Με βάση τα σχετικά
στοιχεία, η κορύφωση του
φαινομένου των
αποποιήσεων κληρονομιών
παρατηρήθηκε το 2018,
όταν καταγράφηκαν
150.000 τέτοιες πράξεις,
από περίπου 29.000 το
2013, δηλαδή σχεδόν
πενταπλάσιες. Το
φαινόμενο αυτό οφειλόταν
στο γεγονός ότι είχαν
συσσωρευτεί σημαντικά
χρέη, που δεν μπορούσαν
να επωμιστούν οι
κληρονόμοι, και
ταυτόχρονα οι αξίες των
ακινήτων που θα
μπορούσαν να
κληρονομήσουν ήταν
χαμηλότερες. Ετσι, το
τελικό αποτέλεσμα ήταν
παθητικό, ωθώντας τους
περισσότερους στην
αποποίηση της
κληρονομιάς.
Ωστόσο και στην
περίπτωση που δεν
υπήρχαν σημαντικά χρέη,
πολλές φορές γίνονταν
και πάλι αποποιήσεις
εξαιτίας της αδυναμίας
πολλών νοικοκυριών να
καταβάλουν ακόμη και τον
φόρο κληρονομιάς.
Ειδικά, αν η κληρονομιά
αφορά ακίνητα εντός της
Αττικής, σε καλή
περιοχή, ο φόρος μπορεί
να αγγίξει ακόμη και τις
16.500 ευρώ, παρότι τα
πρώτα 150.000 ευρώ της
φορολογητέας περιουσίας
είναι αφορολόγητα.
Επίσης, σύμφωνα με την
κ. Βασιλική Χαβέλα,
δικηγόρο που ειδικεύεται
στον κλάδο των ακινήτων,
οι κληρονόμοι θα πρέπει
να πληρώσουν και τέλη
κτηματολογίου, ενώ η
αμοιβή του
συμβολαιογράφου είναι
χαμηλή σε περιπτώσεις
κληρονομιών, καθώς δεν
εξαρτάται από την αξία
του ακινήτου. Αντιθέτως
δεν υπόκεινται στην
υποχρέωση έκδοσης
ταυτότητας κτιρίου.
Ασφαλώς δεν αφορούν όλες
αυτές οι αποποιήσεις
ακίνητα «φιλέτα» ή
κατοικίες εντός των
μεγάλων αστικών κέντρων.
Ωστόσο είναι δεδομένο
ότι ένας μεγάλος αριθμός
ακινήτων αφορά ακριβώς
διαμερίσματα και
κατοικίες που θα
μπορούσαν να αποτελέσουν
μια πολύ σημαντική
«μαγιά» για τη χάραξη
στεγαστικής πολιτικής.
Δεν υπάρχει φορέας
Σήμερα, όπως φαίνεται,
το Δημόσιο δεν γνωρίζει
ή τουλάχιστον δεν
επιθυμεί να
γνωστοποιήσει τον ακριβή
αριθμό ή τα επιμέρους
ποιοτικά χαρακτηριστικά
των ακινήτων που
αποτελούν μέρος των
κληροδοτημάτων που έχουν
περιέλθει στην κατοχή
του. Το μόνο που είναι
ξεκάθαρο είναι ότι
υπάρχει υπηρεσία
καταγραφής των
δικαιωμάτων, χωρίς
κάποια άλλη λεπτομέρεια.
Ωστόσο, όπως
επισημαίνουν φορείς της
αγοράς ακινήτων, δεν
έχει συσταθεί κάποιος
εξειδικευμένος φορέας, ο
οποίος να είναι
επιφορτισμένος με την
ενεργή διαχείριση αυτών
των ακινήτων. Επομένως
μένουν αναξιοποίητα,
καθώς ούτε αξιοποιούνται
μέσω της ενοικίασής τους
ούτε εκπλειστηριάζονται
προκειμένου έστω να
αντληθούν πόροι οι
οποίοι θα μπορούσαν να
χρηματοδοτήσουν άλλες
δράσεις στο πεδίο της
στεγαστικής πολιτικής,
που επιχειρεί να
ανασυγκροτήσει η
κυβέρνηση, εν μέσω
συνεχούς όξυνσης της
έλλειψης στέγης, ιδίως
στα μεγάλα αστικά κέντρα
της Αθήνας και της
Θεσσαλονίκης.
