Στη χρηματιστηριακή
αγορά, ο απροσδιόριστος φόβος για
την επιβολή ενός
έκτακτου φόρου στα κέρδη
των τραπεζών έχει
επηρεάσει δυσμενώς την
εικόνα των μετοχών του
κλάδου, από την ημέρα
που ανακοινώθηκε
αιφνιδίως η επιβολή
έκτακτου φόρου στα κέρδη
των διυλιστηρίων. Η
κυβέρνηση δεν
προσανατολίζεται να
επιβάλει ανάλογο φόρο
και στις τράπεζες, αλλά
δεν το έχει δηλώσει
κατηγορηματικά, με
αποτέλεσμα οι ανησυχίες
των επενδυτών να
διατηρούνται.
Το θέμα του έκτακτου
φόρου στις τράπεζες είχε
ανοίξει από τον Μάιο ο
ΣΥΡΙΖΑ, με
μια πρόταση νόμου που
λίγο είχε απασχολήσει
όσους παρακολουθούν τις
εξελίξεις στην
οικονομία, αφού ήταν μια
πρόταση που προερχόταν
από την αντιπολίτευση
και είχε απορριφθεί από
την κυβέρνηση. Η πρόταση
του ΣΥΡΙΖΑ,
άλλωστε, ανέβαζε τον
φορολογικό πήχη τόσο
ψηλά, που θα ήταν
δύσκολο να συζητηθεί στα
σοβαρά. Προέβλεπε ότι
βάση αναφοράς για τον
υπολογισμό του
φορολογητέου εισοδήματος
θα ήταν ο μέσος όρος των
κερδών των τραπεζών την
τετραετία 2019 - 2022 με
μια προσαύξηση 20%. Όσα
κέρδη της χρήσης 2023 θα
ξεπερνούσαν αυτό το όριο
θα φορολογούνταν με
συντελεστή 90%, σύμφωνα
με την πρόταση του
ΣΥΡΙΖΑ.
Το πρόβλημα του
αναβαλλόμενου φόρου
Οι πολιτικοί ίσως δεν
είναι περίεργο αν
βλέπουν μόνο υψηλά
κέρδη και
δελεάζονται να
επιβάλλουν
πρόσθετους/έκτακτους
φόρους. Άλλωστε, η
πολιτική τακτική του..
Ρομπέν των Δασών
φαίνεται ότι έχει
απήχηση σε ένα σημαντικό
τμήμα του εκλογικού
σώματος.
Ωστόσο, η συζήτηση για
έκτακτο φόρο στον
τραπεζικό τομέα έχει
πολύ περισσότερες και
εξαιρετικά σοβαρές
παραμέτρους, που
άπτονται της χρηματοπιστωτικής
σταθερότητας και
μπορεί να επηρεάσουν
άμεσα τη δυνατότητα του
τραπεζικού συστήματος να
επιτελέσει την αποστολή
του, δηλαδή να
χρηματοδοτεί την εθνική
οικονομία.
Οι ελληνικές τράπεζες
μπορεί να έχουν
εμφανίσει για το 2023
πολύ υψηλά κέρδη, όμως,
ταυτόχρονα, δεν παύουν
να είναι και οι
τελευταίες στην Ευρώπη
που έχουν ένα σοβαρό
ποιοτικό ζήτημα στην
κεφαλαιακή τους βάση: Σε
πολύ μεγάλο βαθμό,
σχεδόν κατά 50%, τα
κεφάλαιά τους δεν είναι
«κανονικά» τραπεζικά
κεφάλαια, αλλά
αναβαλλόμενες
φορολογικές πιστώσεις
(DTC), που με
ειδική νομοθεσία έχει
επιτραπεί να λογίζονται
ως κεφάλαια.
Ουσιαστικά, το ελληνικό
κράτος αποζημίωσε σε ένα
βαθμό τις τράπεζες για
τις ζημιές που υπέστησαν
από το «κούρεμα»
των κρατικών ομολόγων με
το PSI, επιτρέποντας
τους να «κλειδώσουν» τις
μελλοντικές επιστροφές
φόρων που θα έχουν για
να καλυφθεί αυτή η ζημιά
και να τις προσμετρούν
στα κεφάλαιά τους.
