|
Αυτό προκύπτει από τη
την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ
για τον υπολογιζόμενο
μόνιμο πληθυσμό της
χώρας (με βάση τα ετήσια
στοιχεία Φυσικής Κίνησης
Πληθυσμού το 2022) και
τις εκτιμήσεις των
ετήσιων μεταναστευτικών
ροών 2022 (εισερχόμενη
και εξερχόμενη
μετανάστευση).
Η μείωση κατά 0,5% του
μόνιμου πληθυσμού, είναι
αποτέλεσμα της φυσικής
μείωσης του πληθυσμού
που ανήλθε σε 64.000
άτομα (75.921 γεννήσεις
έναντι 139.921 θανάτων
ατόμων που διαμένουν
εντός της ελληνικής
επικράτειας) και της
καθαρής μετανάστευσης
που εκτιμάται σε 16.355
άτομα (θετικό
ισοζύγιο).

Ο πληθυσμός ηλικίας 0-
14 ετών ανήλθε σε 13,4%
του συνολικού πληθυσμού,
έναντι 63,7% του
πληθυσμού 15- 64 ετών
και 22,9% 65 ετών και
άνω.
Ο δείκτης γήρανσης
(πληθυσμός ηλικίας 65
ετών και άνω προς τον
πληθυσμό ηλικίας 0- 14
ετών) ανήλθε σε 171,8.

Η καθαρή μετανάστευση
εκτιμάται σε 16.355
άτομα, που αντιστοιχεί
στη διαφορά μεταξύ
96.662 εισερχομένων και
80.307 εξερχομένων
μεταναστών.
Το 2021 η καθαρή
μετανάστευση είχε
εκτιμηθεί σε -22.476
άτομα (57.120
εισερχόμενοι και 79.596
εξερχόμενοι
μετανάστες).

Σημειώνεται ότι στα
στοιχεία εισερχόμενης
μετανάστευσης
περιλαμβάνονται και
άτομα που βρίσκονταν στη
χώρα την 1/1/2023 σε
αναζήτηση διεθνούς ή
προσωρινής προστασίας.
Οι νάρκες
Είναι γεγονός ότι το
δημογραφικό πρόβλημα της
Ελλάδας αποτελεί
ωρολογιακή βόμβα στα
θεμέλια της κοινωνίας,
ενώ υπονομεύει και την
οικονομική ανάπτυξη της
χώρας.
Σύμφωνα με ανάλυση της
Eurobank το δημογραφικό
προσθέτει σειρά
μακροοικονομικών
μεταβλητών προσθέτει
στην οικονομία και
βέβαια την αγορά
εργασίας, όπως και στον
πραγματικό ρυθμό
μεγέθυνσης της ελληνικής
οικονομίας.
Όπως σημειώνει σε
ανάλυσή της:
1. Η τρέχουσα μείωση του
πληθυσμού (-0,4% σε
ετήσια βάση το 9μηνο
Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου
2023), η οποία ασκεί
αρνητικές επιδράσεις στο
ΑΕΠ καθότι
συρρικνώνονται οι
διαθέσιμοι πόροι του
παραγωγικού συντελεστή
της εργασίας, δύναται να
επιβραδυνθεί βραχυχρόνια
μέσω της αντιστροφής της
καθαρής εκροής
ανθρώπινου κεφαλαίου
(brain drain) σε καθαρή
εισροή ανθρώπινου
κεφαλαίου (brain gain)
με ευεργετικές συνέπειες
και στη συνιστώσα της
παραγωγικότητας της
εργασίας.
2. Η αύξηση του ποσοστού
συμμετοχής του πληθυσμού
στο εργατικό δυναμικό
(π.χ. μέσω αύξησης της
συμμετοχής στο εργατικό
δυναμικό των γυναικών
και των νέων) και η
περαιτέρω μείωση του
ποσοστού ανεργίας, η
οποία ωστόσο θα πρέπει
να συνοδευτεί και από
μείωση του φυσικού
ποσοστού ανεργίας
(δομική ανεργία) έτσι
ώστε να μην
δημιουργηθούν έντονες
πληθωριστικές πιέσεις,
μεσοπρόθεσμα δύνανται να
αντισταθμίσουν τις
επιπτώσεις στο ΑΕΠ από
τη μείωση του πληθυσμού.
Αυτό δείχνει ότι για
κάποια χρόνια, όχι για
πολλά, ο παραγωγικός
συντελεστής της εργασίας
στην Ελλάδα δύναται να
έχει θετική συνεισφορά
στον πραγματικό ρυθμό
μεγέθυνσης, καθότι
υπάρχουν δυνατότητες για
περαιτέρω αύξηση του
ποσοστού συμμετοχής του
εργατικού δυναμικού στον
πληθυσμό (υπολείπεται σε
σχέση με τον μέσο όρο
της Ευρωζώνης) και
περαιτέρω μείωση του
ποσοστού ανεργίας
(υπερβαίνει τον μέσο όρο
της Ευρωζώνης) μέσω των
κατάλληλων πολιτικών,
κυρίως στο πεδίο των
επενδύσεων και των
μεταρρυθμίσεων.
3. Μακροχρόνια η επίδοση
της Ελλάδας στο πεδίο
της οικονομίας (και όχι
μόνο) αντιμετωπίζει
σημαντικούς περιορισμούς
από το τρέχον
δημογραφικό πρόβλημα
(υπογεννητικότητα και
γήρανση του πληθυσμού)
το οποίο ασκεί αρνητικές
επιδράσεις στον δυνητικό
ρυθμό μεγέθυνσης. Ο
ρυθμός μεταβολής της
απασχόλησης έλκεται από
τον ρυθμό μεταβολής του
πληθυσμού και
μακροχρόνια ισούται με
αυτόν.
Απαιτείται σήμερα να
εφαρμοστούν οι
κατάλληλες πολιτικές
(π.χ. κίνητρα για την
αύξηση του ρυθμού των
γεννήσεων) έτσι ώστε το
πρόβλημα να αμβλυνθεί
στο μέλλον.Τέλος, όταν
εξαντληθούν οι θετικές
επιδράσεις στον
πραγματικό ρυθμό
μεγέθυνσης από την
αύξηση της συμμετοχής
του πληθυσμού στο
εργατικό δυναμικό και
από τη μείωση του
ποσοστού ανεργίας, ο
μόνος παράγοντας που
δύναται να αντισταθμίσει
τις οικονομικές
επιπτώσεις του τρέχοντος
δημογραφικού προβλήματος
είναι η αύξηση της
παραγωγικότητας της
εργασίας. Η εν λόγω
συνιστώσα δύναται να
έχει θετική συνεισφορά
στον ρυθμό μεγέθυνσης
και στη μεσοπρόθεσμη
περίοδο, καθότι υπάρχουν
σημαντικά περιθώρια
ενίσχυσης των επενδύσεων
ιδιαίτερα σε
παραγωγικούς τομείς
υψηλής προστιθέμενης
αξίας, βελτίωσης της
ποιότητας των θεσμών και
υιοθέτησης νέων
τεχνολογιών, δηλαδή
παραγόντων που αυξάνουν
την παραγωγικότητα της
εργασίας.
Πηγή: Οικονομικός
Ταχυδρόμος |