Βεβαίως, η Ελλάδα δεν
είναι ούτε η ακριβότερη
ούτε η φθηνότερη χώρα
στην Ε.Ε., καθώς δεν
είναι γνωστές οι τιμές
αναφοράς. Φυσικά, από
άλλες έρευνες
γνωρίζουμε, για
παράδειγμα, ότι η Ελλάδα
είναι από τις
ακριβότερες χώρες στο
φρέσκο γάλα, στο βρεφικό
γάλα, σε βρεφικές πάνες,
σε απορρυπαντικά.
Επιπλέον, το ζήτημα της
ακρίβειας θα πρέπει κάθε
φορά να συσχετίζεται και
με την αγοραστική δύναμη
των πολιτών σε κάθε
χώρα. Υπενθυμίζεται ότι
σύμφωνα με τα στοιχεία
της Eurostat, το κατά
κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες
αγοραστικής δύναμης
διαμορφώθηκε το 2023 στο
67% του μέσου όρου της
Ε.Ε., με την Ελλάδα να
ξεπερνάει σε επίδοση
μόνο τη Βουλγαρία και τη
Ρουμανία. Ωστόσο και
αυτό το στοιχείο δεν
αποκαλύπτει όλη την
αλήθεια, καθώς η
εκτεταμένη φοροδιαφυγή
αλλοιώνει την
πραγματικότητα. Το
επίπεδο τιμών
διαμορφώθηκε το 2022 στο
88,2% του ευρωπαϊκού
μέσου όρου.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα
αναλυτικά στοιχεία της
Eurostat για την εξέλιξη
των τιμών την περίοδο
Ιουλίου 2019 – Απριλίου
2024, ο εναρμονισμένος
δείκτης τιμών καταναλωτή
αυξήθηκε κατά 16,5% στην
Ελλάδα έναντι 23,1% στην
Ε.Ε. Ειδικά οι τιμές των
τροφίμων, κατηγορία η
οποία βρίσκεται στο
επίκεντρο τα 2,5
τελευταία χρόνια,
αυξήθηκαν στην Ελλάδα
την περίοδο 2019-2024
κατά 33,9%, όσο περίπου
και στην Ε.Ε. (33,8%).
«Πρωταθλητής» των
ανατιμήσεων στο σύνολο
των προϊόντων και
υπηρεσιών που μετράει η
Eurostat και όχι μόνο
στην ομάδα των τροφίμων
είναι το ελαιόλαδο, με
την τιμή να έχει αυξηθεί
κατά 121,6% έναντι
111,1% στην Ε.Ε. Η
απόκλιση αυτή από την
Ε.Ε. οφείλεται σε μεγάλο
βαθμό στο γεγονός ότι
στην Ελλάδα οι τιμές του
ελαιολάδου βρίσκονταν σε
πολύ χαμηλότερα επίπεδα
από ό,τι στις άλλες
ευρωπαϊκές χώρες πριν
από τις πολύ μεγάλες
ανατιμήσεις που
ξεκίνησαν πέρυσι και
οφείλονται στη μειωμένη
παραγωγή των βασικών
ελαιοπαραγωγών χωρών.
Η δεύτερη υψηλότερη
αύξηση τιμής αφορά ένα
άλλο προϊόν που
σχετίζεται πολύ με την
ελληνική κουζίνα και δη
το αιγοπρόβειο κρέας, η
τιμή του οποίου έχει
ενισχυθεί κατά 66,6%,
έναντι 42,2% στην Ε.Ε.
∆υστυχώς υψηλότερες
αυξήσεις σε σύγκριση με
την Ε.Ε. στη διάρκεια
της εξεταζόμενης
πενταετίας καταγράφονται
και στο μοσχαρίσιο κρέας
(33,9% στην Ελλάδα
έναντι 25,8% στην Ε.Ε.),
ενώ χαμηλότερη αλλά
κοντά στον ευρωπαϊκό
μέσο όρο ήταν η αύξηση
στο χοιρινό κρέας (33,1%
στην Ελλάδα έναντι 34%
στην Ε.Ε.). Πάνω από τον
μέσο ευρωπαϊκό όρο είναι
οι αυξήσεις στις τιμές
των τυροκομικών
προϊόντων (44,6% στην
Ελλάδα έναντι 34,8% στην
Ε.Ε.), καθώς και σε άλλα
βασικά είδη διατροφής,
όπως τα φρούτα, τα
λαχανικά και οι πατάτες.
