Κάρεν
Ενα απόγευμα του
Ιουνίου, στα Βραχώδη
Ορη, αμέσως μετά τη
συνταξιοδότησή μου,
συμφωνήσαμε με τον Στιβ
ότι μάλλον
μεταμορφωνόμαστε σε
φαντάσματα.
Κάναμε ποδηλασία στο
βουνό από το χάραμα,
αφού είχαμε μαζέψει τη
σκηνή μας, και
αποφασίσαμε να κάνουμε
μια μικρή σπατάλη και να
κλείσουμε δωμάτιο σε
έναν ξενώνα. Κάναμε
check in και πήγαμε να
αφήσουμε τον εξοπλισμό
μας στον χώρο
αποθήκευσης ποδηλάτων,
περνώντας πλάι από
νεαρούς που ήταν
συγκεντρωμένοι στους
κοινόχρηστους χώρους του
ξενώνα.
Πρέπει να ήμασταν
πραγματικό αξιοθέατο:
δύο ξεθεωμένοι 60άρηδες
που έσπρωχναν ένα διπλό
ποδήλατο φορτωμένο σαν
μουλάρι.
Μόνο που ήταν σαν να μη
μας έβλεπε κανείς.
Διασχίσαμε το σαλόνι και
κανείς δεν σήκωσε το
κεφάλι του να μας
κοιτάξει. Περάσαμε μέσα
από την κουζίνα, όπου
άλλοι σοτάριζαν
κρεμμύδια ετοιμάζοντας
ένα ομαδικό γεύμα. «Μας
συγχωρείτε. Συγγνώμη για
τη διακοπή» είπε κάποιος
από τους δυο μας καθώς
περνούσαμε. «Μυρίζει
πολύ ωραία».
Γύρισαν λίγο, κάνοντάς
μας χώρο. Αλλά δεν είπαν
λέξη. Ούτε ένα «Πώς
πάει;», ούτε ένα «Από
πού είστε;». Καμία
οπτική επαφή.
«Είμαστε αόρατοι»
ψιθύρισε ο Στιβ στον
διάδρομο. Στο δωμάτιό
μας σωριαστήκαμε στο
κρεβάτι γελώντας. «Δεν
κατάλαβαν καν ότι
υπήρχαμε» είπα. «Είμαστε
πολύ γέροι για να
είμαστε ορατοί».
Είχαμε παρατηρήσει και
στο παρελθόν μια
αυξανόμενη αίσθηση ότι
ήμασταν αόρατοι, αλλά
όχι κι έτσι. Από το
επεισόδιο αυτό
εμπνευστήκαμε μυστικές
κωδικές φράσεις για
παρόμοια περιστατικά.
«Είμαστε αόρατοι»
ψιθυρίζει ο ένας στον
άλλον και χαμογελάμε
πονηρά καθώς θυμόμαστε
την εμπειρία μας στον
ξενώνα.
Μερικές φορές, αυτό που
κυριαρχεί δεν είναι τόσο
το αίσθημα ότι είμαστε
αόρατοι όσο ότι είμαστε
ασήμαντοι. Πρόσφατα
βρέθηκα σε μια εκδήλωση
με κάποιες νεότερες
φίλες μου. Στεκόμασταν
όρθιες σε έναν κλειστό
κύκλο, πίνοντας καφέ,
και οι φίλες μου
φλυαρούσαν για τις τρελά
φορτωμένες μέρες τους
μέσα στην εβδομάδα,
ρωτώντας η μία την άλλη
πώς καταφέρνει να
συνδυάζει τις
επαγγελματικές
υποχρεώσεις με την
ανατροφή των παιδιών και
τις εθελοντικές
δραστηριότητες.
Καμιά τους δεν
απευθύνθηκε σε μένα.
Εζησα δεκαετίες σε
αυτούς τους φρενήρεις
ρυθμούς. Τα κατάφερα,
επιβίωσα. Μήπως είχα να
τους δώσω κάποιες
συμβουλές; Οχι, σκέφτηκα
σιωπηλά. Είμαι
συνταξιούχος. Είμαι πολύ
γριά για να είμαι
σημαντική. Είμαι αόρατη.