Επομένως, το Δημόσιο, σε
συνδυασμό και με τους
ιδιώτες που κρατούν
κλειστά εκατοντάδες
χιλιάδες ακίνητα
(περίπου 700.000
πανελλαδικά), αλλά και
τις τράπεζες και τις
εταιρείες διαχείρισης
που έχουν συσσωρεύσει
περί τα 25.000 οικιστικά
ακίνητα, αθροίζει σχεδόν
1 εκατ. αναξιοποίητα
ακίνητα, τα οποία θα
μπορούσαν αφενός να
επιλύσουν το στεγαστικό
πρόβλημα, χωρίς
«τιμωρητικές» πολιτικές
για όσους έχουν
επενδύσει στην αγορά
ακινήτων, και αφετέρου
να συγκρατήσουν τις
αξίες και τα ενοίκια.
Οι στρεβλώσεις
Οπως αναφέρει στην «Κ» ο
κ. Λευτέρης Ποταμιάνος,
πρόεδρος του Συλλόγου
Μεσιτών Αθηνών –
Αττικής, «τα ακίνητα του
Δημοσίου θα μπορούσαν
κάλλιστα να αποτελέσουν
μια πολύ σημαντική πρώτη
ύλη προκειμένου να
καταστούν επιλέξιμα για
αξιοποίηση μέσω του
προγράμματος “Σπίτι
Μου”». Σύμφωνα με τον
ίδιο, με αυτόν τον τρόπο
δεν θα αφαιρείτο απότομα
μέρος του αποθέματος των
πωλούμενων κατοικιών,
που είχε ως αποτέλεσμα
και την αύξηση των τιμών
με τεχνητό τρόπο, όχι
δηλαδή λόγω της
οργανικής ανάπτυξης της
αγοράς.
Εξαιτίας δηλαδή του
τρόπου εφαρμογής του
αρχικού προγράμματος
«Σπίτι Μου», το
αποτέλεσμα ήταν να
δημιουργηθούν άτυποι
πλειστηριασμοί μεταξύ
των δικαιούχων λόγω των
ασφυκτικών προθεσμιών
που δόθηκαν για την
ολοκλήρωση των
αγοραπωλησιών, σε μια
αγορά όπου η έννοια της
ταχύτητας στην
ολοκλήρωση πράξεων
αγοραπωλησίας έχει
εκλείψει τα τελευταία
χρόνια. Κάπως έτσι, μετά
την εξασφάλιση
τραπεζικής προέγκρισης,
οι δικαιούχοι κλήθηκαν
να κλείσουν ακίνητα από
ένα εξαιρετικά
περιορισμένο απόθεμα
επιλέξιμων ακινήτων.
Αυτό έδωσε τη δυνατότητα
στους ιδιοκτήτες να
αυξήσουν τις ζητούμενες
τιμές.
«Σε αρκετές συνοικίες
των μεγάλων πόλεων η
προσφορά παλαιών
ακινήτων αποδείχθηκε
μικρότερη της ζήτησης,
με αποτέλεσμα οι
απελπισμένοι πολίτες να
αυξάνουν συνέχεια την
προσφορά τους ώστε να
πείσουν τους ιδιοκτήτες
να τους προτιμήσουν και
να αποκτήσουν έτσι
“άτοκα” το ακίνητό τους.
Ετσι, ακίνητα αξίας
60.000-80.000 ευρώ
βρέθηκαν να πωλούνται
τελικά αντί
120.000-150.000 ευρώ ή
ακόμη και 200.000 ευρώ
στην Αττική. Γνωρίζω
ιδιοκτήτες που είχαν
κυριολεκτικά δεκάδες
υποψηφίους, οι οποίοι
τους παρακαλούσαν να
αποδεχθούν την προσφορά
τους», εξηγεί στην «Κ» ο
κ. Ηλίας Παπαγεωργιάδης,
διευθύνων σύμβουλος της
MORE Group. Η ακραία
αυτή στρέβλωση είχε ως
αποτέλεσμα, εντέλει, να
ακυρωθεί στην πράξη το
όφελος των δικαιούχων
από την εξασφάλιση
«άτοκου» δανείου, καθώς
στο τέλος το ποσό που
πλήρωσαν ήταν αντίστοιχο
εκείνου που θα
κατέβαλλαν αν λάμβαναν
ένα κανονικό στεγαστικό
δάνειο και πλήρωναν
όλους τους αναλογούντες
τόκους.
