Ο James Harris Simons
γεννήθηκε στις 25
Απριλίου του 1938 στο
Κέιμπριτζ της
Μασαχουσέτης και έδειξε
από νωρίς το ταλέντο του
στα μαθηματικά.
Αποφοίτησε από το MIT
και σε ηλικία μόλις 23
ετών πήρε το διδακτορικό
του από το Berkeley στο
University of
California.
Ξεκίνησε να διδάσκει στο
MIT και το Harvard
University από το 1964,
ενώ παράλληλα δούλευε
στο Institute for
Defense Analyses,
αποκρυπτογραφώντας τους
κώδικες των Σοβιετικών.
Όμως, το 1968 απολύθηκε
από το ινστιτούτο,
αφότου εξέφρασε την
έντονη αντίθεσή του με
τον Πόλεμο του Βιετνάμ.
Την επόμενη δεκαετία
δίδαξε μαθηματικά στο
Stony Brook University
και έγινε πρόεδρος του
τμήματος μαθηματικών
του, ενώ το 1975 κέρδισε
το υψηλότερο κρατικό
βραβείο των ΗΠΑ στη
γεωμετρία.
Όμως το 1978 εγκατέλειψε
την ακαδημαϊκή του
καριέρα για να ιδρύσει
την Monemetrics, μια
επενδυτική εταιρεία που
άνοιξε το γραφείο της σε
ένα μικρό εμπορικό
κέντρο.
Ο Simons δεν είχε πάρει
ούτε ένα μάθημα
χρηματοοικονομικών όσο
σπούδαζε και δεν είχε
δείξει ποτέ το παραμικρό
ενδιαφέρον για τις
αγορές, σύμφωνα με τους
New York Times. Όμως
ήταν πεπεισμένος ότι με
την μικρή ομάδα του, που
αποτελούνταν από
μαθηματικούς, φυσικούς
και στατιστικολόγους,
μπορούσε να αναλύσει τα
χρηματοοικονομικά
δεδομένα, να εντοπίσει
τάσεις στις αγορές και
να κάνει κερδοφόρα
trades.
Ενώ οι επενδυτικές
εταιρείες προσλαμβάνουν
οικονομικούς αναλυτές
και αποφοίτους σχολών
διοίκησης επιχειρήσεων,
ο Simons πίστεψε ότι
είχε βρει έναν άλλο
τρόπο να κερδίσει όσο
περισσότερα χρήματα
μπορούσε σε όσο το
δυνατόν λιγότερο χρόνο.
Έτσι, εξόπλισε τους
επιστήμονές του με
προηγμένους υπολογιστές
για την επεξεργασία
μεγάλων ποσοτήτων
δεδομένων μέσω
μαθηματικών μοντέλων,
μετονόμασε την εταιρεία
του σε Renaissance
Technologies και
πρακτικά μετέτρεψε τα
τέσσερα επενδυτικά
κεφάλαιά του σε μηχανές
κοπής χρήματος.
Το Medallion, το
μεγαλύτερο από αυτά τα
funds, έβγαλε πάνω από
100 δισεκατομμύρια
δολάρια σε κέρδη από τις
συναλλαγές του στα 30
χρόνια μετά την ίδρυσή
του, το 1988. Η μέση
ετήσια απόδοσή του
έφτασε στο πρωτοφανές
66% κατά τη διάρκεια
αυτής της περιόδου.
Πρόκειται για μια πολύ
καλύτερη μακροπρόθεσμη
επίδοση από ό,τι πέτυχαν
διάσημοι επενδυτές όπως
ο Warren Buffett και ο
George Soros, σημειώνουν
οι New York Times.
«Κανείς στον κόσμο των
επενδύσεων δεν έχει
φτάσει καν κοντά σε
αυτό», έγραψε ο Gregory
Zuckerman, ένας από τους
λίγους δημοσιογράφους
που έχουν πάρει
συνέντευξη από τον
Simons και συγγραφέας
της βιογραφίας του, «The
Man Who Solved the
Market».
Έως το 2020, η
επενδυτική προσέγγιση
του Simons, που πλέον
είναι γνωστή ως
quantitative (ή απλά
quant) investing,
αντιπροσώπευε σχεδόν το
ένα τρίτο των συναλλαγών
στη Wall Street.
Ακόμη και οι
παραδοσιακές επενδυτικές
εταιρείες, που
βασίζονταν στην έρευνα
για τις επιχειρήσεις, το
ένστικτο και τις
προσωπικές επαφές,
ένιωσαν υποχρεωμένες να
υιοθετήσουν σε έναν
βαθμό τη μεθοδολογία του
Simons, που βασίζεται
στους υπολογιστές.
«Δεν έχω άποψη για καμία
μετοχή. Ο υπολογιστής
έχει τις απόψεις του και
εμείς τις ακολουθούμε
δουλικά», είχε πει σε
μια συνέντευξή του στο
CNBC το 2016.
Η Renaissance έφερε μια
ριζική αλλαγή στον τρόπο
με τον οποίο τα hedge
funds επενδύουν και
βγάζουν χρήματα για τους
πλούσιους πελάτες και τα
συνταξιοδοτικά τους
ταμεία.
Ο Simons αποσύρθηκε από
τη θέση του CEO της
επιχείρησης το 2010,
όταν και διέθετε
περιουσία 11 δισ.
δολαρίων (σχεδόν 16 δισ.
δολάρια σε σημερινά
χρήματα). Μία δεκαετία
αργότερα, η περιουσία
του είχε διπλασιαστεί,
ενώ σήμερα υπολογίζεται
στα 31,4 δισ. δολάρια.
Τα τελευταία χρόνια τη
ζωής του αφιέρωνε όλο
και περισσότερο τον
χρόνο και τον πλούτο του
στη φιλανθρωπία.
moneyreview.gr |