Όπως τονίζεται, σε
τροχιά απανθρακοποίησης
βρίσκονται μια σειρά από
παγκόσμιες βιομηχανίες,
πέραν της ναυτιλίας,
όπως η χαλυβουργία και η
τσιμεντοβιομηχανία.
Αυτήν τη στιγμή έχουν
ξεκινήσει μια διαδικασία
δέσμευσης άνθρακα και
μεταφοράς του σε
απομακρυσμένα σημεία της
υφηλίου, όπως π.χ.
πετρελαιοπηγές που έχουν
στερέψει, για αποθήκευση
είτε κάτω από το έδαφος,
είτε κάτω από τον βυθό
της θάλασσας.
Η διαδικασία αυτή θα
«γεννήσει» σημαντικές
επενδυτικές ευκαιρίες,
καθώς η μεταφορά του
άνθρακα με πλοία θα
αποτελέσει βασικό
«κρίκο» της νέας αυτής
αλυσίδας που
δημιουργείται, καθώς οι
περισσότερες βιομηχανίες
επιχειρούν να μεταφέρουν
τον δεσμευμένο άνθρακα
σε ειδικούς χώρους στον
πυθμένα της θάλασσας.
Στο πλαίσιο αυτό,
σύμφωνα με τη Rystad,
έως το 2030 θα
απαιτηθούν 55 πλοία
μεταφοράς διοξειδίου του
άνθρακα, για να
μεταφέρουν πάνω από 90
εκατ. τόνους CO2, όπως
επίσης και 48 τερματικοί
σταθμοί για την εισαγωγή
κι εξαγωγή του αερίου.
«Πρόκειται για μια αγορά
που ακόμα βρίσκεται σε
εμβρυικό στάδιο, αλλά θα
διαδραματίσει μεγάλο
ρόλο για την επίλυση της
κλιματικής αλλαγής τα
επόμενα χρόνια. Σε έναν
ιδανικό κόσμο, τα πλοία
μεταφοράς CO2 θα
χρησιμοποιούν και τα
ίδια εναλλακτικά
καύσιμα, για την
περαιτέρω μείωση των
ρύπων της εφοδιαστικής
αλυσίδας», τονίζουν
χαρακτηριστικά οι
αναλυτές.
Πάντως, οι προοπτικές
είναι τεράστιες. Όπως
αναφέρει σε άλλη μελέτη
για το ζήτημα η
Mckinsey, έως το 2050 η
δραστηριότητα της
δέσμευσης και μεταφοράς
άνθρακα θα πρέπει να
αυξηθεί κατά 120 φορές
σε σχέση με σήμερα,
φτάνοντας τουλάχιστον
τους 4,2 γιγατόνους τον
χρόνο. Αυτό απαιτείται
για να μπορέσουν οι
χώρες να πετύχουν τις
δεσμεύσεις τους για
μηδενικό ισοζύγιο
άνθρακα (net-zero) έως
τότε. Αντίστοιχα,
σύμφωνα με την BCC
Research, η παγκόσμια
αγορά δέσμευσης,
αξιοποίησης και
αποθήκευσης CO2
αναμένεται να αυξηθεί σε
5,2 δισ. δολάρια έως το
2026 από 2,6 δισ. το
2021, ενώ προβλέπει μέσο
ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης
κατά 15% τα επόμενα
χρόνια. Η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή εκτιμά ότι στην
EE η αποθήκευση άνθρακα
αναμένεται να αυξηθεί σε
80 εκατ. μετρικούς
τόνους CO2 το 2030 και
να φθάσει σε τουλάχιστον
300 εκατ. το 2040.
Η επένδυση-μαμούθ της
Capital
Σήμερα ο άνθρακας που
δεσμεύεται μεταφέρεται
κυρίως με αγωγούς, αλλά
στο μέλλον θεωρείται ότι
αυτή η μεταφορά θα
γίνεται στη θάλασσα, με
δεδομένο ότι η
αποθήκευση εκεί μπορεί
να γίνει σε πολύ
μεγαλύτερη κλίμακα και
με μεγαλύτερη ασφάλεια.
Η μεταφορά με πλοία
προσφέρει επίσης το
πλεονέκτημα της μεγάλης
ευελιξίας και του
χαμηλότερου κόστους,
συγκριτικά π.χ. με την
κατασκευή υποθαλάσσιων
αγωγών.
