Μπορεί οι traders να
πιστεύουν όλο και
περισσότερο ότι θα
αποφευχθεί το χειρότερο
για αυτούς σενάριο της
απόλυτης πλειοψηφίας του
ακροδεξιού Εθνικού
Συναγερμού της Μαρίν
Λεπέν στη γαλλική Βουλή,
αλλά το
εναλλακτικό σενάριο
είναι η δημιουργία ενός
πολιτικού αδιεξόδου που
θα εμποδίσει τη Γαλλία
να αντιμετωπίσει το
υψηλό δημοσιονομικό της
έλλειμμα και θα
βάλει τέλος στις φιλικές
προς τις επιχειρήσεις
μεταρρυθμίσεις του
προέδρου Εμανουέλ
Μακρόν.
Το αδιέξοδο μπορεί να
δημιουργηθεί είτε
από την αδυναμία
σχηματισμού κυβέρνησης
από τα άλλα κόμματα –
του Μακρόν και των
κεντρώων συμμάχων του
και των αριστερών που
αποτελούν το Νέο Εθνικό
Μέτωπο – είτε
από τον σχηματισμό μίας
κυβέρνησης με μεγάλες
διαφορές στα
θέματα της οικονομίας
και όχι μόνο.
Αυτό σημαίνει ότι οι
αγορές είναι πιθανό να
αντιμετωπίσουν τον
αντίκτυπο από την
πολιτική αναταραχή που
θα υπάρξει τους
επόμενους μήνες.
Ο γαλλικός δείκτης
μετοχών CAC
40 σημείωσε τη
χειρότερη επίδοση μεταξύ
των μεγάλων ευρωπαϊκών
χρηματιστηριακών δεικτών
μετά τις 9 Ιουνίου που ο
Μακρόν προκήρυξε τις
πρόωρες εκλογές, ενώ το
spread των 10ετών
γαλλικών ομολόγων
εκτινάχθηκε την
περασμένη εβδομάδα στο
υψηλότερο επίπεδο από
την κρίση δημόσιου
χρέους το 2012.
Η αγορά εξακολουθεί να
είναι επιφυλακτική
«Η αγορά εξακολουθεί να
είναι πολύ επιφυλακτική
και δεν πανηγυρίζει. Εξακολουθεί
να ανησυχεί για ένα
κοινοβουλευτικό αδιέξοδο
που θα μπορούσε να
αποτελέσει πηγή
ανησυχίας μεσοπρόθεσμα»,
δήλωσε διαχειριστής
χαρτοφυλακίου στην
Kairos Partners.
Οι γαλλικές μετοχές
έκαναν ράλι αυτή την
εβδομάδα καθώς
το αποτέλεσμα του πρώτου
γύρου των εκλογών άμβλυνε
τις ανησυχίες για
τη δημιουργία μίας
ακροδεξιάς κυβέρνησης,
με αποτέλεσμα και
συνολική πίεση της
αγοράς έχει υποχωρήσει.
Ο δείκτης μεταβλητότητας
του πανευρωπαϊκού δείκτη
μετοχών Euro Stoxx 50
μείωσε τη διαφορά που
είχε έναντι του
αντίστοιχου δείκτη των
ΗΠΑ, αφού αυτή
εκτινάχθηκε τον Ιούνιο
στο υψηλότερο επίπεδο
των τελευταίων δύο και
πλέον ετών.
Μικρότερη μεταβλητότητα
δείχνουν τα options
Οι αγορές δικαιωμάτων
προαίρεσης (options)
δείχνουν μικρότερες
μεταβολές στις τιμές των
μετοχών μετά τον δεύτερο
γύρο την Κυριακή. Οι
υπολογισμοί της ομάδας
στρατηγικής παραγώγων
της JPMorgan Chase
δείχνουν μεταβολή
σε μία ημέρα κατά 1,9%
προς οποιαδήποτε
κατεύθυνση για τον CAC
40, μικρότερη
από το 2,9% της
περασμένης εβδομάδας.
Παρόλα αυτά, ο
CAC 40 παραμένει 3,8%
κάτω από τα επίπεδα του πριν
από την προκήρυξη των
πρόωρων εκλογών. Το
επασφάλιστρο που ζητούν
οι επενδυτές για την
κατοχή γαλλικών κρατικών
ομολόγων έναντι των
γερμανικών (το spread)
είναι χαμηλότερο από τις
70 μονάδες βάσης, κάτω
από το υψηλό των 86
μονάδων βάσης μετά την
προκήρυξη των εκλογών,
αλλά πολύ πάνω από το
επίπεδο των 50 μονάδων
βάσης στις αρχές
Ιουνίου.
Ορισμένοι βλέπουν άνοδο
των μετοχών
Για τους επενδυτές που
είναι διατεθειμένοι να
ξεπεράσουν τον
βραχυπρόθεσμο κίνδυνο, υπάρχει
η προοπτική ανόδου για
τις γαλλικές μετοχές. Το
γενικευμένο sell – off
έχει καταστήσει
ορισμένες πιο
ελκυστικές, καθώς
υποστηρίζονται από
ισχυρές προοπτικές
κερδοφορίας. Επιπλέον,
οι γαλλικές εταιρείες
έχουν πάνω από το 60%
των εσόδων τους εκτός
της Ευρώπης, σύμφωνα με
στοιχεία της Goldman
Sachs, κάτι που
περιορίζει τις όποιες
επιπτώσεις από την
πολιτική αναταραχή στη
Γαλλία.
Στην αγορά ομολόγων, οι
επενδυτές είναι πιθανό
να επιβάλουν ένα
υψηλότερο επιτόκιο στον
δανεισμό του γαλλικού
κράτους για χρόνια, ώστε
να αντανακλώνται σε αυτό
τα δημοσιονομικά
προβλήματα, όπως είναι
το δημοσιονομικό
έλλειμμα 5,5% και το
χρέος που σύμφωνα με το
Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο θα ανέλθει στο
112% του ΑΕΠ το 2024.
Εξασθένιση του ευρώ
Στις αγορές
συναλλάγματος, τα
στοιχεία για τα
δικαιώματα προαίρεσης
δείχνουν ότι οι traders
δεν είναι βέβαιοι ότι τα
πρόσφατα κέρδη του ευρώ
θα διατηρηθούν και η
αγορά προστασίας έναντι
μιας πτώσης κατά τον
επόμενο μήνα εξακολουθεί
να διαπραγματεύεται με
premium.
Η Morgan
Stanley συνέστησε
στους πελάτες της να
παραμείνουν short στο
κοινό νόμισμα έναντι του
δολαρίου, προβλέποντας
ότι μπορεί να πέσει κάτω
από τα 1,05 δολάρια από
περίπου 1,08 δολάρια
τώρα, λόγω ενός
συνδυασμού παραγόντων
που περιλαμβάνουν την
ευρωπαϊκή ανάπτυξη
χαμηλής ποιότητας και
τους πολιτικούς
κινδύνους από τη
Γερμανία.
Πηγή: Bloomberg |