Η Γερμανία στην
πραγματικότητα βγήκε
νικήτρια από την αρχική
πλημμύρα εξαγωγών στις
αρχές της δεκαετίας του
2000, όταν τα φθηνά
κινεζικά προϊόντα
αποδεκάτισαν την
απασχόληση στη
μεταποίηση στις
περισσότερες πλούσιες
χώρες. Σε προϊόντα
προηγμένης μεταποίησης,
η Κίνα δεν μπορούσε να
ανταγωνιστεί την Bosch,
την BMW και τη Siemens,
οι οποίες αντιθέτως
έκαναν επιθετική είσοδο
μεγάλης κλίμακας στην
κινεζική αγορά.
Πλέον, αυτό το οικονομικό
μοντέλο έχει
σχεδόν τελειώσει. Ενώ
η Κίνα κατάφερε να
ανοίξει και πάλι τις
κάνουλες των
εξαγωγών για να ξεφύγει
από τα δεινά της, το
εμπορικό πλεόνασμα της
Γερμανίας διαμορφώθηκε
από το 6% της ετήσιας
παραγωγής πριν την
πανδημία, σε λιγότερο
από 4%. Η βιομηχανική
παραγωγή είναι 10%
χαμηλότερη από τα
επίπεδα του Δεκεμβρίου
του 2018, παρά τα
πρόσφατα στοιχεία που
δημοσιεύθηκαν στις 8
Απριλίου και δείχνουν
μεγάλη ανάκαμψη τον
Φεβρουάριο.
Ακόμη και αν η κυκλική
ύφεση έχει τελειώσει, οι
μακροχρόνιες πληγές
παραμένουν. Αν και είχε
ένα εξαιρετικό 2024, ο
γερμανικός
χρηματιστηριακός δείκτης
DAX κατά την τελευταία
τριετία έχει υστερήσει
σημαντικά έναντι των
χρηματιστηριακών αγορών
της ευρύτερης ευρωζώνης.
Προειδοποίηση
Ενώ οι γερμανικές
αυτοκινητοβιομηχανίες
άργησαν να αγκαλιάσουν
την ηλεκτροκίνηση, οι
κινεζικές εταιρείες
έμαθαν πολλά από τις
δυτικές επιχειρήσεις και
τώρα εισβάλλουν στις
βασικές αγορές της
Γερμανίας. Τον
Ιανουάριο, το
χρηματοδοτούμενο από τη
βιομηχανία Γερμανικό
Οικονομικό Ινστιτούτο,
το IW, εξέδωσε μια
προειδοποίηση: το 2022
οι εισαγωγές εξελιγμένων
προϊόντων μεταποίησης
στην Ευρωπαϊκή Ενωση από
την Κίνα
έφτασαν το 13%, από 2,5%
που ήταν το 2000.
Η ΕΕ έχει σκληρύνει τη
στάση της έναντι της
Κίνας και κινητοποιεί
κεφάλαια προς τους
δικούς της κλάδους
παραγωγής ημιαγωγών και
τεχνολογίας πράσινης
ανάπτυξης. Ωστόσο, οι
προσπάθειές της ωχριούν
μπροστά στις επιδοτήσεις
του Πεκίνου προς
εταιρείες. Είναι κρίσιμο
ότι η Γερμανία συνεχίζει
να ασκεί πιέσεις για να
αποφύγει να
«αποσυνδεθεί» από τον
ασιατικό γίγαντα. Οι
άμεσες ξένες επενδύσεις
της στην Κίνα έφτασαν σε
σημείο ρεκόρ το 2023,
παρά το ότι, την ίδια
στιγμή, άλλες χώρες
αποχωρούσαν. Γιατί ο
καγκελάριος Ολαφ Σολτς,
ο οποίος ηγείται ενός
όλο και πιο
αντιδημοφιλούς
κυβερνητικού συνασπισμού
τριών κομμάτων, δεν
ποντάρει σε έναν νέο
οικονομικό
μετασχηματισμό;
Εάν η βιομηχανική
πολιτική είναι η νέα
τάση, η Γερμανία θα
έπρεπε να είναι σε θέση
να κινηθεί γρηγορότερα
από τους ανταγωνιστές
της. Οπως υποστήριξαν
σε πρόσφατο άρθρο τους
οι Helena Graf και
Salome Topuria του
Ινστιτούτου του
Βερολίνου για τη Διεθνή
Πολιτική Οικονομία (IPE
Berlin), οι γερμανοί
αξιωματούχοι είχαν
υιοθετήσει τη
βιομηχανική πολιτική ήδη
πριν από την πανδημία –
τη λεγόμενη «Βιομηχανική
Στρατηγική 2030», που
είχε ως έναυσμα το
μπλοκάρισμα της
μεγα-συγχώνευσης της
Siemens με την Alstom,
το 2019 – και την
εφάρμοσαν και σε επίπεδο
ΕΕ. Από τότε, έχουν
ενισχύσει συγκεκριμένες
εταιρείες με πιο ανοιχτό
τρόπο από ό,τι πολλοί
άλλοι από τους
ευρωπαίους ομολόγους
τους.
