Όπως σημειώνει ο
αναλυτής της Scope,
Marco Troiano, η πώληση
των ποσοστών που κρατούν
στις μεγάλες τους
τράπεζες οι κυβερνήσεις,
αποτελεί μια μοναδική
ευκαιρία για τους
αγοραστές να ενισχύσουν
τη θέση τους σε ξένες
αγορές ή και να
εισέλθουν σε νέες χώρες,
όπως φάνηκε και από την
είσοδο της UniCredit
στην Commerzbank.
Αν και ο οίκος
επισημαίνει ότι η έξοδος
των κυβερνήσεων από τις
τράπεζες άργησε,
κινήσεις γίνονται στις:
NatWest στο Ηνωμένο
Βασίλειο (το ποσοστό του
Δημοσίου διαμορφώνεται
στο 15,99%),
Commerzbank (η γερμανική
κυβέρνηση κατέχει το
12,11%),
ABN AMRO στην Ολλανδία
(40,5%),
Banca Monte dei Paschi
di Siena στην Ιταλία
(26,73%),
Allied Irish Banks στην
Ιρλανδία (22%),
Εθνική Τράπεζα στην
Ελλάδα (8,39%).
Η De Volksbank στην
Ολλανδία και η Belfius
Bank στο Βέλγιο
παραμένουν υπό 100%
κρατικό έλεγχο.
Η Scope σημειώνει ότι
αυτή η διαδικασία
αποεπένδυσης είναι
ευπρόσδεκτη, καθώς θα
έχει θετική συμβολή
στην ενίσχυση της
εμπιστοσύνης της αγοράς
στον τραπεζικό κλάδο, ο
οποίος μπορεί τώρα να
λειτουργήσει ανεξάρτητα,
έπειτα από χρόνια
αναδιάρθρωσης και
μείωσης του ρίσκου.
Η έξοδος των κυβερνήσεων
θα επιτρέψει επίσης στις
τράπεζες να επιδιώξουν
μια στροφή της
στρατηγικής τους και να
αναζητήσουν ευκαιρίες
ανάπτυξης και πιο
αποδοτικής αξιοποίησης
κεφαλαίων, ελεύθερες
πλέον από την κρατική
επιρροή.
Τα μεγάλα ποσοστά του
Δημοσίου αποθάρρυναν έως
τώρα τις πιθανές
διασυνοριακές
συγχωνεύσεις και
εξαγορές, καθώς οι
αγοραστές δεν θα ήθελαν
να καταλήξουν να έχουν
ως μέτοχο μια ξένη
κυβέρνηση. Επομένως, η
διασυνοριακή συγκέντρωση
του κλάδου καθίσταται
πλέον ευκολότερη,
σύμφωνα με την Scope.
Στην περίπτωση των
UniCredit και
Commerzbank, για
παράδειγμα, μια συμφωνία
θα ενίσχυε σημαντικά την
ανταγωνιστική θέση της
ιταλικής τράπεζας στη
Γερμανία, ειδικά στο
κομμάτι του corporate
banking. Και όπως
σημειώνει ο οίκος, θα
λειτουργούσε σαν οδικός
χάρτης για τις γαλλικές
τράπεζες που θέλουν να
ενισχύσουν την παρουσία
τους στην Ιταλία και το
Βέλγιο, όπου μπορούν να
επιτύχουν σημαντικές
συνέργειες κόστους.
Πάντως, πέραν των
περιπτώσεων όπου ένας
μεγάλος διασυνοριακός
όμιλος επιδιώκει να
ενισχύσει το δίκτυό του
σε μια ξένη χώρα, η
Scope θεωρεί ότι τα
οικονομικά των
διασυνοριακών
συγχωνεύσεων και
εξαγορών δεν είναι πολύ
ξεκάθαρα. Η απουσία
αλληλοεπικαλυπτόμενων
δικτύων περιορίζει τις
συνέργειες κόστους, ενώ
οι συνέργειες στα έσοδα
είναι πιο δύσκολο να
υλοποιηθούν.
Η εκτίμηση της Scope
είναι ότι τα
σημαντικότερα στρατηγικά
οφέλη θα προέκυπταν από
συμφωνίες που γεφυρώνουν
τις χώρες του πυρήνα με
εκείνες της περιφέρειας.
Ένας τέτοιος συνδυασμός
θα προσέφερε μεγαλύτερα
οφέλη στον τομέα της
διαφοροποίησης,
μειώνοντας το προφίλ
ρίσκου μιας τράπεζας, με
δεδομένο ότι πλέον θα
έχει έκθεση σε
διαφορετικά λειτουργικά
περιβάλλοντα.
Μια τέτοια συμφωνία θα
βοηθούσε επίσης να
περιοριστεί η έκθεση στο
ρίσκο κάποιας χώρας και
να δημιουργηθούν
ευκαιρίες για την
βελτίωση των αποδόσεων
σε χώρες όπου η
κερδοφορία περιορίζεται
λόγω των υψηλών
αποταμιεύσεων.
Μάλιστα, η Scope
σημειώνει ότι αυτή η
γεωγραφική διαφοροποίηση
θα οδηγούσε, με τον
καιρό, σε καλύτερο
κόστος χρηματοδότησης
και κατ΄ επέκταση σε
καλύτερη πιστοληπτική
αξιολόγηση.
«Παρόλα αυτά,
αναγνωρίζουμε ότι αυτό
από μόνο του δεν είναι
αρκετό για να
δικαιολογήσει το να
πληρώσει κάποιος premium
για ένα διασυνοριακό
deal, ειδικά με την
απουσία πιο άμεσου
χρηματοδοτικού οφέλους
και συνεργειών στα
κεφάλαια που θα
μπορούσαν να προκύψουν
από την ολοκλήρωση της
Ευρωπαϊκής Τραπεζικής
Ένωσης», καταλήγει ο
Troiano της Scope. |