Το μεγάλο απόθεμα
«κόκκινων» δανείων που
έχουν φύγει από τους
ισολογισμούς των
τραπεζών και βρίσκονται
υπό τη διαχείριση
των servicers, ύψους
περίπου 70 δισ.
ευρώ, δεν εκκαθαρίζονται
με ικανοποιητικούς
ρυθμούς για να
διασφαλισθεί ότι δεν θα
επιβαρυνθεί το Δημόσιο
από καταπτώσεις
εγγυήσεων του σχεδίου
Ηρακλής και για να
επανέλθουν στην
κανονικότητα της
οικονομικής ζωής
επιχειρήσεις και
νοικοκυριά που
βαρύνονται με χρέη.
Στην τελευταία έκθεση
μεταπρογραμματικής
εποπτείας,
η Κομισιόν σημειώνει το
πρόβλημα με έμφαση:
Η διευθέτηση του παλαιού
μη εξυπηρετούμενου
χρέους εκτός του
τραπεζικού τομέα
παραμένει ένα δύσκολο
και επίπονο έργο. Έως το
τέλος του 2023, οι
διαχειριστές πιστώσεων
στην Ελλάδα ήταν
υπεύθυνοι για τη
διαχείριση χρέους ύψους
69,5 δισ. ευρώ
(εξαιρουμένων των εκτός
ισολογισμού απαιτήσεων).
Η χαμηλή απόδοση (σε
σύγκριση με τα αρχικά
επιχειρηματικά σχέδια)
διαφόρων χαρτοφυλακίων
που τιτλοποιήθηκαν στο
πλαίσιο του αρχικού
προγράμματος «Ηρακλής»
συνεχίστηκε, καθώς η
ρύθμιση εξακολουθεί να
αντιμετωπίζει
προκλήσεις,
συμπεριλαμβανομένων
δικαστικών εμποδίων. Ως
αποτέλεσμα, ορισμένες
από τις αμοιβές των
διαχειριστών έχουν
ανασταλεί.
Αυτή η χαμηλή απόδοση
απαιτεί συνεχή
παρακολούθηση και
οφείλεται κυρίως στις
χαμηλές ανακτήσεις από
ρευστοποιήσεις
εξασφαλίσεων λόγω της
αναστολής των
διαδικασιών αναγκαστικής
εκτέλεσης κατά τη
διάρκεια της πανδημίας
COVID-19. Ωστόσο, οι
καθυστερήσεις στις
δικαστικές διαδικασίες,
το υψηλό ποσοστό
ανεπιτυχών
πλειστηριασμών και η
χαμηλή ρευστότητα στη
δευτερογενή αγορά ΜΕΔ
επιβραδύνουν επίσης τη
διαδικασία. Ως εκ
τούτου, αυτό καθυστέρησε
την επιστροφή πολλών
δανειοληπτών στο
ελληνικό τραπεζικό
σύστημα.
Λίγοι πλειστηριασμοί,
πολλοί άγονοι
Ειδικότερα για
τους πλειστηριασμούς,
που αποτελούν κύρια πηγή
καθυστερήσεων στην
εκκαθάριση των
«κόκκινων» δανείων από
τους servicers,
η Κομισιόν σκιαγραφεί
μια εικόνα επιδείνωσης
της κατάστασης, παρά τις
προσπάθειες που έχουν
γίνει από την κυβέρνηση
για βελτίωση του
θεσμικού πλαισίου, με
μείωση του συνολικού
αριθμού
προγραμματισμένων
πλειστηριασμών, μεγάλο
αριθμό αναστολών και
πολύ χαμηλά ποσοστά
επιτυχίας:
Το ιστορικό επιτυχών
πλειστηριασμών
αποκαλύπτει τη
συνεχιζόμενη ανεπάρκεια
των διαδικασιών, καθώς
μεγάλο ποσοστό
πλειστηριασμών είτε
ανεστάλησαν για
διαδικαστικούς λόγους, ή
απέτυχαν λόγω έλλειψης
ενδιαφέροντος.
Ο αριθμός των
πλειστηριασμών που είχαν
προγραμματιστεί μεταξύ
Νοεμβρίου 2023 και
τέλους Φεβρουαρίου 2024
παρουσιάζει πτωτική τάση
(7.910 τον Νοέμβριο
2023, 5.529 τον
Δεκέμβριο 2023, 5.222
τον Ιανουάριο 2024 και
4.312 τον Φεβρουάριο
2024), ενώ το ποσοστό
των αναστολών κυμαίνεται
γύρω στο 50%.
Στους πλειστηριασμούς
που διενεργούνται, το
ποσοστό των άγονων
υπερβαίνει σταθερά και
σημαντικά αυτό των
επιτυχημένων (66% έναντι
34% τον Φεβρουάριο του
2024).