Σκέφτομαι συχνότερα πια
πώς πρέπει να ένιωσε η
90χρονη μητέρα μου μια
φορά που είχαμε πάει
μαζί σε ένα εστιατόριο
ενώ εκείνη ήταν σε
αναπηρικό αμαξίδιο. Είχε
απόλυτη πνευματική
διαύγεια, αλλά είχε
περάσει ένα άσχημο
πέσιμο. Ενας υπάλληλος
του εστιατορίου
απευθύνθηκε σε μένα και
με ρώτησε: «Πού θα ήθελε
να καθίσει;».
Εγώ απευθύνθηκα στη
μητέρα μου και τη
ρώτησα: «Πού θα ήθελες
να καθίσεις, μητέρα;».
Για μένα δεν ήταν
αόρατη.
Για να είμαστε δίκαιοι
με τους νέους ανθρώπους
εν γένει, δεν μας
αγνοούν όλοι. Σε έναν
ξενώνα στη Μοντάνα
πέρυσι μια ομάδα
φοιτητών γεωλογίας που
ετοιμάζονταν να ανέβουν
στο βουνό μάς είδαν στο
σαλόνι και μας έπιασαν
αμέσως την κουβέντα.
Εμείς τους ρωτήσαμε για
τις σπουδές τους και
εκείνοι μας «ανέκριναν»
για το πώς είχαμε
οργανώσει τα πράγματά
μας στο ταξίδι που
κάναμε με το ποδήλατο.
Επιστρέφοντας στο Σαν
Φρανσίσκο, αισθανόμαστε
αρκετά ορατοί σε πολλούς
καλούς φίλους μας που
είναι τόσο νέοι που θα
μπορούσαν να είναι
παιδιά ή εγγόνια μας.
Ισως είμαστε σε ένα
στάδιο όπου πρέπει να
πάρουμε εμείς
περισσότερες
πρωτοβουλίες με
ανθρώπους πολύ νεότερους
από εμάς. Οταν έρχομαι
σε επαφή με νεότερους
ανθρώπους και μπαίνω
στον τρόπο σκέψης τους
διαπιστώνω ότι έχουν
τόσα πολλά να
προσφέρουν. Πώς θα σας
φαινόταν να ζητάτε τη
γνώμη τους και τη
συμβουλή τους αντί να το
περιμένετε από αυτούς;
Στιβ
Συνέβη ξανά σε ένα
ακριβό εστιατόριο κοντά
στο σπίτι μας, πρόσφατα.
«Μήπως είναι ιδέα μας;»
ρώτησα την Κάρεν.
Ηταν μια από τις σπάνιες
βραδιές που είχαμε βγει
για φαγητό έξω – και
όταν λέω βράδυ εννοώ
5.30 μ.μ. Πολλά τραπέζια
ήταν ακόμα άδεια, αλλά
δυσκολευόμασταν πάρα
πολύ να τραβήξουμε την
προσοχή του σερβιτόρου
μας – να παραγγείλουμε
ποτά, να παραγγείλουμε
φαγητό, να ζητήσουμε να
μας ξαναγεμίσει τα
ποτήρια με νερό.
Τον βλέπαμε παρακεί, να
χαζολογάει κεφάτος
ανάμεσα σε άλλα τραπέζια
με νεαρούς πελάτες. Του
έκανα νόημα ξανά και
ξανά, χωρίς κανένα
αποτέλεσμα.
«Πώς γίνεται να μη μας
βλέπει;» είπα. Η Κάρεν
χαμογέλασε και είπε τον
κωδικό: «Είμαστε
αόρατοι».
Αργότερα δεν καταφέραμε
να καλέσουμε τον
σερβιτόρο μας ούτε καν
για τον λογαριασμό,
οπότε αποφασίσαμε να
απολαύσουμε την
ατμόσφαιρα του
εστιατορίου μέχρι που
εκείνος έκρινε σκόπιμο
να ελευθερώσει το
τραπέζι μας για την ώρα
αιχμής. Του πήρε περίπου
μισή ώρα.
