Αυτό επί της ουσίας
συμπεραίνεται από
πρόσφατη μελέτη του
οίκου MSCI που έχει στην
κατοχή του ο Οικονομικός
Ταχυδρόμος, η οποία
μάλιστα, μετά από
ανάλυση δεδομένων της
τελευταίας 20ετίας για
όλες τις αγορές του
κόσμου, καταλήγει στο
συμπέρασμα ότι τα
χαρτοφυλάκια που
τοποθετήθηκαν με βάση το
κριτήριο των επιπέδων
ελεύθερης διασποράς
είχαν αποδεδειγμένα
υψηλότερες αποδόσεις σε
σύγκριση με άλλα
κριτήρια.
Η μελέτη του MSCI αποκτά
μεγαλύτερη σημασία μετά
τις νέες αλλαγές που
ανακοινώθηκαν, καθώς
είναι και ο «οδηγός» του
οίκου για την ένταξη των
τίτλων στους επιμέρους
δείκτες του, μια
παράμετρος καθοριστική
και για τις ελληνικές
μετοχές που βρίσκονται ή
φιλοδοξούν να βρεθούν
στο «σύμπαν» του MSCI.
Άλλωστε, η βαρύτητα που
δίνουν πολλοί θεσμικοί
στη σύνθεση των εν λόγω
δεικτών έχει
επιβεβαιωθεί πολλάκις
και στο ελληνικό
χρηματιστήριο, με τα
τριμηνιαία
rebalancing να ανεβάζουν
παραδοσιακά στα ύψη τις
ροές.
Υπενθυμίζεται εδώ ότι
σύμφωνα με τους νέους
κανονισμούς η διασπορά
θεωρείται επαρκής, όταν
είναι τουλάχιστον 25%
του συνόλου των μετοχών
της ίδιας κατηγορίας,
κατανεμημένη σε
τουλάχιστον 500 πρόσωπα,
ή σε τουλάχιστον 300
πρόσωπα με παράλληλο
διορισμό τουλάχιστον 2
ειδικών διαπραγματευτών.
Κατά παρέκκλιση,
επιτρέπεται διασπορά σε
ποσοστό τουλάχιστον 15%
για εταιρείες με
κεφαλαιοποίηση
τουλάχιστον 200
εκατομμυρίων.
Η μελέτη του MSCI
Σύμφωνα με τον MSCI, οι
επενδυτές δίνουν
σημαντική έμφαση στην
επενδυσιμότητα ως
κρίσιμο κριτήριο κατά
την έκθεσή τους στις
χρηματοπιστωτικές
αγορές, επειδή όταν
λείπει μπορεί να
δημιουργήσει εμπόδια που
μπορούν να επηρεάσουν
αρνητικά την
αποτελεσματική
διαχείριση χαρτοφυλακίου
και τη λήψη αποφάσεων. Η
επενδυσιμότητα
περιλαμβάνει διάφορους
παράγοντες,
συμπεριλαμβανομένης της
ρευστότητας, της
ευκολίας συναλλαγών και
της ικανότητας
αποτελεσματικής εισόδου
ή εξόδου από θέσεις.
Όπως συμπεραίνει,
επίσης, οι μετοχές με
χαμηλότερη διασπορά
είναι πιο επιρρεπείς σε
ορισμένες συμπεριφορές
της αγοράς, όπως οι
κερδοσκοπικές
συναλλαγές, η ασυμμετρία
πληροφοριών και οι κατ’
αποκοπή κινήσεις των
τιμών.
Επιπλέον, οι εταιρείες
με χαμηλότερη ελεύθερη
διασπορά τείνουν να
αποτιμώνται πιο χαμηλά,
όπως αποδεικνύεται από
τη μεγαλύτερη έκθεσή
τους στον παράγοντα
αξίας. Τείνουν επίσης να
έχουν λιγότερο ευνοϊκό
προφίλ ESG.
Γι’ αυτό και στην
ερευνητική εργασία του
MSCI, τονίζεται η
σημασία του free float
ως μέτρο της
επενδυσιμότητας και τον
αντίκτυπό της στην
παγκόσμια αγορά μετοχών.
Όπως μάλιστα
διαπιστώνει, η κατανομή
συντελεστών στάθμισης με
βάση την κεφαλαιοποίηση
της αγοράς μπορεί να
είναι θεωρητικά ορθή,
αναφέρει, αλλά δεν είναι
πρακτική.
Υπενθυμίζει μάλιστα ότι
ένα σημαντικό μέρος της
κεφαλαιοποίησης των
μετοχών παγκοσμίως
παραμένει μη
ρευστοποιήσιμο λόγω
ιδιοκτησίας οντοτήτων
όπως κυβερνήσεις,
εταιρείες και διοίκηση,
καθιστώντας αυτές τις
μετοχές απρόσιτες για
διαπραγμάτευση ή
επένδυση.
Επιπλέον, πολλές αγορές
επιβάλλουν περιορισμούς
στην ξένη ιδιοκτησία
εταιρειών,
επιδεινώνοντας τη
σπανιότητα των ελεύθερα
διαπραγματεύσιμων
μετοχών για τους
διεθνείς επενδυτές. Αυτή
η έλλειψη ρευστότητας
υπογραμμίζει την
οικονομική σημασία της
προσαρμογής για τις
ελεύθερα
διαπραγματεύσιμες
μετοχές.
Οι πρωτοβουλίες του MSCI
Οι δείκτες του MSCI
άλλαξαν τη βάση της
στάθμισης προσαρμοσμένη
στην ελεύθερη διασπορά
το 2002, με στόχο τη
βελτίωση της
επενδυσιμότητας, της
δυνατότητας
διαπραγμάτευσης, της
αποδοτικότητας κόστους
και της ακρίβειας της
αγοράς, καθώς και για
την αντιμετώπιση των
εξελισσόμενων εκτιμήσεων
κινδύνου των επενδυτών.
Σε σύγκριση με ένα
πλήρες χαρτοφυλάκιο
αναφοράς με βάση τη
στάθμιση της
κεφαλαιοποίησης της
αγοράς, η προσαρμογή
στην ελεύθερη διασπορά
οδήγησε σε υψηλότερη
εκπροσώπηση στις ΗΠΑ,
ιδιαίτερα στον τομέα της
τεχνολογίας πληροφοριών,
και χαμηλότερη
εκπροσώπηση στις
αναδυόμενες αγορές,
ιδίως στον τομέα των
χρηματοοικονομικών και
της ενέργειας.
Σύμφωνα λοιπόν με τα
στοιχεία, τις τελευταίες
δύο δεκαετίες, η
στάθμιση, προσαρμοσμένη
στην ελεύθερη διασπορά,
είχε ανώτερη απόδοση σε
σύγκριση με τη στάθμιση
της κεφαλαιοποίησης,
αποδίδοντας επιπλέον 37
μονάδες βάσης απόδοσης
ετησίως. Αυτή η
υπεραπόδοση μπορεί να
εξηγηθεί σχεδόν εξ
ολοκλήρου από τη
χαμηλότερη έκθεση στη
μεταβλητότητα. |