Το Εποπτικό Συμβούλιο
της ΕΚΤ παραμένει
επιφυλακτικό ως προς την
πλήρη απελευθέρωση της
μερισματικής πολιτικής,
λόγω της γεωπολιτικής
αβεβαιότητας που αυξάνει
τους κινδύνους για το
χρηματοπιστωτικό
σύστημα, αλλά και των
χαμηλότερης ποιότητας
κεφαλαίων των εγχώριων
συστημικών ομίλων, σε
σχέση με την υπόλοιπη
Ευρώπη.
Όπως γράφει ο
Οικονομικός Ταχυδρόμος,
ωστόσο πηγές από τον
κλάδο εμφανίζονται
αισιόδοξες για το
πράσινο φως του επόπτη,
σημειώνοντας πως θα
είναι πολύ μεγάλη
έκπληξη εάν υπάρξει
μπλόκο στους σχεδιασμούς
τους.
Όπως λένε, τα εγχώρια
πιστωτικά ιδρύματα έχουν
πετύχουν για δύο σερί
χρήσεις ετήσια καθαρή
κερδοφορία της τάξης των
3,6 δισ. ευρώ, ενώ
τουλάχιστον για το 2024
η διατήρησή της σε αυτά
τα επίπεδα θεωρείται
εύκολη υπόθεση.
Ο ρόλος των επιτοκίων
Κι αυτό διότι κατά μέσο
όρο τα επιτόκια στα
υφιστάμενα δανειακά
χαρτοφυλάκια θα είναι
συνολικά αυτή τη χρονιά
υψηλότερα από πέρυσι,
ακόμη κι αν η ΕΚΤ
προχωρήσει σε διαδοχικές
μειώσεις των δεικτών της
από τον Ιούνιο και μετά.
Ως εκ τούτου, τα καθαρά
έσοδα από τόκους
αναμένεται να
παραμείνουν γύρω από τη
ζώνη των 8 δισ. ευρώ,
χωρίς να είναι
απαραίτητη η επιτάχυνση
των ρυθμών πιστωτικής
επέκτασης.
Πρόσθετη στήριξη στα
αποτελέσματα των
τραπεζών θα δοθεί μέσω
των καθαρών εσόδων από
προμήθειες, τα οποία
εκτιμάται ότι θα
ενισχυθούν σε ποσοστό
τουλάχιστον 5%.
Παράλληλα, η αναμενόμενη
μικρή άνοδος στα
λειτουργικά έξοδα θα
αντισταθμιστεί από το
χαμηλότερο κόστος για
τον πιστωτικό κίνδυνο,
μιας και οι δείκτες
καθυστερήσεων κινούνται
ήδη στα επίπεδα του 4%
και οι τάσεις είναι
πτωτικές.
Τι θα εξετάσει ο SSM
Μέχρι τις αρχές του
καλοκαιριού ο SSM
αναμένεται να απαντήσει
στα αιτήματα των
ελληνικών τραπεζών, ώστε
να ακολουθήσουν οι
τακτικές γενικές
συνελεύσεις των μετόχων
τους, κατά πάσα
πιθανότητα τέλη Ιουνίου
– αρχές Ιουλίου, προς
λήψη των απαραίτητων
εγκρίσεων.
Στο μικροσκόπιο της
Φρανκφούρτης θα μπουν τα
εξής:
– Η εξέλιξη των καθαρών
κερδών τα επόμενα
χρόνια, στη βάση και της
προοπτικής αποκλιμάκωσης
των ευρωπαϊκών
επιτοκίων, που
αναπόφευκτα θα έχει
αρνητική επίπτωση στην
οργανική κερδοφορία των
τραπεζών
– Οι δείκτες κεφαλαιακής
επάρκειας και οι
εκτιμήσεις για περαιτέρω
ενίσχυσή τους τα επόμενα
χρόνια, τόσο με οργανικό
τρόπο, μέσω της
κερδοφορίας, όσο και με
εκδόσεις ομολόγων, οι
οποίες θα συνεχιστούν
– Το χρονοδιάγραμμα
μείωσης της συμμετοχής
των αναβαλλόμενων
φορολογικών απαιτήσεων
(DTC) στους δείκτες
κύριων βασικών ιδίων
κεφαλαίων (CET1). Σήμερα
είναι οι υψηλότεροι στην
Ευρωζώνη, κινούμενοι από
44% έως 76%
– Η πορεία των μη
εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων και οι
προοπτικές σύγκλισης με
τον μέσο ευρωπαϊκό όρο
του 2,3% έναντι 4,04%
στην Ελλάδα στο τέλος
του 2023
Πρωτόγνωρη διαδικασία
Οι αποφάσεις του SSM θα
ληφθούν με γνώμονα την
επίτευξη των παραπάνω
στόχων και την
εξασφάλιση της
απαραίτητης κεφαλαιακής
ισχύς για την
αντιμετώπιση ενδεχόμενης
επιδείνωσης των συνθηκών
στις αγορές.
Τραπεζικές πηγές
σημειώνουν πως η όλη
διαδικασία είναι
πρωτόγνωρη, καθώς για
πρώτη φορά μετά από 16
χρόνια δρομολογείται
επιστροφή κεφαλαίου.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν
ξέρουμε αν θα υπάρξουν
περιθώρια
διαπραγμάτευσης με τον
επόπτη ή απλά θα λάβουμε
μία απάντηση για τα ποσά
που μπορούμε να
διαθέσουμε» τονίζουν οι
ίδιοι κύκλοι.
Υπενθυμίζεται ότι
σύμφωνα με τα
επιχειρησιακά πλάνα που
δημοσιοποίησαν πρόσφατα
οι ελληνικοί όμιλοι κατά
την παρουσίαση των
αποτελεσμάτων της χρήσης
του 2023, προβλέπεται η
διανομή υπό τη μορφή
μερίσματος ενός ποσού
της τάξης 850 εκατ. ευρώ
αθροιστικά.
Πρόκειται για το 25%
περίπου της περυσινής
κερδοφορίας. Στόχος των
τραπεζών είναι το
ποσοστό αυτό να
ενισχυθεί έως τα επίπεδα
του 50% την επόμενη
τριετία. |