Εν τω μεταξύ, στρέβλωση
έχει αρχίσει να
προκαλείται ήδη και με
τις πρόσφατες εξαγγελίες
περί νέου κύκλου του
προγράμματος «Σπίτι
Μου». Οπως αναφέρουν
πηγές της αγοράς, ήδη
παρατηρείται αύξηση των
ζητούμενων τιμών στις
αγγελίες κι ενώ το
αγοραστικό ενδιαφέρον
έχει «παγώσει» εν
αναμονή της
δημοσιοποίησης
περισσότερων στοιχείων
για το νέο πρόγραμμα, το
οποίο δεν έχει όμως
εξασφαλίσει τα
απαιτούμενα κονδύλια για
να χρηματοδοτηθεί.
Σύμφωνα με μεσιτικές
πηγές, το αρχικό
πρόγραμμα «Σπίτι Μου»
φαίνεται πως καθυστέρησε
την εμφάνιση της μείωσης
της ζήτησης, που άρχισε
όμως να παρατηρείται
πλέον τις τελευταίες
εβδομάδες. Αν αρχίσει
όμως να «τρέχει» το νέο
πρόγραμμα, είναι
προφανές ότι θα
επανέλθει και το
αγοραστικό ενδιαφέρον,
συντηρώντας και πάλι με
τεχνητό τρόπο τις υψηλές
τιμές.
Οπως σημειώνει ο κ.
Παπαγεωργιάδης, «την ώρα
που με τις αλλαγές στο
πρόγραμμα “χρυσή βίζα”
φάνηκε πως υπάρχει
πρόθεση να περιοριστεί η
τεχνητή ζήτηση που
φουσκώνει τις τιμές, με
αυτό το πρόγραμμα
ουσιαστικά θα αυξήσουμε
τη ζήτηση και τις
προσδοκίες των πωλητών,
σε μια περίοδο μάλιστα
που η προσφορά ακινήτων
συνεχίζει να είναι πολύ
χαμηλή». Κατά τον ίδιο,
πάντως, οι προθέσεις
είναι καλές και η
πρωτοβουλία αξιόλογη,
αλλά ο τρόπος
υλοποίησης, ειδικά ως
προς τα κριτήρια
ένταξης, χρήζει
βελτίωσης.
Τι πρέπει να αλλάξει
Σύμφωνα με τους ειδικούς
της αγοράς, το «κλειδί»
για να αποφευχθούν
ανάλογες στρεβλώσεις με
τον πρώτο κύκλο του
προγράμματος είναι να
διευρυνθούν σημαντικά οι
δικαιούχοι και κυρίως τα
ακίνητα που θα είναι
επιλέξιμα. Αν
περιοριστεί και πάλι το
πιθανό απόθεμα από το
οποίο μπορούν να
επιλέξουν οι
ενδιαφερόμενοι σε λίγες
περιοχές με (ακόμη)
προσιτά ακίνητα, είναι
προφανές ότι θα
επαναληφθούν οι ίδιες
στρεβλώσεις. Αντιθέτως,
λιγότερες θα είναι οι
επιπλοκές, τουλάχιστον
σε επίπεδο απότομης
αύξησης των τιμών, σε
περίπτωση που οι
ενδιαφερόμενοι μπορούν
να επιλέξουν π.χ. και
νεότερης κατασκευής
ακίνητα, ακόμη και
νεόδμητα, δηλαδή ακίνητα
μεγαλύτερης αξίας,
προκειμένου να μην
ασκηθεί η ίδια πίεση
στην κτηματαγορά.
Πάντως, με βάση τις
πληροφορίες που έχουν
διαρρεύσει, φαίνεται πως
οι δικαιούχοι θα είναι
πλέον και πολίτες
μεγαλύτερης ηλικίας (έως
50 ετών, αντί για έως 39
ετών), τα εισοδηματικά
κριτήρια θα διευρυνθούν,
ενώ και τα επιλέξιμα
ακίνητα εκτιμάται ότι
μπορεί να είναι και
νεότερα των 15 ετών.
Ακόμη ένα ζητούμενο
είναι και το πώς θα
αποφευχθεί η σαφής
προτίμηση των τραπεζών
στο να επιλέγουν, κατά
προτεραιότητα,
υπαλλήλους του δημοσίου
τομέα, έναντι εκείνων
του ιδιωτικού, για τη
χορήγηση στεγαστικών
δανείων (λόγω μειωμένου
ρίσκου), κάτι που
φαίνεται πως είχε τελικά
αντίκτυπο και στο
«μείγμα» των τελικών
δικαιούχων που
κατόρθωσαν να
δανειοδοτηθούν μέσω του
προγράμματος «Σπίτι
Μου».
Πηγή: Money Review |