Οι σχετικές
προκαταρκτικές
συζητήσεις με τον
ευρωπαίο επόπτη, τον
SSM, έχουν ήδη
ξεκινήσει, στο πλαίσιο
του συνεχούς διαλόγου
που διεξάγεται μεταξύ
των δύο πλευρών.
Οι τελικές εγκρίσεις
ωστόσο αναμένεται να
δοθούν μετά την
δημοσιοποίηση των
αποτελεσμάτων του 2024
και των επιχειρησιακών
πλάνων της περιόδου 2025
– 2027, στις αρχές της
επόμενης χρονιάς.
Αισιοδοξία
Τραπεζικά στελέχη
εκφράζουν την αισιοδοξία
τους για τη θετική
έκβαση των σχετικών
διαπραγματεύσεων με τη
Φρανκφούρτη, εκτιμώντας
ότι εν τέλει η διανομή
από τα κέρδη της
τρέχουσας χρήσης, θα
φτάσει το 40%.
Όπως λένε οι ίδιες
πηγές, «το καθαρό
αποτέλεσμα εφέτος
αναμένεται να κινηθεί
γύρω από τη ζώνη του 4,2
δισ. ευρώ. Ως εκ τούτου,
η ανταμοιβή των μετόχων
μας θα μπορούσε να
ξεπεράσει τα 1,5 δισ.
ευρώ».
Υπενθυμίζεται ότι οι
τέσσερις συστημικοί
όμιλοι αντάμειψαν εφέτος
τους μετόχους τους με
880 εκατ. ευρώ περίπου,
ποσό που αντιστοιχεί στο
25% της κερδοφορίας της
περυσινής χρήσης.
Αν καταφέρουν να πείσουν
τον επόπτη για την
ενίσχυση του ποσοστού
διανομής στην περιοχή
του 40%, το παραπάνω
ποσό θα μπορούσε ακόμη
και να διπλασιαστεί.
Πρόκειται για το πρώτο
καθοριστικό βήμα προς
την κατεύθυνση σύγκλισης
με το σχετικό ευρωπαϊκό
μέσο όρο.
Τα επιχειρήματα
Τα επιχειρήματα των
τραπεζικών διοικήσεων
για την εφαρμογή μίας
πιο γενναιόδωρης
μερισματικής πολιτικής
εφέτος, είναι τα εξής:
1. Καθαρά κέρδη
Η καθαρή κερδοφορία των
τεσσάρων μεγάλων του
κλάδου αναμένεται να
αυξηθεί εφέτος κατά
τουλάχιστον 15%, από τα
3,6 δισ. ευρώ στα 4,2
δισ. ευρώ.
Αυτό όμως από μόνο του
δεν αρκεί, καθώς ο SSM
εξετάζει τις προοπτικές
για το καθαρό αποτέλεσμα
σε βάθος τουλάχιστον 3
ετών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι
τράπεζες καλούνταν να
τον πείσουν για τις
θετικές προοπτικές,
λαμβάνοντας υπόψιν το
γεγονός ότι τα επιτόκια
στην ευρωζώνη θα
υποχωρήσουν σε αισθητά
χαμηλότερα από τα
τρέχοντα επίπεδα τους
επόμενους 15 μήνες.
Στα επιχειρησιακά πλάνα
της περιόδου 2024 – 2026
προβλέπεται πως παρά τη
χαλάρωση της
νομισματικής πολιτικής,
είναι δυνατή η διατήρηση
των κερδών πάνω από τα
3,5 δισ. ευρώ ανά χρήση
και των δεικτών
αποδοτικότητας σε
διψήφια ποσοστά.
Μπορεί να απωλέσουν
έσοδα από τη μείωση των
επιτοκίων στο υφιστάμενο
χαρτοφυλάκιο χορηγήσεων,
ωστόσο θα κερδίσουν από
την εκτιμώμενη
επιτάχυνση της
πιστωτικής επέκτασης,
την ενίσχυση των εσόδων
από προμήθειες και την
περαιτέρω μείωση του
κόστους άντλησης
κεφαλαίων και
ρευστότητας από
καταθέτες και αγορές.
2. Κεφαλαιακής ισχύς
Οι ελληνικές τράπεζες
έχουν ενισχύσει
σημαντικά τους δείκτες
κεφαλαιακής επάρκειας
την τελευταία τριετία,
ως αποτέλεσμα της
ισχυρής κερδοφορίας
τους, ενώ θα πετύχουν με
άνεση τους στόχους για
τις ελάχιστες
κεφαλαιακές απαιτήσεις
(MREL), την Πρωτοχρονιά
του 2026.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης
CET1 βρίσκεται μεταξύ
14,2% έως 18,3%, με βάση
τα αποτελέσματα β΄
τριμήνου 2024.
Επίσης, έχουν να
παρουσιάσουν ένα νέο
χρονοδιάγραμμα μείωσης
της συμμετοχής των
αναβαλλόμενων
φορολογικών απαιτήσεων
(DTC) στα κεφάλαιά τους
Στόχος είναι μέσα στην
επόμενη 5ετία το ποσοστό
τους να έχει υποχωρήσει
σε επίπεδα που δεν θα
δημιουργούν κανένα
προβληματισμό για την
ποιότητα των κεφαλαίων
τους.
3. Μη εξυπηρετούμενων
ανοίγματα
Θέμα χρόνου είναι η
μείωση των δεικτών
καθυστερήσεων στον
ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σήμερα, διαμορφώνονται
κατά μέσο όρο περί το
3%, ωστόσο με νέες
κινήσεις αποενοποίησης
μη εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων, αλλά και
μέσω θεραπείας
επισφαλειών με
ρυθμίσεις, θα
υποχωρήσουν ακόμη
περισσότερο.
Σε αυτό θα συμβάλει και
η ενεργοποίηση του
τρίτου κύκλου του
προγράμματος κρατικών
εγγυήσεων Ηρακλής, μέρος
των κονδυλίων του οποίου
αναμένεται να
χρησιμοποιηθεί και από
συστημικές τράπεζες για
την επιτάχυνση της
διαδικασίας περαιτέρω
εξυγίανσης των
ισολογισμών τους.
Εξάλλου, η μείωση των
επιτοκίων θα περιορίσει
τα ρίσκα δημιουργίας
νέων κόκκινων δανείων,
όσο το μακροοικονομικό
περιβάλλον στη χώρα
παραμένει θετικό.
Πηγή: Οικονομικός
Ταχυδρόμος |