Αυτό σημαίνει, όμως, ότι
οι τράπεζες θα πρέπει
να εμφανίζουν
κέρδη για να
μπορούν να «σβήνουν»
σταδιακά τον
αναβαλλόμενο φόρο και να
μετατρέπεται σε
«κανονικό» κεφάλαιο. Η
εκτάκτως υψηλή, λόγω των
αυξημένων επιτοκίων της
ΕΚΤ, κερδοφορία των
ελληνικών τραπεζών δεν
θα πρέπει να
αντιμετωπισθεί από τις
αρχές σαν μια ευκαιρία
αύξησης των φόρων, αλλά θα
πρέπει να τους δοθεί η
δυνατότητα να
αξιοποιήσουν στον
μεγαλύτερο δυνατό βαθμό
αυτά τα κέρδη για να
μειώσουν και να
εξαλείψουν γρηγορότερα
το DTC, ώστε να
μην έχουν μόνο
ικανοποιητικούς δείκτες
κεφαλαιακής επάρκειας,
αλλά να έχουν και υψηλής
ποιότητας κεφάλαια, που
θα μπορούν να καλύπτουν
άμεσα μελλοντικές
ζημιές.
Από το 2022, όταν είχαν
ήδη εκτοξευθεί σε πολύ
υψηλά επίπεδα τα
τραπεζικά κέρδη, ο
διοικητής της Τράπεζας
της Ελλάδος, Γιάννης
Στουρνάρας είχε
θελήσει να κλείσει τη
συζήτηση που άνοιγε τότε
για έναν έκτακτο φόρο,
τονίζοντας ότι αυτό θα
ήταν εξαιρετικά
επιζήμιο: «Όχι
ότι δεν μπορεί να το
αποφασίσει μια
κυβέρνηση. Μπορεί. Αλλά
πού θα βάλει φόρο,
ειδικά στην Ελλάδα; Σε
τράπεζες, όπου τα μισά
τους κεφάλαια είναι
αναβαλλόμενος φόρος»;
Συνεχείς προειδοποιήσεις
για το DTC
Μπορεί το πρόβλημα του
αναβαλλόμενου φόρου να
μην είναι εύκολα
κατανοητό από τους μη
ειδικούς, όμως τη
σοβαρότητά του
επισημαίνουν συνεχώς όχι
μόνο η Τράπεζα
της Ελλάδος, αλλά
και οι ευρωπαϊκοί
Θεσμοί που
παρακολουθούν στενά την
πορεία του τραπεζικού
συστήματος και πιέζουν
ώστε να μειωθεί ταχύτερα
το ποσοστό συμμετοχής
του DTC στα κεφάλαια.
Στην τελευταία έκθεσή
της για τη
Χρηματοπιστωτική
Σταθερότητα, η
Τράπεζα της Ελλάδος
σημείωνε ότι «ο
Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών
Μετοχών της Κατηγορίας 1
(Common Equity Tier 1
ratio – CET1 ratio) σε
ενοποιημένη βάση
αυξήθηκε σε 15,5% το
Δεκέμβριο του 2023 από
14,5% το Δεκέμβριο του
2022 και ο Συνολικός
Δείκτης Κεφαλαίου (Total
Capital Ratio – TCR) σε
18,7% από 17,5%
αντίστοιχα, με
αποτέλεσμα ο δείκτης
CET1 να συγκλίνει με τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο
(15,7% το Δεκέμβριο του
2023), ενώ ο Συνολικός
Δείκτης Κεφαλαίου
εξακολουθεί να
υπολείπεται (19,7% το
Δεκέμβριο του 2023).
Ωστόσο, η ποιότητα των
εποπτικών ιδίων
κεφαλαίων των ελληνικών
τραπεζών παραμένει
χαμηλή, καθώς
το Δεκέμβριο του 2023 οι
οριστικές και
εκκαθαρισμένες
αναβαλλόμενες
φορολογικές απαιτήσεις
(Deferred Tax Credits –
DTCs) ανέρχονταν σε 12,9
δι-σεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας
το 44% των συνολικών
εποπτικών ιδίων
κεφαλαίων (από
52% το Δεκέμβριο του
2022)».