Αυτό μας έδωσε αρκετό
χρόνο για να συζητήσουμε
τη θεωρία της
αορατότητας. Μήπως ο
σερβιτόρος μας
εξυπηρετούσε άλλα
τραπέζια που δεν
μπορούσαμε να δούμε ή
είχε και άλλα καθήκοντα
εκτός από το να
σερβίρει; Μήπως οι
νεότεροι πελάτες από τα
άλλα τραπέζια τού είχαν
δώσει εκ των προτέρων
φιλοδώρημα; Μήπως μας
έκοψε για τσιγκούνηδες
επειδή δεν παραγγείλαμε
ολόκληρο μπουκάλι κρασί;
Τέτοιες συζητήσεις έχουν
γίνει μέρος του
πρωτοκόλλου μας. Αφού
προφέρουμε τον κωδικό
αορατότητας, ρωτάμε:
Μήπως είναι ιδέα μας;
Συμβαίνει αυτό,
πράγματι, σε όλους εδώ ή
μόνο σε μας; Μήπως
ήμασταν αόρατοι κατ’
αυτόν τον τρόπο σε όλη
μας τη ζωή και τώρα
απλώς το ανακαλύπτουμε;
Και το δυσκολότερο που
πρέπει να παραδεχτούμε:
Ισως δεν αφορούν όλα
εμάς.
«OK, μπούμερ» – το ακούω
να αντηχεί την ώρα που
εμείς θρηνούμε καθώς
διαπιστώνουμε ξαφνικά
ότι είμαστε αόρατοι.
Περάσαμε τη ζωή μας
πιστεύοντας ότι είμαστε
ξεχωριστοί για να
ανακαλύψουμε μόλις τώρα
ότι τελικά δεν είμαστε
και τόσο διαφορετικοί.
Μπορεί να γινόμαστε
υπερευαίσθητοι επειδή η
ορατότητά μας είναι
μέρος μιας διαρκούς
προσπάθειας να βρούμε τη
νέα μας ταυτότητα μετά
το τέλος του εργασιακού
βίου, ένα υπαρξιακό
καθήκον με το οποίο
παλεύουν πολλοί
συνταξιούχοι μετά την
αποχώρησή τους από τον
κόσμο της εργασίας.
Ακόμα κι αν είναι απλώς
ιδέα μας ότι δεν μας
βλέπουν, δεν είμαστε οι
μόνοι που το
αισθανόμαστε. Κάναμε ένα
γκάλοπ σε μερικούς
συνομήλικους
συνταξιούχους φίλους μας
και επιβεβαίωσαν αμέσως
την αίσθηση ότι συχνά
είμαστε αόρατοι. Ενας
παρατήρησε ότι οι
ζητιάνοι στο κέντρο της
πόλης συχνά φαίνεται να
μην μπαίνουν στον κόπο
να πλησιάσουν τους
ηλικιωμένους.
Και δεν είμαστε μόνο
εμείς, οι μπέιμπι
μπούμερ, που νιώθουμε να
μας πλήττει η
ασημαντότητα. Ενας
γνωστός μου ιερέας που
έχει συνταξιοδοτηθεί εδώ
και πολύ καιρό μιλάει με
θλίψη για το γεγονός ότι
οι ηγέτες της εκκλησίας
δεν ακούν πια τις
απόψεις του για τη
διακονία. Οι
συνταξιούχοι συντάκτες
γνωρίζουν πολύ καλά ότι
οι ίδιοι είναι
μπαγιάτικες ειδήσεις,
αλλά αυτό δεν τους
εμποδίζει να οικτίρουν
την πείρα τους που μένει
ανεκμετάλλευτη.
Επί δεκαετίες άκουγα
τόσο συχνά την επωδό
«Κανείς δεν ακούει πια»
που είχα αρχίσει να την
αποκαλώ «Ο θρήνος του
γέρου».
Αυτός δεν θα γίνει ποτέ
ο δικός μου θρήνος,
ορκίστηκα τότε.
Πηγή: The Wall Street
Journal |