Φέτος οι γίγαντες
εξακολουθούν να
παραμένουν ισχυροί. Στις
30 Απριλίου η Eli Lilly,
κατασκευάστρια μιας
δημοφιλούς θεραπείας
απώλειας βάρους,
ανακοίνωσε άλλη μια δόση
ισχυρών τριμηνιαίων
αποτελεσμάτων. Στις 2
Μαΐου η Novo Nordisk, η
δανέζικη αντίπαλος με το
δικό της επιτυχημένο
φάρμακο κατά της
παχυσαρκίας, έκανε το
ίδιο. Μαζί οι δύο
εταιρείες αξίζουν 1,2
τρισ. δολάρια, από 350
δισ. δολάρια πριν από
τρία χρόνια. Ωστόσο,
βελτιώσεις παρατηρούνται
και στις μικρές νεοφυείς
επιχειρήσεις
βιοτεχνολογίας, γεγονός
που μεταφράζεται σε καλά
νέα για τους επενδυτές,
τους ασθενείς και τη
φαρμακοβιομηχανία στο
σύνολό της.
Τους πρώτους τρεις μήνες
του 2024 οι επενδυτές
εισέφεραν 5,1 δισ.
δολάρια σε νεοσύστατες
επιχειρήσεις
βιοτεχνολογίας, το
μεγαλύτερο ποσό των
τελευταίων επτά
τριμήνων. Από τον
Ιανουάριο μέχρι σήμερα
οκτώ εταιρείες ξεκίνησαν
αρχικές δημόσιες
προσφορές,
συγκεντρώνοντας συνολικά
1,5 δισ. δολάρια, έναντι
2,5 δισ. δολαρίων για
όλες εκείνες που
εισήχθησαν στο
χρηματιστήριο το 2023.
Άλλες εννέα έχουν
πωληθεί σε μεγαλύτερες
φαρμακοβιομηχανίες για 1
δισ. δολάρια ή
περισσότερα -η πιο
ενεργή έναρξη έτους εδώ
και μια δεκαετία. Τον
Φεβρουάριο η Novartis,
ένας ελβετικός
φαρμακευτικός τιτάνας,
δήλωσε ότι σκόπευε να
αγοράσει τη MorphoSys,
μια γερμανική εταιρεία
που ειδικεύεται στον
καρκίνο, έναντι 2,9 δισ.
δολαρίων. Τον επόμενο
μήνα η AstraZeneca, ένας
βρετανο-σουηδικός
κολοσσός, εξαγόρασε δύο
εταιρείες βιοτεχνολογίας
για πάνω από 3 δισ.
δολάρια. Η IQVIA, μια
εταιρεία ερευνών,
αναμένει φέτος 180-200
δισ. δολάρια σε
συμφωνίες βιοτεχνολογίας
και φαρμάκου, από 85
δισ. δολάρια το 2022.
Ένας λόγος γι’ αυτήν την
αναζωογόνηση είναι το
επώδυνo ξεκαθάρισμα των
τελευταίων δύο ετών.
Πολλές επιχειρήσεις με
δυσοίωνες προοπτικές
εξαλείφθηκαν. Ο αριθμός
των πτωχεύσεων στον
τομέα της βιοτεχνολογίας
το 2023 ήταν ο
υψηλότερος της
τελευταίας δεκαετίας.
Αυτές που παρέμειναν
είναι, κατά μέσο όρο,
πιο ανθεκτικές. Οι πιο
προσγειωμένες
αποτιμήσεις τους τις
καθιστούν επίσης πιο
ελκυστικούς στόχους
εξαγοράς για τις
πλούσιες σε μετρητά
μεγάλες
φαρμακοβιομηχανίες. Η
IQVIA υπολογίζει ότι
δεκαπέντε από τις
μεγαλύτερες
φαρμακοβιομηχανίες του
κόσμου έχουν στη διάθεσή
τους συλλογικά 800 δισ.
δολάρια για συγχωνεύσεις
και εξαγορές.
Ανυπομονούν να
χρησιμοποιήσουν αυτά τα
χρήματα, ιδίως καθώς
πολλές από τις
προσοδοφόρες πατέντες
τους πρόκειται να
λήξουν. Η Evaluate,
πάροχος δεδομένων,
εκτιμά ότι το 2028
επώνυμα φάρμακα με
συνδυασμένες ετήσιες
πωλήσεις 100 δισ.
δολαρίων θα χάσουν την
προστασία της
πνευματικής ιδιοκτησίας,
το οποίο σημαίνει ότι
κινδυνεύουν να
αντικατασταθούν από
φτηνά εναλλακτικά
γενόσημα (βλ. διάγραμμα
1). Την τελευταία
δεκαετία το αντίστοιχο
ποσό ήταν, κατά μέσο
όρο, 33 δισ. δολάρια.