Οι αρχές έχουν αναθέσει
σε ομάδα εργασίας του
υπουργείου Δικαιοσύνης
να καταρτίσει
νομοθετικές προτάσεις
στο πλαίσιο μιας
επικείμενης δέσμης
τροποποιήσεων του Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας. Θα
αντιμετωπίσει ελλείψεις
που αποθαρρύνουν τους
δυνητικούς αγοραστές από
τη συμμετοχή σε
πλειστηριασμούς, όπως η
έλλειψη χρηματοδότησης,
οι ληξιπρόθεσμοι
λογαριασμοί κοινής
ωφέλειας που σχετίζονται
με ακίνητα, οι
ανεπάρκειες στην έξωση
ενοικιαστών, η έλλειψη
πληροφοριών σχετικά με
την τρέχουσα κατάσταση
των ακινήτων, η μη
διαθεσιμότητα στην
πλατφόρμα
πιστοποιητικών, αδειών
και σχεδίων σχετικών με
το πλειστηριαζόμενο
ακίνητο, καθώς και οι
υπερβολικές
καθυστερήσεις στη
δικαστική επίλυση
διαφορών μετά τον
πλειστηριασμό (συχνά
καθορισμένες ημερομηνίες
ακρόασης πέραν του 2030)
και στην καταχώριση
συναλλαγών στο
κτηματολόγιο.
Σχετικά με την τρίτη
φάση του σχεδίου
Ηρακλής που βρίσκεται σε
εξέλιξη,
η Επιτροπή παρατηρεί ότι
οι κρατικές εγγυήσεις
για τιτλοποιήσεις που
έχουν προβλεφθεί δεν
καλύπτουν όλα τα
«κόκκινα» δάνεια που
έχουν απομείνει για
διευθέτηση, κάτι που
σημαίνει ότι θα μείνουν
δάνεια που οι τράπεζες
θα χρειασθεί να
αντιμετωπίσουν με τις
δικές τους δυνάμεις:
Εκτός από την ολοκλήρωση
των τριών εκκρεμών
τιτλοποιήσεων, οι οποίες
υποβλήθηκαν από τις
συστημικές τράπεζες πριν
από τη λήξη του
προηγούμενου καθεστώτος,
αναμένεται ότι ορισμένα
λιγότερο σημαντικά
ιδρύματα θα
χρησιμοποιήσουν το
σχέδιο «Ηρακλής» για την
ταχύτερη εξυγίανση των
ισολογισμών τους. Με
βάση τα τελευταία σχέδια
μείωσης των ΜΕΔ,
φαίνεται ότι η ζήτηση
εγγυήσεων υπερβαίνει το
προβλεπόμενο κονδύλιο.
Ως εκ τούτου, στο
μέλλον, οι τράπεζες θα
πρέπει να συνεχίσουν να
επιλύουν τα ΜΕΔ τους
χωρίς τη χρήση του
προγράμματος «Ηρακλής».
Τα μερίσματα και το DTC
Παρότι επικρατεί ευφορία
για την επάνοδο των
τραπεζών στη διανομή
μερισμάτων ύστερα από
μια «άγονη»
δεκαπενταετία,
η Κομισιόν παρατηρεί ότι
τα επόμενα χρόνια οι
τράπεζες θα πρέπει να
είναι προσεκτικές στη
μερισματική τους
πολιτική, λαμβάνοντας
υπόψη την ανάγκη να
μένουν στην άκρη αρκετά
κέρδη για να μειωθούν οι
αναβαλλόμενες
φορολογικές απαιτήσεις
(DTC), που εξακολουθούν
να αντιστοιχούν σε υψηλό
ποσοστό των κεφαλαίων
τους, με αποτέλεσμα να
επηρεάζεται η ποιότητα
της κεφαλαιακής βάσης:
Η ποιότητα των κεφαλαίων
μεταξύ των συστημικά
σημαντικών τραπεζών
παραμένει μη βέλτιστη.
Κατά μέσο όρο, το 44%
του κεφαλαίου των
τραπεζών αποτελείται από
αναβαλλόμενες πιστώσεις
φόρου (DTC), αν και
έχουν καταγράψει
σημαντική μείωση τα
τελευταία χρόνια.
Οι τράπεζες σχεδιάζουν
να μειώσουν τη συμμετοχή
του DTC στο συνολικό
κεφάλαιό τους τα επόμενα
χρόνια, αλλά τα σχέδιά
τους εξαρτώνται από τη
διατήρηση της
μελλοντικής κερδοφορίας.
Ως εκ τούτου, είναι
σκόπιμο το επίπεδο των
διανομών μερισμάτων να
εξισορροπείται κατάλληλα
με την ανάγκη μείωσης
του μεριδίου του DTC.
Πηγή: Business Daily |