Κρυφό χρέος είναι
ουσιαστικά δανεισμός για
τον οποίο ευθύνεται μια
κυβέρνηση, αλλά δεν
αποκαλύπτεται στους
πολίτες της ή
στους πιστωτές της
χώρας. Και ενώ αυτό το
χρέος -από τη φύση του-
συχνά κρατείται εκτός
του επίσημου κρατικού
ισολογισμού, είναι
εντελώς πραγματικό και
υπαρκτό, αγγίζοντας το 1
τρισεκατομμύριο δολάρια
παγκοσμίως,
σύμφωνα με ορισμένες
εκτιμήσεις, επισημαίνουν
οι αναλύτριες του
Ταμείου.
Αν και αυτές οι
"άγνωστες" υποχρεώσεις
δεν είναι μεγάλες σε
σύγκριση με το παγκόσμιο
δημόσιο χρέος που
ξεπερνά τα 91
τρισεκατομμύρια δολάρια,
αποτελούν αυξανόμενη
απειλή για χώρες χαμηλού
εισοδήματος, οι οποίες
έχουν ήδη υψηλό χρέος με
τις ετήσιες ανάγκες
αναχρηματοδότησης να
έχουν τριπλασιαστεί τα
τελευταία χρόνια. Το
πρόβλημα γίνεται ακόμη
πιο πιεστικό σε
περιβάλλον υψηλότερων
επιτοκίων και
ασθενέστερης οικονομικής
ανάπτυξης. Η
ουσιαστικά έννοια της
λογοδοσίας βρίσκεται
έτσι σε κίνδυνο, χωρίς
ακριβείς πληροφορίες
σχετικά με την έκταση
του δανεισμού, γεγονός
που αυξάνει τον κίνδυνο
διαφθοράς.
Αυτές οι δυνητικά
εξαιρετικά αρνητικές
συνέπειες μπορούν να
αποφευχθούν με την
ενίσχυση των εθνικών
νομικών πλαισίων. Σε
σχετική μελέτη τους (The
Legal Foundations of
Public Debt
Transparency: Aligning
the Law with Good
Practices), οι
αναλύτριες του ΔΝΤ
παρουσιάζουν ευρήματα
από έρευνα σε 60 χώρες,
η οποία αποκάλυψε
ευπάθειες και κενά στις
εθνικές νομοθεσίες, τόσο
σημαντικά που εμποδίζουν
ουσιαστικά τη διαφάνεια.
Με στοιχεία Ιουλίου
2023, η έρευνα
αποκαλύπτει ότι
λιγότερες από τις μισές
χώρες που συμμετείχαν
στην έρευνα διαθέτουν
νόμους που απαιτούν
κανοναρχημένη διαχείριση
χρέους και
δημοσιονομικές εκθέσεις,
ενώ σε λιγότερες από το
ένα τέταρτο των
συγκεκριμένων χωρών
απαιτείται αποκάλυψη
πληροφοριών σε επίπεδο
δανείων - βασικά νομικά
χαρακτηριστικά για τη
διευκόλυνση της
διαφάνειας. Εντοπίζονται
επίσης τέσσερις
αξιοσημείωτες ευπάθειες
στην εσωτερική νομοθεσία
που επιτρέπουν την
απόκρυψη του χρέους:
-"στενός" και όχι
ευρύς ορισμός του
δημόσιου χρέους,
-ανεπαρκείς νομικές
απαιτήσεις για
αποκάλυψη,
-ρήτρες
εμπιστευτικότητας στις
συμβάσεις δημοσίου
χρέους
-αναποτελεσματική
εποπτεία
Σε πολλές χώρες, ο
στενός ορισμός του
δημόσιου χρέους, σε έναν
ή σε πολλούς νόμους,
επιτρέπει σε ορισμένες
μορφές κρατικού χρέους
να διαφεύγουν της
εποπτείας. Αντιθέτως,
σύμφωνα με το ΔΝΤ, ο
ορισμός οφείλει να είναι
ευρύς και περιεκτικός,
πράγμα που σημαίνει ότι
θα πρέπει να
περιλαμβάνει
ληξιπρόθεσμες οφειλές,
παράγωγα και swaps,
πιστώσεις προμηθευτών
και παραδοχές εγγυήσεων,
καθώς και δάνεια και
χρεόγραφα. Ο ορισμός θα
πρέπει επίσης να
καλύπτει επιπλέον
δημοσιονομικά κονδύλια,
δημόσια καταπιστευματικά
ταμεία
(π.χ. συνταξιοδοτικoύ
χαρακτήρα), καθώς και
"οχήματα" ειδικού
σκοπού.
Το
πλαίσιο τουλάχιστον στο
ένα τρίτο των χωρών που
εξέτασε η έρευνα είναι
εξαιρετικά αόριστο ως
προς το τι ορίζεται ως
δημόσιο χρέος
Δεύτερον, σε όλο τον
κόσμο, οι νομικές
απαιτήσεις για τη
γνωστοποίηση χρέους
είναι ανεπαρκείς. Μια
ισχυρή νομική βάση είναι
ζωτικής σημασίας,
σύμφωνα με τις
αναλύτριες του ΔΝΤ, ώστε
να σηματοδοτείται ότι
υπάρχει σαφής απαίτηση
να αναφέρονται τα
στοιχεία για το χρέος με
τρόπο που να είναι
έγκαιρος και επαρκής ως
προς τη διαφάνεια και τη
λογοδοσία.