Ασυνέπειες
Η Γερμανία ξεπερνά
επίσης τις διαφωνίες της
με τη Γαλλία σχετικά με
κοινά αμυντικά σχέδια,
συμπεριλαμβανομένου ενός
άρματος μάχης επόμενης
γενιάς, που θα μπορούσε
να δώσει περαιτέρω ώθηση
στις μετοχές εταιρειών
όπως η Rheinmetall. Παρ’
όλα αυτά, η αλλαγή
παρουσιάζει ασυνέπειες.
Ο ερευνητής του
Πανεπιστημίου της
Βιέννης Etienne
Schneider επισημαίνει
ότι η πολιτική ενότητα
σφυρηλατήθηκε επί
προεδρίας Ντόναλντ
Τραμπ, «αλλά πέρασε σε
δεύτερη μοίρα κατά την
προεδρία Μπάιντεν».
Επίσης, το «φρένο
χρέους» που περιέλαβε η
Γερμανία στο Σύνταγμά
της το 2009, αν και
δημοφιλές, αποτελεί έναν
επώδυνο ζουρλομανδύα. Το
2023 χρησιμοποιήθηκε από
το Συνταγματικό
Δικαστήριο για να
μπλοκάρει την προσπάθεια
του Σολτς να δαπανήσει
60 δισεκατομμύρια ευρώ
σε οικονομικές
ενισχύσεις προς τη
βιομηχανία. Τελικά,
ωστόσο, η παραλυσία της
γερμανικής
επιχειρηματικής
πολιτικής εξηγείται από
τις διαφορετικές ομάδες
εταιρικών συμφερόντων.
Πρωταθλητές
Οι πολυεθνικές που
διεκδικούν τον τίτλο του
«εθνικού πρωταθλητή» και
είναι πιο
ευθυγραμμισμένες με το
IW, όπως η Siemens,
έχουν γίνει πιο δεκτικές
σε μια ρήξη με το
παρελθόν. Στο μεταξύ, οι
εταιρείες που
προσανατολίζονται κυρίως
στην εσωτερική αγορά και
«οι κρυφοί πρωταθλητές»
– ένας όρος που
επινοήθηκε από τον
επιχειρηματία Hermann
Simon για να περιγράψει
τις μεσαίου μεγέθους
επιχειρήσεις που
κυριαρχούν σε
εξειδικευμένες διεθνείς
αγορές – δεν
εμπιστεύονται τους
μεγάλους παίκτες.
Δεν φοβούνται τόσο τον
κινεζικό ανταγωνισμό και
δεν τους απασχολεί
ιδιαίτερα το
ενδεχόμενο να χάσει η
Γερμανία έδαφος στους
κλάδους παραγωγής
καταναλωτικών αγαθών. Τα
συμφέροντά τους έχουν
διχάσει το Ελεύθερο
Δημοκρατικό Κόμμα,
το οποίο εμφανίζεται να
υποχωρεί στις
δημοσκοπήσεις και
επιχειρεί να
αποστασιοποιηθεί από
τους κυβερνητικούς του
εταίρους ζητώντας να
μπει τέλος στις κρατικές
ενισχύσεις. Ωστόσο, η
αποβιομηχάνιση θα
έπληττε ολόκληρο το
οικοσύστημα της
Γερμανίας – ακόμη και
τους κρυφούς
πρωταθλητές.
Η ικανότητα των
εταιρειών αυτών να
επιτυγχάνουν τους
στόχους καθαρών εξαγωγών
και επενδύσεων είναι
αυτό ακριβώς που τις
καθιστά ιδανικούς
αποδέκτες
καλοσχεδιασμένων
κρατικών πολιτικών για
τη βιομηχανία. Οι
μεταρρυθμίσεις της
ελεύθερης αγοράς από
μόνες τους δεν μπορούν
να αντισταθμίσουν την
απώλεια του φθηνού
ρωσικού αερίου ούτε την
πολιτική της Κίνας για
σταδιακή υποκατάσταση
των δυτικών παραγωγών.
Οπως άλλωστε
υπογραμμίζει το
παράδειγμα του Ηνωμένου
Βασιλείου, μια
μετακίνηση του μοντέλου
προς την παροχή
υπηρεσιών θα συνοδεύεται
από μεγάλο κόστος με
όρους κοινωνικών
ανισοτήτων.
Ισως τελικά οι ηγέτες
της Γερμανίας καταλήξουν
εκεί. Αλλά στο μεταξύ ο
χρόνος περνάει.
Μπορείτε να
επικοινωνήσετε με τον
Jon Sindreu στο
jon.sindreu@wsj.com
Πηγή: The Wall Street
Journal |