Η μείωση των εισφορών
κατά μία ποσοστιαία
μονάδα από το επόμενο
έτος είναι ένα μέτρο το
οποίο βρίσκεται στη
δημοσιονομική «ζυγαριά»
με τον Πρωθυπουργό να
ξεκαθαρίζει το τοπίο το
Σάββατο στην ομιλία του
στο Βελλίδειο Συνεδριακό
Κέντρο.
Πάντως, ο σχεδιασμός
προβλέπει ότι από 1ης
Ιανουαρίου 2025 οι
συνολικές εισφορές
εργοδότη και εργαζομένου
στον ιδιωτικό τομέα θα
διαμορφωθούν στο 35,66%
του εκάστοτε μισθού, από
36,16% που είναι σήμερα,
και θα απομένει ένα 0,5
της μονάδας, το οποίο θα
μειωθεί εντός του 2027.
Η πρώτη μείωση της μισής
μονάδας εξετάζεται να
προέλθει από την
εργοδοτική εισφορά υπέρ
του ΕΟΠΥΥ, που θα
διαμορφωθεί στο 4,05%
(από 4,55% σήμερα) και
με τη μείωση αυτή το
σύνολο των εισφορών που
καταβάλλουν οι
εργοδότες, από 22,29%
που είναι σήμερα, θα
διαμορφωθούν σε 21,79%
το 2025, ενώ εάν και η
επόμενη μείωση αφορά
μόνο τους εργοδότες το
2027 ή και νωρίτερα θα
φτάσουν το 21,19%.
Τονίζεται ότι καθεμία
ποσοστιαία μονάδα
μείωσης αντιστοιχεί σε
περίπου 400 εκατ. ευρώ
μείωση εσόδων για τον
ΕΦΚΑ, η οποία επιβαρύνει
τον κρατικό
προϋπολογισμό. Είναι
σημαντικό να τονιστεί
ότι η μείωση των
ασφαλιστικών εισφορών
κατά 4,4 ποσοστιαίες
μονάδες που υλοποιήθηκε
κατά την προηγούμενη
τετραετία συνέβαλε
καθοριστικά στην πτώση
της ανεργίας κατά
περισσότερο από περίπου
7 ποσοστιαίες μονάδες
από το καλοκαίρι του
2019 μέχρι σήμερα.
Το θέμα επανήλθε μετά
την τελευταία αύξηση του
κατώτατου μισθού που
αποφάσισε η κυβέρνηση,
με τις εργοδοτικές
οργανώσεις να θέτουν εκ
νέου το ζήτημα της
μεγαλύτερης μείωσης των
εργοδοτικών εισφορών.
Το αίτημα των εργοδοτών
ενισχύεται από το
γεγονός ότι η αύξηση του
κατώτατου μισθού – εκτός
από τη βελτίωση του
εισοδήματος για 600.000
μισθωτούς που αμείβονται
με τα κατώτατα όρια – θα
επιφέρει και επιπλέον
έσοδα στα ασφαλιστικά
ταμεία μέσω των εισφορών
που θα αντιστοιχούν
στους νέους αυξημένους
μισθούς.
Σύμφωνα με τους ειδικούς
της κοινωνικής ασφάλισης
και του ΕΦΚΑ, για κάθε
ποσοστιαία μονάδα
αύξησης του κατώτατου
μισθού οι ασφαλιστέες
αποδοχές αυξάνονται,
κατά προσέγγιση, κατά
140 εκατ. ευρώ σε ετήσια
βάση. Τα επιπλέον έσοδα
από τους αυξημένους
μισθούς υπολογίζονται
στα 324,5 εκατομμύρια
ευρώ ετησίως.
Κόστος εργασίας
Την ίδια ώρα, με ρυθμό
πάνω από τον μέσο όρο
της ΕΕ και της
ευρωζώνης, αυξήθηκε στην
Ελλάδα το ωριαίο κόστος
εργασίας το α’ τρίμηνο
του 2024, όπως έδειξαν
τα στοιχεία της
Eurostat. Ειδικότερα, η
Ελλάδα γνώρισε αύξηση
στους μισθούς κατά 7,9%
έναντι 5,3% στην
ευρωζώνη και 5,8% στην
ΕΕ. Συνολικά για το
εργασιακό κόστος,
συμπεριλαμβάνοντας και
τα μη μισθολογικά κόστη
όπως οι εισφορές, η
Ελλάδα έπιασε ρυθμό
αύξησης 9% με την ΕΕ να
σημειώνει αύξηση 5,5%
και την ευρωζώνη 5,1%.
Στο μεταξύ, πριν καν
εφαρμοστεί το νέο
σύστημα, που προβλέπει
ότι από 1/1/2025 οι
εισφορές των ελεύθερων
επαγγελματιών, των
αυτοαπασχολουμένων και
των αγροτών θα
αυξάνονται με τον δείκτη
μεταβολής μισθών των
εργαζομένων στο σύνολο
της οικονομίας, το
υπουργείο Εργασίας
αποφάσισε να εφαρμόσει
μεν το νέο σύστημα, αλλά
με την αύξηση που θα
έχει ο δείκτης μισθών
του ιδιωτικού τομέα.
Με τον τρόπο αυτόν,
αποφεύγεται η σύνδεση
των εισφορών με τις
αυξήσεις μισθών όλων των
εργαζομένων, που μπορεί
να είναι κατά πολύ
μεγαλύτερες από τις
αυξήσεις μισθών του
ιδιωτικού τομέα, ιδίως
από τη στιγμή που στον
γενικό δείκτη μισθών
συμμετέχουν με μεγάλη
βαρύτητα και οι μισθοί
των δημοσίων υπαλλήλων,
που αυξήθηκαν φέτος πάνω
από 7%.
Οι μισθοί του ιδιωτικού
τομέα θα έχουν μικρότερη
αύξηση και όλες οι
εκτιμήσεις δείχνουν ότι
δεν θα υπερβεί το 4%
κατά μέσο όρο. Ο λόγος
που το υπουργείο
Εργασίας επιλέγει αυτόν
τον διαχωρισμό είναι για
να μη μεταφερθούν στις
εισφορές οι αυξήσεις
μισθών του δημόσιου
τομέα, που αποφασίζονται
από την κυβέρνηση και
κατά κανόνα είναι
μεγαλύτερες από τις
αυξήσεις στον ιδιωτικό
τομέα. Ο διαχωρισμός
αυτός προτάθηκε στο
υπουργείο και από τους
εκπροσώπους των
ελεύθερων επαγγελματιών.
Premium έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ» |