Στον αντίποδα βρίσκονται
τα ζυμαρικά, το ρύζι, τα
ψάρια, ακόμη και το
φρέσκο γάλα, των οποίων
οι τιμές αυξήθηκαν πολύ
τα τελευταία χρόνια με
τις αυξήσεις να
κυμαίνονται από 16,5%
(στα ψάρια) έως 32,1%
(στο ρύζι), με
χαμηλότερο όμως ρυθμό σε
σύγκριση με την Ε.Ε.
Επίσης, πολύ χαμηλότερες
ήταν στην Ελλάδα οι
αυξήσεις σε ζάχαρη
(42,8% έναντι 79,2% στην
Ε.Ε.) και συνολικά στην
κατηγορία των γλυκών,
όπως επίσης και σε
αναψυκτικά, ποτά και
χυμούς.
∆υστυχώς εκτός από τα
τρόφιμα, υπάρχουν και
άλλες κατηγορίες βασικών
προϊόντων για ένα
νοικοκυριό, που τα
τελευταία χρόνια
τινάζουν στον αέρα τους
οικογενειακούς
προϋπολογισμούς, έστω
και αν πρόκειται για πιο
ελαστικές δαπάνες. Οι
τιμές των ειδών ένδυσης
αυξήθηκαν στην πενταετία
κατά 47,1% στην Ελλάδα
έναντι 24,5% στην Ε.Ε.
και των ειδών υπόδησης
κατά 36,8% έναντι 20,1%
στην Ε.Ε.
ADVERTISING
Πίσω από τους αριθμούς
και τα ποσοστά υπάρχουν
διάφορες αιτίες που
κάποιες τιμές
εμφανίζονται μειωμένες ή
πολύ λίγο αυξημένες σε
σύγκριση με τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ετσι, για παράδειγμα,
στην ομάδα «Μεταφορές»
την περίοδο Ιουλίου 2019
– Απριλίου 2024 οι τιμές
εμφανίζονται να έχουν
αυξηθεί στην Ελλάδα
μόλις κατά 3,4% έναντι
6,7% στην Ε.Ε. Τούτο
οφείλεται στις μειώσεις
των εισιτηρίων των μέσων
μαζικής μεταφοράς κατά
12,4% που αποφασίστηκαν
μετά το πρώτο lockdown
το 2020 (από 1,40 ευρώ
σε 1,20 ευρώ) και δεν
αυξήθηκαν ποτέ ξανά,
αλλά και στις μειώσεις
των εισιτηρίων των
τρένων, τα οποία
σημειωτέον πλέον δεν
χρησιμοποιούν και
πολλοί. Από την άλλη,
στην Ελλάδα καταγράφηκαν
αυξήσεις πάνω από τον
μέσο ευρωπαϊκό όρο, τόσο
στις χρεώσεις των ταξί
(22,6% έναντι 19,7%)
στην Ε.Ε., στα
αεροπορικά εισιτήρια
(34,5% έναντι 19,3%) και
ειδικά στα εισιτήρια για
τις διεθνείς πτήσεις
(41,8% έναντι 17,4%),
καθώς και στα ακτοπλοϊκά
εισιτήρια (38,1% έναντι
10,5% στην Ε.Ε.). Το
γεγονός δε ότι στις
τηλεπικοινωνίες
εμφανίζονται μειώσεις
τιμών και στα καύσιμα
μικρότερες αυξήσεις σε
σύγκριση με τον μέσο
ευρωπαϊκό όρο, δεν
αναιρεί το γεγονός ότι η
Ελλάδα είναι η
ακριβότερη χώρα στα υγρά
καύσιμα και δεύτερη
ακριβότερη στις
τηλεπικοινωνίες με τις
τιμές να βρίσκονται
53,5% πάνω από τον μέσο
όρο της Ε.Ε.
Αρκετά παρήγορο, πάντως,
για την εξέλιξη του
πληθωρισμού και για την
οικονομία γενικότερα
είναι ότι ο δομικός
πληθωρισμός,
εξαιρουμένων δηλαδή των
τιμών των τροφίμων και
της ενέργειας, αυξήθηκε
μεν στην Ελλάδα κατά
διψήφιο ποσοστό (11,5%),
αλλά στην Ε.Ε. η αύξηση
ήταν μεγαλύτερη (17%).
Πηγή: Καθημερινή |