Εταιρείες υπερχρεωμένες,
που αδυνατούσαν χωρίς
μία φρέσκια
ένεση ρευστότητας να
εξυπηρετήσουν τις
δανειακές τους
υποχρεώσεις και να
επιστρέψουν στην
κανονικότητα, θα
βρίσκονταν λόγω των
προοπτικών αναγέννησής
τους στο κάδρο νέων
επενδυτών. Θα
διεκδικούσαν με τον
τρόπο αυτόν μία δεύτερη
ευκαιρία σε ένα
ευνοϊκότερο μετά από την
εποχή των μνημονίων
μακροοικονομικό τοπίο.
Πέντε χρόνια μετά οι
επιτυχημένες ιστορίες
γυρίσματος
προβληματικών, υπό το
βάρος της ελληνικής
κρίσης της περασμένης
δεκαετίας, αλλά βιώσιμων
σχημάτων, είναι
εξαιρετικά λίγες σε
σχέση με τον όγκο των μη
εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος
Σύμφωνα με τα τελευταία
στοιχεία που
δημοσιοποίησε η Τράπεζα
της Ελλάδος, στο τέλος
του 2023 η συνολική αξία
των χαρτοφυλακίων που
διαχειρίζονται οι
εξειδικευμένες εταιρείες
του κλάδου ανέρχονταν σε
88 δισ. ευρώ.
Από αυτά, τα 69 δισ.
ευρώ έχουν μεταβιβαστεί
από τα πιστωτικά
ιδρύματα σε funds, είτε
απευθείας μέσω πωλήσεων
είτε διά της μεθόδου των
τιτλοποιήσεων, ενώ τα
υπόλοιπα 19 δισ. ευρώ
παραμένουν στους
ισολογισμούς τους. Η
πλειονότητά τους,
περίπου τα μισά,
προέρχονται από την
επιχειρηματική πίστη.
Πρόκειται για τη μαγιά
που καλούνται οι
εταιρείες διαχείρισης να
αξιοποιήσουν για τις
ανακτήσεις τους.
Τα αποτελέσματα
Προς τα παρόν τα
αποτελέσματα δεν είναι
τα επιθυμητά. Με
εξαίρεση ένα deal στον
ξενοδοχειακό κλάδο και
τις προσπάθειες για
αντίστοιχες συμφωνίες
στους τομείς των
οινοποιείων και των
τροφίμων, δεν έχει
ολοκληρωθεί κάποια άλλη
επένδυση μέσω των
κόκκινων δανείων, άξια
αναφοράς.
Οι περισσότερες πωλήσεις
έως σήμερα αφορούν
υπερχρεωμένες
επιχειρήσεις που
διέθεταν αξιόλογα
ακίνητα ως εξασφαλίσεις
για τον δανεισμό τους
και προσέλκυσαν
επενδυτές κατά βάση λόγω
των σχεδίων αξιοποίησής
τους στο τρέχον
περιβάλλον ανάκαμψης των
τιμών στην κτηματαγορά
και ισχυρών επιδόσεων
στον τουρισμό. Σύμφωνα
με στοιχεία της Τράπεζας
της Ελλάδος, στην
πενταετία 2019-2023 με
τον τρόπο αυτόν άλλαξαν
χέρια 101 χαρτοφυλάκια,
σχεδόν αποκλειστικά
επιχειρηματικά, με
συνολική αξία απαιτήσεων
4,3 δισ. ευρώ. Πρόκειται
για μεταβιβάσεις που
διευκολύνουν τη
στρατηγική των εταιρειών
διαχείρισης για την
επίτευξη των
επιχειρησιακών τους
στόχων, βάσει των όρων
του προγράμματος
«Ηρακλής». Δεν είναι
όμως ικανές να δώσουν
ώθηση στην οικονομία,
διανοίγοντας προοπτικές
για την ανάδειξη νέων
υγιών επιχειρηματικών
εγχειρημάτων.
Οι λόγοι
Σύμφωνα με πηγές από τον
κλάδο των servicers,
αγκάθι στις διεργασίες
που γίνονται για την
εξεύρεση στρατηγικών
επενδυτών που θα
προσφέρουν την ευκαιρία
σε βιώσιμα σχήματα να
ανακάμψουν, αποτελούν τα
νομικά εμπόδια που
υψώνουν οι υφιστάμενοι
μέτοχοί τους.
«Δεν είναι λίγες οι
περιπτώσεις που με κάθε
μέσο, προσπαθούν να
παραμείνουν στις θέσεις
τους και να μην
απολέσουν τα ποσοστά
τους, χωρίς να βάλουν το
χέρι στην τσέπη για να
προσφέρουν το απαραίτητο
καύσιμο που απαιτεί κάθε
προσπάθεια
αναδιάρθρωσης. Ως
αποτέλεσμα διαιωνίζεται
το πρόβλημα και
αποθαρρύνονται
ενδιαφερόμενοι που είναι
διατεθειμένοι να
επενδύσουν στην εγχώρια
αγορά» σημειώνουν οι
ίδιοι κύκλοι. Προσθέτουν
δε, πως «παρά τη
βελτίωση που
καταγράφεται στην
ταχύτητα διενέργειας
πλειστηριασμών, οι
χρόνοι παραμένουν αργοί.
Ετσι, ο μοναδικός μοχλός
πίεσης που διαθέτουμε
δεν λειτουργεί
αποτελεσματικά».
Οι ρυθμίσεις
Πέραν όμως από αυτού του
τύπου τις συναλλαγές,
κεντρικό ρόλο στα πλάνα
των servicers, μέσω των
οποίων μπορούν υπό
προϋποθέσεις να
επανέλθουν στην
κανονικότητα
προβληματικές εταιρείες
έχουν και οι ρυθμίσεις.
Αν και έχουν ανεβάσει
ρυθμούς σε σύγκριση με
τα προηγούμενα χρόνια,
παραμένουν ακόμη σε
χαμηλά επίπεδα.
Πάντως, μετά τη βελτίωση
των όρων του
εξωδικαστικού
μηχανισμού, υπάρχουν
βάσιμες προσδοκίες ότι η
κατάσταση θα βελτιωθεί
σε αυτό το πεδίο. Τα
πρώτα δείγματα γραφής
στο ξεκίνημα του 2024
είναι ενθαρρυντικά,
καθώς οι οριστικές
υποβολές των σχετικών
αιτήσεων αναρριχήθηκαν
σε ιστορικά υψηλά.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟ
ΒΗΜΑ |