Δεν είναι μόνο λόγια. Η
Αυστραλία, η Βρετανία
και ο Καναδάς αποδομούν
τα πανεπιστήμια
«παραγωγής πτυχίων», τα
οποία προσφέρουν
μαθήματα που επιτρέπουν
την είσοδο σε άτομα των
οποίων η πραγματική
πρόθεση είναι να
εργαστούν. Φέτος ο
Καναδάς ελπίζει να
μειώσει τον αριθμό των
αδειών σπουδών κατά το
ένα τρίτο. Άλλες χώρες
δυσκολεύουν τους
μετανάστες να φέρνουν
μαζί τους την οικογένειά
τους. Τον περασμένο μήνα
ο πρόεδρος Joe Biden
ανακοίνωσε μέτρα για να
εμποδίσει όσους
διασχίζουν παράνομα τα
νότια σύνορα της
Αμερικής να λάβουν
άσυλο. Στη Γαλλία ο
πρόεδρος Emmanuel Macron
θέλει να επιταχύνει τις
απελάσεις. Η Γερμανία
θέτει σε ισχύ παρόμοια
σχέδια, αλλά και πιο
ακραίοι περιορισμοί
βρίσκονται στα σκαριά.
Εξάλλου, τα σχέδια του
κ. Trump συνεπάγονται
την απομάκρυνση περίπου
7,5 εκατομμυρίων
ανθρώπων. Τι θα σημάνει,
όμως, αυτή η καταστολή
για τις οικονομίες του
πλούσιου κόσμου;
Η αλλαγή της προσέγγισης
ακολουθεί μια περίοδο με
υψηλότατη μετανάστευση.
Τα τελευταία τρία χρόνια
15 εκατομμύρια άνθρωποι
μετακινήθηκαν προς τις
πλούσιες χώρες.
Πρόκειται για τη
μεγαλύτερη αύξηση στη
σύγχρονη ιστορία (βλ.
διάγραμμα 1). Πέρυσι
περισσότεροι από 3 εκατ.
άνθρωποι μετανάστευσαν
στην Αμερική, 1,3 εκατ.
στον Καναδά και περίπου
700.000 στη Βρετανία. Οι
αφίξεις προέρχονται από
παντού,
συμπεριλαμβανομένων
εκατοντάδων χιλιάδων
Ουκρανών που φεύγουν από
τον πόλεμο, αλλά και
εκατομμυρίων από την
Ινδία και την υποσαχάρια
Αφρική.
Πλέον υπάρχουν ενδείξεις
ότι η έκρηξη μπορεί να
έφτασε στο τέλος της. Η
καθαρή μετανάστευση προς
τον Καναδά υποχώρησε
σχεδόν στο μισό από την
πρόσφατη κορύφωσή της,
ενώ στη Νέα Ζηλανδία
μειώνεται απότομα. Ο
πλούσιος κόσμος έχει
λιγότερες κενές θέσεις
εργασίας απ’ ό,τι στο
παρελθόν, δίνοντας στους
δυνητικούς μετανάστες
λιγότερα κίνητρα να
μετακινηθούν, ενώ η
πλημμύρα των προσφύγων
από την Ουκρανία έχει
επιβραδυνθεί. Τα νέα
αντιμεταναστευτικά μέτρα
αρχίζουν επίσης να
παίζουν ρόλο. Στην ΕΕ ο
αριθμός των υπηκόων
τρίτων χωρών που
επιστράφηκαν στη χώρα
τους, έπειτα από εντολή
αποχώρησης, αυξήθηκε
κατά 50% τα τελευταία
δύο χρόνια. Το πρώτο
τρίμηνο του 2024 οι
«αναγκαστικές
επιστροφές» από τη
Βρετανία αυξήθηκαν κατά
50% σε ετήσια βάση. Οι
παράνομες διελεύσεις στα
νότια σύνορα της
Αμερικής μειώθηκαν
πρόσφατα σε χαμηλό τριών
ετών.
