|
Ούτως ή άλλως, τόσο ο
πρωθυπουργός Κυριάκος
Μητσοτάκης όσο και ο
υπουργός Εθνικής
Οικονομίας και
Οικονομικών Κωστής
Χατζηδάκης επισημαίνουν
ότι η Ελλάδα δεν
πρόκειται να ξεφύγει από
τους στόχους των
πλεονασμάτων,
αναμένοντας και την
ανταμοιβή από τους
οίκους αξιολόγησης για
την οριστική ανάκτηση
της επενδυτικής
βαθμίδας.
Οι στόχοι για τα
πλεονάσματα
Υψηλά πρωτογενή
πλεονάσματα μέχρι το
2028 προβλέπει το ΔΝΤ
για την Ελλάδα, σύμφωνα
με το Fiscal Monitor που
έδωσε χθες στη
δημοσιότητα.
Ειδικότερα, Ταμείο
«βλέπει» την επίτευξη
πρωτογενούς πλεονάσματος
στο 1% φέτος και 2% του
χρόνου. Από εκεί και
πέρα, εκτιμά ότι θα
παραμείνει στο 2% και το
2025 και από εκεί και
πέρα θα «ανέβει» στο
2,2% μέχρι και το 2028,
κάτι το οποίο δημιουργεί
πολύ περιοσριτικές
συνθήκες για τα επόμενα
χρόνια.
Σύμφωνα με τα τελευταία
στοιχεία της εκτέλεσης
του προϋπολογισμού, το
πρωτογενές αποτέλεσμα
της Γενικής Κυβέρνησης
για το 2023 εκτιμάται
ότι θα διαμορφωθεί σε
πλεόνασμα ύψους 2.560
εκατ. ευρώ ή 1,1% του
ΑΕΠ, πλησίον των
προβλέψεων του
Προγράμματος
Σταθερότητας.
Αντίστοιχα, το
πρωτογενές αποτέλεσμα
για το έτος 2024
προβλέπεται να
διαμορφωθεί σε 2,1% του
ΑΕΠ σύμφωνα με τους
στόχους του Προγράμματος
Σταθερότητας.
Συνθήκες πίεσης
Το παραπάνω συνεπάγεται
ότι θα υπάρξουν συνθήκες
πίεσης καθότι μειώνονται
πολύ οι πιθανότητες για
λήψη θετικών μέτρων, σε
περίπτωση που χρειαστεί,
όπως για παράδειγμα
φέτος με τις καταστροφές
από πλημμύρες και
πυρκαγιές. Την ίδια
στιγμή, ο πληθωρισμός
συνεχίζει να υφίσταται
και οι οι τιμές να
αυξάνονται, κάτι το
οποίο λειτουργεί
προσθετικά με αρνητικό
τρόπο για τους πολίτες.
Δεν μπορεί επίσης, να
αποκλειστεί μια πιθανή
επιβράδυνση του ρυθμού
αύξησης της ιδιωτικής
κατανάλωσης, βασικής
συνιστώσας αύξησης του
ΑΕΠ, πέρα από το
εκτιμώμενο στο προσχέδιο
«φρένο» σε σχέση με το
τρέχον έτος (από 2,5% σε
1,6%). Η συνεχιζόμενη
ακρίβεια φαίνεται ότι
έχει «πιέσει» σε πολύ
μεγάλο βαθμό τα
νοικοκυριά. Το ποσοστό
της αποταμίευσης το
πρώτο τρίμηνο του 2023 ,
σύμφωνα με τα στοιχεία
της ΕΛΣΤΑΤ είναι -1,4 %.
Σε κάθε περίπτωση, ο
πληθωρισμός αναμένεται
να είναι πάνω από το
όριο που έχει θέσει η
ΕΚΤ και κατά την επόμενη
χρονιά, ενώ το πολύ
μεγάλο πρόβλημα
εντοπίζεται στα τρόφιμα.
Παράλληλα, υφίστανται τα
ζητήματα της Κλιματικής
Κρίσης, δημιουργώντας
υποθετικά σενάρια για το
πόσο ενδέχεται να
αυξήσουν το οικονομικό
κόστος στο μέλλον.
Άλλωστε, ο διπλασιασμός
του αποθεματικού από τα
300 εκατ. ευρώ πέρυσι
στα 600 εκατ. ευρώ φέτος
είναι σημαντικός, αλλά
ενδέχεται να μην
αποδειχθεί αρκετός στην
πορεία του χρόνου.
Βασικό θέμα αποτελεί και
η αναμενόμενη απόφαση
για το Σύμφωνο
Σταθερότητας και
Ανάπτυξης. Οι διαφωνίες
μεταξύ Γαλλίας και
Γερμανίας έχουν
καθυστερήσεις τις όποιες
αποφάσεις, ωστόσο
παραμένει μια
εκκρεμότητα, η οποία
αναμένεται να επηρεάσει
και την Ελλάδα. Όπως
είπε ο πρωθυπουργός
Κυριάκος Μητσοτάκης από
τη Γρανάδα «Για τους
δημοσιονομικούς κανόνες,
θα επαναλάβω ότι η
Ελλάδα στηρίζει επί της
αρχής την πρόταση της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής για
περισσότερη ευελιξία
στην προσαρμογή, στη
δημοσιονομική
προσαρμογή,
αναλαμβάνοντας πάντα και
την ευθύνη των
σημαντικών
μεταρρυθμίσεων που
πρέπει να γίνουν
προκειμένου η χώρα μας
και η οικονομία μας να
γίνει πιο
ανταγωνιστική».
Πηγή: Οικονομικός
Ταχυδρόμος |