Εμπιστευτικότητα
Το απόρρητο στις
συμβάσεις δημοσίου
χρέους παρεμποδίζει
άμεσα τη διαφάνεια,
σημειώνεται στο
άρθρο-ανάλυση. Σε όλο
τον κόσμο, λίγοι νόμοι
ρυθμίζουν (και
περιορίζουν) το απόρρητο
του δημόσιου χρέους, το
οποίο παρέχει στους
διαμορφωτές πολιτικής
ευρεία διακριτική
ευχέρεια να
χαρακτηρίζουν τέτοιες
συμβάσεις ως
εμπιστευτικές,
επικαλούμενοι την εθνική
ασφάλεια ή άλλους
λόγους, όπως επισημαίνει
το ΔΝΤ. Η κατάσταση
επιδεινώνεται από το
γεγονός ότι τα τρέχοντα
διεθνή πρότυπα και
κατευθυντήριες γραμμές
που σχετίζονται με το
χρέος παρέχουν
περιορισμένη καθοδήγηση
σχετικά με τον τρόπο
αντιμετώπισης ζητημάτων
εμπιστευτικότητας.
Η σύσταση των αναλυτριών
του Ταμείου είναι να
ορίζονται αυστηρά οι
εξαιρέσεις από τη
γνωστοποίηση και το
πεδίο εφαρμογής των
συμφωνιών
εμπιστευτικότητας. Η
νομοθετική εποπτεία και
άλλοι μηχανισμοί
διασφάλισης, όπως
διοικητικά ή δικαστικά
ένδικα μέσα, θα πρέπει
επίσης να
διευκρινίζονται στις
ισχύουσες νομικές
διατάξεις. Οι νόμοι στην
Ιαπωνία, τη Μολδαβία και
την Πολωνία είναι από
τους λίγους οι
οποίοι επιτρέπουν τη
νομοθετική ή
κοινοβουλευτική εποπτεία
εμπιστευτικών
πληροφοριών.
Η αποκάλυψη του δημόσιου
χρέους μπορεί επίσης να
παρεμποδίζεται όταν
υπάρχει αναποτελεσματική
εποπτεία από
νομοθετικά σώματα και
ανώτατους ελεγκτικούς
θεσμούς - μηχανισμούς,
οι οποίοι είναι καθ’ όλα
σημαντικοί εγγυητές της
λογοδοσίας. Τα
νομοθετικά όργανα πρέπει
να μπορούν να
παρακολουθούν και να
ελέγχουν το δημόσιο
χρέος για λογαριασμό των
πολιτών και πρέπει να
διαθέτουν προσωπικό
ικανό να διαβάζει και να
κατανοεί εξαιρετικά
τεχνικού χαρακτήρα
εκθέσεις.
Ο ρόλος του ΔΝΤ
Η διαφάνεια ως προς το
χρέος όχι μόνο ωφελεί
άμεσα τις χώρες, αλλά
είναι επίσης απαραίτητη
για το έργο του ΔΝΤ,
σημειώνεται στην ανάλυση
των τριών στελεχών του
Ταμείου. Οι κρυφές και
κατά τα άλλα αδιαφανείς
μορφές χρέους καθιστούν
πιο δύσκολο για το
Ταμείο να εκπληρώσει
τη βασική του αποστολή.
Για παράδειγμα, τα
εξασφαλισμένα δάνεια, οι
νέες και πολύπλοκες
μορφές χρηματοδότησης
και οι συμφωνίες
εμπιστευτικότητας
δυσκολεύουν το ΔΝΤ να
αξιολογήσει με ακρίβεια
το χρέος μιας χώρας και
να βοηθήσει να επανέλθει
η οικονομία της σε υγιή
τροχιά.
Έτσι, το Ταμείο
εργάζεται συνήθως για να
προσφέρει τα οφέλη της
διαφάνειας του χρέους
στις χώρες άμεσα
μέσω τεχνικής βοήθειας.
Οι καλά σχεδιασμένες
νομοθετικές παρεμβάσεις
καθιστούν πιο δύσκολη
την απόκρυψη του χρέους,
καταλήγουν οι αναλύτριες
του Ταμείου. Δεν
υπάρχουν ακόμη, ωστόσο,
αρκετές τέτοιες
νομοθετικές παρεμβάσεις,
παρά τα αποδεδειγμένα
οφέλη τους. Δεδομένης
της κρισιμότητας της
πραγματικής και
ουσιαστικής διαφάνειας,
οι χώρες και οι διεθνείς
εταίροι τους πρέπει,
σύμφωνα με το Ταμείο, να
πιέζουν για
μεταρρυθμίσεις βελτίωσης
των εγχώριων νομικών
πλαισίων, κάτι που με τη
σειρά του ωφελεί τόσο
τους δανειολήπτες, όσο
και τους νόμιμους
πιστωτές, αλλά και
ευρύτερα το διεθνές
χρηματοπιστωτικό
σύστημα. |