Ορισμένα
αντιμεταναστευτικά
μέτρα, ιδίως οι
απελάσεις μεγάλης
κλίμακας, θα μπορούσαν
να αποδειχθούν
εξαιρετικά επιζήμια για
τις οικονομίες. Όταν ο
Καναδάς αύξησε τις
απελάσεις κατά τη
διάρκεια της ύφεσης, το
δημοσιονομικό κόστος
ήταν τεράστιο, ενώ τα
λιμάνια έφραξαν. Το 1972
η κυβέρνηση της
Ουγκάντας απέλασε
χιλιάδες άτομα ασιατικής
καταγωγής, τα οποία
κατηγόρησε για
κερδοσκοπία. «Δεν έχουν
απομείνει σχεδόν καθόλου
Αφρικανοί επιχειρηματίες
για να αναλάβουν το
εμπόριο», ανέφερε
εμπιστευτικό υπόμνημα
της CIA το 1972, το
οποίο σημείωνε επίσης
ότι είχε καταστεί
αδύνατον να κουρευτεί
κανείς στην Καμπάλα,
καθώς όλοι οι κουρείς
είχαν κλείσει.
Όσοι βρίσκονται κοντά
στον κ. Trump
υποστηρίζουν ότι η
«Επιχείρηση Wetback» -η
πολιτική του Dwight
Eisenhower που
ονομάστηκε έτσι
υποτιμητικά τη δεκαετία
του 1950 και απέλασε
χιλιάδες Μεξικανούς
χωρίς χαρτιά- δείχνει
ότι οι μαζικές απελάσεις
μπορούν να λειτουργήσουν
χωρίς αρνητικά
αποτελέσματα. Είναι
αλήθεια ότι η περίοδος
αυτή ήταν περίοδος
ισχυρής οικονομικής
ανάπτυξης και ο
πληθωρισμός παρέμεινε σε
χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο,
η σύγκριση είναι
παραπλανητική. Κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας
του 1950 η νόμιμη
μεξικανική μετανάστευση
στην Αμερική αυξήθηκε
απότομα, αντί να
μειωθεί. Δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι η πρόταση
του κ. Τραμπ θα
προκαλέσει οικονομικό
χάος, καθώς ολόκληρες
βιομηχανίες θα
αναγκαστούν να βρουν νέο
προσωπικό. Ο Warwick
McKibbin του Peterson
Institute for
International Economics,
ενός κέντρου μελετών,
υπολογίζει ότι στην
απίθανη περίπτωση που ο
κ. Trump απελάσει
επιτυχώς 7,5 εκατομμύρια
ανθρώπους, το
αμερικανικό ΑΕΠ θα
μειωνόταν σωρευτικά κατά
12% σε τρία χρόνια.
Ακόμα και οι
μετριοπαθείς
αντιμεταναστευτικές
πολιτικές συνεχίζουν να
δημιουργούν μεγάλη
αβεβαιότητα σχετικά με
τα αποτελέσματά τους,
καθώς κατά πάσα
πιθανότητα εξακολουθούν
να είναι επιζήμια.
Βραχυπρόθεσμα, οι
προσπάθειες για τη
μείωση της εκρηκτικής
μετανάστευσης πιθανόν να
μειώσουν τον πληθωρισμό
στην αγορά κατοικίας.
Έρευνα της τράπεζας
Goldman Sachs δείχνει
ότι στην Αυστραλία κάθε
μείωση κατά 100.000 της
ετήσιας καθαρής
μετανάστευσης μειώνει τα
ενοίκια κατά περίπου 1%.
Καθώς η μετανάστευση
προς τη Βρετανία
επιβραδύνθηκε τους
τελευταίους μήνες,
επιβραδύνθηκε και ο
ρυθμός αύξησης των
ενοικίων (βέβαια,
παίζουν ρόλο και άλλοι
παράγοντες). Με την
πάροδο του χρόνου, όμως,
η μείωση της
μετανάστευσης πιθανόν να
ωθήσει προς τα πάνω τον
λοιπό πληθωρισμό. Καθώς
μειώνεται η προσφορά
εργατικού δυναμικού, οι
μισθοί μπορεί να
αυξάνονται ταχύτερα απ’
ό,τι σε άλλη περίπτωση,
αυξάνοντας την τιμή
υπηρεσιών όπως η
φιλοξενία.