Στην έκθεσή της για το
Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, που
δημοσιεύθηκε πρόσφατα, η
Κομισιόν υπογράμμιζε
ότι «η
ποιότητα των κεφαλαίων
μεταξύ των συστημικά
σημαντικών τραπεζών
παραμένει μη βέλτιστη.
Κατά μέσο όρο, το 44%
του κεφαλαίου των
τραπεζών αποτελείται από
αναβαλλόμενες
φορολογικές πιστώσεις
(DTC), αν και έχουν
καταγράψει σημαντική
μείωση τα τελευταία
χρόνια. Οι τράπεζες
σχεδιάζουν να μειώσουν
τους κωδικούς DTC στο
συνολικό κεφάλαιό τους
τα επόμενα χρόνια, αλλά
τα σχέδιά τους
εξαρτώνται από τη
διατήρηση της
μελλοντικής κερδοφορίας.
Ως εκ τούτου, είναι
σκόπιμο το επίπεδο των
διανομών μερισμάτων να
εξισορροπείται κατάλληλα
με την ανάγκη μείωσης
του τρέχοντος μεριδίου
των DTC».
Στην έκθεση μεταπρογραμματικής
εποπτείας που
δημοσίευσαν την
προηγούμενη εβδομάδα οι
ευρωπαϊκοί Θεσμοί
τονιζόταν ότι «η
μακροπρόθεσμη κερδοφορία
των τραπεζών και η
ποιότητα των κεφαλαίων
εξακολουθούν να
αποτελούν πηγή
ανησυχίας. Η κερδοφορία
των τραπεζών βελτιώθηκε
και οι
δείκτες κεφαλαιακής
επάρκειας αυξήθηκαν το
2023, αλλά εξακολουθούν
να είναι οι δεύτεροι
χαμηλότεροι στην ΕΕ. Επιπλέον,
εξακολουθούν να υπάρχουν
ανησυχίες σχετικά με την
ποιότητα των εποπτικών
κεφαλαίων λόγω του
υψηλού, αν και
μειούμενου, μεριδίου των
αναβαλλόμενων πιστώσεων
φόρου. Επίσης, η
κερδοφορία των τραπεζών
ενδέχεται να επιδεινωθεί
λόγω της μείωσης των
περιθωρίων επιτοκίων,
των δυνητικά υψηλότερων
αναγκών σχηματισμού
προβλέψεων και της
αύξησης του κόστους
χρηματοδότησης».
Σε αυτό το πλαίσιο,
γίνεται φανερό ότι μια
έκτακτη φορολογική
επιβάρυνση των
τραπεζικών κερδών, όσο
δελεαστική και αν
φαίνεται από
δημοσιονομική άποψη για
να εξοικονομηθούν πόροι
που θα μπορούσαν να
στηρίξουν τους
ασθενέστερους, δεν παύει
να είναι μια μυωπική
πολιτική κίνηση: Αντί
να αξιοποιήσουν οι
τράπεζες την εκτάκτως
υψηλή τους κερδοφορία
για να «χτίσουν» μια
ποιοτική κεφαλαιακή βάση
και να είναι
«οχυρωμένες» σε όποιες
δυσκολίες ανακύψουν στο
μέλλον, η προσπάθεια
αυτή θα καθυστερήσει, η
πλήρης εξυγίανση του
τραπεζικού συστήματος θα
μετατεθεί σε πιο μακρινό
μέλλον και η
αντιμετώπιση πιθανών
μελλοντικών κινδύνων θα
γίνει αρκετά
δυσκολότερη. Επιπλέον,
θα γίνει πιο δύσκολη και η
προσπάθεια επιστροφής σε
κανονικούς ρυθμούς
χρηματοδότησης της
οικονομίας, που
όλοι αναγνωρίζουν ότι
είναι αναγκαία για να
διατηρηθούν οι
αναπτυξιακοί ρυθμοί.
Πηγή: Business Daily |