Με βάση τα τρέχοντα
δεδομένα, υπολογίζεται
ότι έχουν υποβληθεί
παραγγελίες για τη
ναυπήγηση μόλις εννιά
τέτοιων πλοίων. Οι 4 εξ
αυτών (σχεδόν το 50%)
προέρχονται από τον
όμιλο Capital (Capital
Maritime & Trading) του
κ. Ευάγγελου Μαρινάκη.
Πρόκειται για μια
επένδυση άνω των 300
εκατ. ευρώ και μάλιστα
αφορά μεγάλα πλοία της
εν λόγω κλάσης,
μεταφορικής ικανότητας
22.000 κυβικών μέτρων.
Μάλιστα, τα συγκεκριμένα
πλοία θα μπορούν να
μεταφέρουν όχι μόνο
διοξείδιο του άνθρακα σε
υγρή μορφή, αλλά και
υγραέριο και αμμωνία,
προσφέροντας ακόμα
μεγαλύτερη ευελιξία.
Μιλώντας στο συνέδριο
του Marine Money
πρόσφατα, ο κ. Μαρινάκης
τόνισε ότι «πρώτα απ’
όλα, ξεκινήσαμε με μια
παραγγελία για τα πρώτα
πλοία μεταφοράς
υγροποιημένου CO2 (LCO2)
χωρητικότητας 22.000
κυβικών μέτρων. Αυτό που
θέλαμε να διασφαλίσουμε
είναι μέχρι να υπάρξει
φορτίο LCO2 τα πλοία να
μπορούν να ναυλώνονται
για μεταφορά LPG ή
αμμωνίας. Επομένως,
σχεδιάσαμε το πλοίο ώστε
να μπορεί να μεταφέρει
και τα δύο. Εν τω
μεταξύ, είδαμε ότι στα
μεγέθη των 40.000 και
45.000 κ.μ. υπάρχει
ανεπάρκεια πλοίων και
φυσικά χωρίς τη νέα
τεχνολογία διπλού
καυσίμου.
Επομένως, θεωρήσαμε ότι
ήταν η κατάλληλη στιγμή
να επεκταθούμε σε αυτόν
τον τομέα. Επίσης,
πιστεύουμε και στην
αμμωνία, που κερδίζει
έδαφος. Τα πρώτα πλοία
μεταφοράς αμμωνίας είναι
κυρίως μικρότερου
μεγέθους. Επομένως,
επενδύσαμε στα
μεγαλύτερου μεγέθους
πλοία μεταφοράς
αμμωνίας». Όπως είπε
χαρακτηριστικά, «ο
[χαμηλός] αριθμός νέων
παραγγελιών μας αρέσει,
όπως επίσης είμαστε από
τους πρώτους που
παρήγγειλαν πλοία με τη
νέα τεχνολογία του
διπλού καυσίμου. Για
εμάς αυτό έχει πολύ
νόημα».
Σύμφωνα με την Capital,
ένα συνηθισμένο ταξίδι
ενός πλοίου μεταφοράς
CO2, που θα διαθέτει
ενισχυμένο κύτος και
ειδικές δεξαμενές, θα
ξεκινά από έναν
τερματικό σταθμό με
εγκαταστάσεις
υγροποίησης φυσικού
αερίου. Ψυχόμενο στους
-50 βαθμούς Kελσίου (-58
Φαρενάιτ), το CO2
μετατρέπεται σε υγρό με
πυκνότητα πάνω από 600
φορές μεγαλύτερη από το
αέριο, επιτρέποντας
μεταφορά μεγάλων
ποσοτήτων.
Tα πλοία θα μπορούσαν να
μεταφέρουν το φορτίο του
υγροποιημένου CO2 σε
τερματικούς σταθμούς στη
Bόρεια Eυρώπη, όπου με
τη σειρά του θα
διοχετεύεται σε
δεξαμενές πετρελαίου
στην ενδοχώρα μέσω μιας
σειράς σωλήνων.
Eναλλακτικά, θα
κατευθύνεται προς τη
θάλασσα, όπου θα
χρησιμοποιούνται αντλίες
σε υπεράκτιες εξέδρες
για να μεταφέρουν το CO2
σε ανεκμετάλλευτα
υπεράκτια πηγάδια
πετρελαίου και φυσικού
αερίου και σε σπήλαια
κάτω από τον πυθμένα της
θάλασσας.
Πηγή: The Power Game
|