Η επιβολή περιορισμών θα
ωφελούσε επίσης το ΑΕΠ
ανά άτομο -το μέτρο με
το οποίο οι
οικονομολόγοι συνήθως
αξιολογούν το βιοτικό
επίπεδο. Καθώς η
μετανάστευση αυξήθηκε το
2022 και το 2023, το ΑΕΠ
ανά άτομο στη Βρετανία
μειώθηκε. Στη Γερμανία
κατέρρευσε. Στον Καναδά
παραμένει σχεδόν 4% κάτω
από το υψηλότερο επίπεδό
του το 2022. Αυτό συνέβη
εν μέρει επειδή οι
τελευταίοι αφιχθέντες
είναι κατά μέσο όρο
λιγότερο ειδικευμένοι
από τον μόνιμο πληθυσμό,
πράγμα που σημαίνει ότι
δεν μπορούν να
διεκδικήσουν υψηλούς
μισθούς. Αν και αυτό
είναι ένα μηχανικό
αποτέλεσμα και όχι ένα
πραγματικό πλήγμα στο
βιοτικό επίπεδο των
ντόπιων, βραχυπρόθεσμα η
μείωση της μετανάστευσης
θα μπορούσε να
σταματήσει την πτώση.
Ωστόσο, αυτό θα είχε
μακροπρόθεσμο κόστος. Οι
νέες αφίξεις βρίσκουν
δουλειά. Αν και για
δεκαετίες οι μετανάστες
στη Βρετανία είχαν
λιγότερες πιθανότητες
από τους γηγενείς να
εργαστούν, για πρώτη
φορά αυτό πλέον δεν
ισχύει (βλ. διάγραμμα
2). Το ποσοστό
απασχόλησης των
μεταναστών στην Ευρώπη
είναι το ίδιο με εκείνο
των γηγενών. Οι
μετανάστες στην Αμερική
είναι εδώ και καιρό
πιθανότερο να εργάζονται
απ’ ό,τι αυτοί που
γεννήθηκαν στη χώρα και
τους τελευταίους μήνες
το χάσμα έχει
διευρυνθεί. Η πάταξη της
μετανάστευσης κινδυνεύει
να προκαλέσει την
επανεμφάνιση της
έλλειψης εργατικού
δυναμικού που
ταλαιπώρησε τις πλούσιες
οικονομίες το 2021 και
το 2022 και η οποία
επιβαρύνει το ΑΕΠ ανά
άτομο δημιουργώντας
αναποτελεσματικότητα.
Μακροπρόθεσμα, η
μετανάστευση επιτρέπει
επίσης μεγαλύτερη
εξειδίκευση του
εργατικού δυναμικού.
Το σημαντικότερο είναι
ότι οι νεοαφιχθέντες
εργάζονται συχνά σε μη
ελκυστικούς,
κακοπληρωμένους, αλλά
ζωτικούς κλάδους, όπως
οι κατασκευές και η
υγειονομική περίθαλψη.
Από το 2019 έως το 2023
ο αριθμός των αλλοδαπών
στις κατασκευές της
Αμερικής αυξήθηκε
απότομα, ενώ ο αριθμός
των ντόπιων οικοδόμων
μειώθηκε. Στη Νορβηγία ο
αριθμός των αλλοδαπών
εργαζομένων που
απασχολούνται στην
υγειονομική περίθαλψη
αυξήθηκε κατά 20% μετά
την πανδημία. Ο αριθμός
των γιατρών που
εργάζονται στην Ιρλανδία
αλλά έχουν εκπαιδευτεί
αλλού έχει αυξηθεί κατά
28%. Κατά την ίδια
περίοδο ο αριθμός των
Κινέζων υπαλλήλων στο
δοκιμαζόμενο Εθνικό
Σύστημα Υγείας της
Βρετανίας διπλασιάστηκε,
ενώ ο αριθμός των
Κενυατών τριπλασιάστηκε.
Με την πάροδο του χρόνου
οι πλούσιες χώρες, οι
οποίες έχουν γηράσκοντα
πληθυσμό, θα χρειάζονται
περισσότερους νέους και
πρόθυμους να εργαστούν
εργαζόμενους. Αυτό
συμβαίνει επειδή
ελάχιστοι πολιτικοί
μιλούν για μέτρα όπως η
δραστική αύξηση της
ηλικίας συνταξιοδότησης
ή για το πώς θα γίνει η
υγειονομική περίθαλψη
αποτελεσματικότερη. Παρ’
όλο που η καταστολή των
νέων αφίξεων μπορεί
προσωρινά να οδηγήσει
στην υποστήριξη των
πολιτικών που την
πρεσβεύουν, η οικονομική
λογική λέει ότι η στάση
αυτή θα είναι εφιαλτική
για να διατηρηθεί.
Πηγή: The Economist |