάμε,
ακόμη πιο πίσω, στις 29
Δεκεμβρίου 2000 όταν και
δημιουργήθηκαν οι εν
λόγω δείκτες (με ισχύ
από το 2001), τότε ο
δικός μας δείκτης
υποχωρεί κατά 8,88%,
έναντι κερδών 7,56% των
αναδυόμενων και +6,19% του
παγκόσμιου. Αυτές οι
μεγάλες διαφορές
δείχνουν πόσο δρόμο έχει
να καλύψει το ελληνικό
χρηματιστήριο, ιδιαίτερα
όταν αναβαθμιστεί και
γίνει πάλι δυνατή η
τοποθέτηση των πιο
συντηρητικών θεσμικών
χαρτοφυλακίων της
παγκόσμιας αγοράς.
Συνάμα, η αποτίμηση των
ελληνικών μετοχών, με
βάση την κερδοφορία των
εισηγμένων, παρελθούσα
(P/E) ή μελλοντική (P/E
Fwd), ή με βάση
τη λογιστική αξία (P/BV),
ακόμη και μετά το ράλι +39% του
2023 αλλά και το +14% φέτος,
έχει τεράστια απόσταση
από τις μετοχές των
διεθνών δεικτών. Είναι
χαρακτηριστικό ότι, με
βάση τα κέρδη του
περασμένου 12μήνου, το
P/E του ελληνικού MSCI
είναι λιγότερο από το
ήμισυ του δείκτη
αναδυόμενων (7,48 έναντι
15,84) και στο 1/3 του
παγκόσμιου (20,52).
Ανάλογη είναι η σχέση
και όσον αφορά το
μελλοντικό P/E,
δηλαδή με βάση τα
προβλεπόμενα κέρδη του
επόμενου 12μήνου (7,05
έναντι 12,16 των
αναδυόμενων και 17,08
του παγκόσμιου).
Σε ό,τι αφορά τη σχέση
τιμής προς λογιστική
αξία, οι ελληνικές
μετοχές
διαπραγματεύονται μόλις
στο 1,06x, ενώ
για το διεθνή δείκτη
αναδυόμενων η σχέση
είναι στο 1,72% και
στον παγκόσμιο σχεδόν
τρεις φορές πάνω, ήτοι
στο 2,98%. Όπως και αν
αξιολογηθεί, λοιπόν, η
σχετική αποτίμηση των
ελληνικών μετοχών,
εξακολουθούν να είναι
εξαιρετικά φθηνές, σε
σχέση τόσο με τις
μετοχές των αναδυόμενων
αγορών, όσο και με τον
παγκόσμιο δείκτη MSCI.
Πηγή: Business Daily |