Συνολικά, η μέση ετήσια
δαπάνη των νοικοκυριών
για αγορές προϊόντων και
υπηρεσιών πέρυσι ανήλθε
στα 20.223,36 ευρώ,
καταγράφοντας αύξηση
5,3% σε τρέχουσες τιμές
σε σχέση με το 2022, με
το ένα στα δύο
νοικοκυριά να δαπανούν
περισσότερα από 1.315
ευρώ τον μήνα. Για τα
νοικοκυριά που διαμένουν
σε ενοικιασμένη
κατοικία, η δαπάνη του
ενοικίου αντιπροσώπευε
κατά μέσο όρο το 16,8%
του προϋπολογισμού τους.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι
το 2023 το μεγαλύτερο
μερίδιο των δαπανών του
μέσου προϋπολογισμού των
ελληνικών νοικοκυριών,
σε τρέχουσες τιμές,
αφορούσε τα είδη
διατροφής και μη
οινοπνευματώδη ποτά
(20,7%), τη στέγαση
(14,1%) και τις
μεταφορές (13,1%).
Δηλαδή, το 47,9% των
χρημάτων τους – σχεδόν
το ένα στα δύο ευρώ που
ξοδεύουν – κατευθύνεται
σε αυτές τις δαπάνες.
Αντίθετα, το μικρότερο
μερίδιο δαπανών, μόλις
6,8%, κατευθύνθηκε σε
υπηρεσίες εκπαίδευσης
και στην αγορά
οινοπνευματωδών και
καπνικών προϊόντων. Το
συμπέρασμα είναι ότι οι
ανελαστικές δαπάνες
έχουν πλήξει σοβαρά τους
οικογενειακούς
προϋπολογισμούς λόγω των
ανατιμήσεων.
Μέσα σε έναν χρόνο όλες
οι δαπάνες των
νοικοκυριών αυξήθηκαν,
σύμφωνα με τα στοιχεία
της Ερευνας
Οικογενειακών
Προϋπολογισμών για το
2023 της Ελληνικής
Στατιστικής Αρχής. Αυτές
οι αυξήσεις οδήγησαν σε
περικοπές στις
αγοραζόμενες ποσότητες
ορισμένων αγαθών, σε μια
προσπάθεια περιορισμού
των εξόδων, ώστε τα
νοικοκυριά «να τα
βγάλουν πέρα». Για
παράδειγμα, μείωσαν
σχεδόν κατά 629
γραμμάρια τη μηνιαία
αγορά κρέατος, κατά μισό
λίτρο περίπου το γάλα
και κατά 1,5 κιλό τις
αγορές τους σε φρούτα
και λαχανικά.
Πλήγμα
Πιο βαρύ το πλήγμα της
ακρίβειας για τα
οικονομικά ασθενέστερα
νοικοκυριά. Για ακόμα
μία χρονιά, τα στοιχεία
της Ελληνικής
Στατιστικής Αρχής
δείχνουν ότι η ακρίβεια
είναι πιο «βαριά» για
τους φτωχότερους. Είναι
ενδεικτικό ότι το
μερίδιο της μέσης
ισοδύναμης δαπάνης για
είδη διατροφής των
νοικοκυριών του
φτωχότερου 20% του
πληθυσμού αντιπροσώπευε
το 33,8% των δαπανών
τους, ενώ το αντίστοιχο
μερίδιο του πλουσιότερου
20% ήταν 13,5%.
Συνολικά, τα στοιχεία
δείχνουν ότι τα
νοικοκυριά του
φτωχότερου 20% αύξησαν
τα έξοδά τους σε σχέση
με το 2022 κατά 8,5%,
ενώ τα νοικοκυριά του
πλουσιότερου 20% κατά
15,7%.
Η μέση μηνιαία δαπάνη
διαφέρει ανάλογα με την
ηλικία του υπευθύνου του
νοικοκυριού, με τα
νοικοκυριά που έχουν
υπεύθυνο ηλικίας 35-44
ετών να δαπανούν τα
περισσότερα. Αντίθετα,
νοικοκυριά με υπεύθυνο
ηλικίας 75 ετών και άνω
εμφανίζονται με τη
μικρότερη δαπάνη.
Περικοπές
Οσο εκτινάσσεται η
ακρίβεια, τόσο οι
καταναλωτές
περιορίζονται στις
αναγκαίες αγορές. Η
οικονομική κρίση των
προηγούμενων ετών και η
έκρηξη της ακρίβειας που
ακολούθησε ανάγκασαν
τους καταναλωτές να
προσαρμοστούν στις νέες
συνθήκες, προσαρμόζοντας
και τις αγοραστικές τους
επιλογές. Η ποσοστιαία
μεταβολή των μηνιαίων
δαπανών των νοικοκυριών
για αγαθά και υπηρεσίες,
σε τρέχουσες τιμές,
δείχνει ότι υπήρξαν
μειώσεις δαπανών στις
περισσότερες κατηγορίες,
με τη μεγαλύτερη μείωση,
σε απόλυτες τιμές, να
παρατηρείται στις αγορές
για είδη ένδυσης και
υπόδησης (-54,7%) και τη
μικρότερη στη στέγαση
(-5,2%).
Αύξηση παρατηρείται μόνο
στα είδη διατροφής και
μη οινοπνευματώδη ποτά.
Αναλυτικά, από το 2008
και μετά οι Ελληνες
περιόρισαν τις αγορές
τους σε είδη ένδυσης και
υπόδησης (-54,7%),
διαρκή αγαθά (-50%),
καπνό και αλκοολούχα
ποτά (-15,5%), μεταφορές
(-22%). Στα τρόφιμα, η
αξία των αγορών μπορεί
να μην περιορίστηκε
εξαιτίας των υψηλών
τιμών, αλλά
περιορίστηκαν οι
αγοραζόμενες ποσότητες
από τα νοικοκυριά. Για
παράδειγμα, οι μειώσεις
παρατηρούνται σε
ελαιόλαδο (-13,6%),
οινοπνευματώδη ποτά
(-12,7%), ψάρια
(-11,8%), τυρί (-6,1%),
κρέας (-6,1%), φρούτα
(-4,0%), λαχανικά
(-3,4%) και τσιγάρα
(-2,5%).
Premium έκδοση ΤΑ ΝΕΑ |