Ταυτόχρονα, η εξεύρεση
νέων θεραπειών γίνεται
όλο και πιο δύσκολη. Ο
Jack Scannell,
επικεφαλής της Etheros
Pharmaceuticals, μιας
εταιρείας
βιοτεχνολογίας, ανέλυσε
τους προϋπολογισμούς
έρευνας και ανάπτυξης
(Ε&Α) των μεγάλων
φαρμακοβιομηχανιών και
τις εγκρίσεις των
ρυθμιστικών αρχών.
Διαπιστώνει ότι στη
δεκαετία του 1960 1 δισ.
δολάρια σε έρευνα και
ανάπτυξη (σε τιμές 2008)
είχαν αποτέλεσμα περίπου
δέκα νέες εγκρίσεις
φαρμάκων. Σήμερα με το
ίδιο 1 δισ. δολάρια δεν
επιτυγχάνεται ούτε μία
(βλ. διάγραμμα 2).
Η απάντηση των μεγάλων
φαρμακευτικών εταιρειών
ήταν να παραμείνουν στο
μάρκετινγκ και τη
διανομή και να αναθέσουν
σε τρίτους μεγάλο μέρος
της καινοτομίας στον
τομέα της
βιοτεχνολογίας. Το 2023
το 57% όλων των νέων
φαρμάκων που θα
εγκριθούν στην Αμερική
θα προέρχονται από
μικρές εταιρείες, από
40% οκτώ χρόνια
νωρίτερα. Οι νεοσύστατες
εταιρείες είναι
υπεύθυνες για
περισσότερες από τρεις
στις τέσσερις νέες
κλινικές δοκιμές σε
πρώιμο στάδιο και δύο
στις τρεις σε
προχωρημένο (βλ.
διάγραμμα 3). Ο Kasim
Kutay, διευθύνων
σύμβουλος της Novo
Holdings, η οποία
κατέχει πλειοψηφικό
μερίδιο στη Novo Nordisk
και συμμετοχές σε άλλες
εταιρείες υγειονομικής
περίθαλψης όλων των
μεγεθών, πιστεύει ότι η
μοναδική εστίαση των πιο
σβέλτων εταιρειών
βιοτεχνολογίας σε μια
συγκεκριμένη περιοχή
νόσου μπορεί να τους
δώσει καλύτερες
πιθανότητες επιτυχίας
στην ανάπτυξη φαρμάκων
σε σύγκριση με τις
εκτεταμένες μεγάλες
φαρμακευτικές εταιρείες.
Αυτές οι πιθανότητες θα
μπορούσαν να βελτιωθούν
ακόμα περισσότερο χάρη
στην τεχνητή νοημοσύνη.
Οι φαρμακοβιομηχανίες
παίζουν με τη μηχανική
μάθηση εδώ και χρόνια. Η
εταιρεία συμβούλων BCG
έχει εντοπίσει περίπου
200 εταιρείες που
ιδρύθηκαν την τελευταία
δεκαετία και
χρησιμοποιούν
αλγόριθμους για την
εύρεση υποσχόμενων
μορίων. Πολλές από αυτές
έχουν να επιδείξουν
ελάχιστα αποτελέσματα. Η
Benevolentai και η
Exscientia, δύο
νεοσύστατες επιχειρήσεις
από τη Βρετανία,
ανακοίνωσαν πρόσφατα
απογοητευτικά
αποτελέσματα από
κλινικές δοκιμές για τα
φάρμακα που ανακάλυψαν
με τεχνητή νοημοσύνη
(για τη θεραπεία του
εκζέματος και του
καρκίνου, αντίστοιχα).
Ωστόσο, οι πρόσφατες
ραγδαίες εξελίξεις στην
τεχνητή νοημοσύνη
δημιουργούν ελπίδες ότι
μπορεί να κάνει την Ε&Α
πιο παραγωγική, αυτήν τη
φορά πραγματικά. Ο
Christoph Meier της BCG
προβλέπει ένα κύμα
φαρμάκων που θα
προέρχονται από την
τεχνητή νοημοσύνη. Τον
Ιανουάριο η Isomorphic
Labs, μια νεοσύστατη
εταιρεία που προήλθε από
το εργαστήριο τεχνητής
νοημοσύνης της Google,
υπέγραψε συμφωνίες με
την Eli Lilly και τη
Novartis αξίας σχεδόν 3
δισ. δολαρίων για τη
χρήση της πλατφόρμας της
για την ανακάλυψη
θεραπειών με μικρά
μόρια. Τον Απρίλιο η
Xaira, μια νεοφυής
επιχείρηση ανακάλυψης
φαρμάκων από τεχνητή
νοημοσύνη, συγκέντρωσε 1
δισ. δολάρια, σε έναν
από τους μεγαλύτερους
γύρους χρηματοδότησης
στην ιστορία της
βιοτεχνολογίας. Η
Insilico, μια άλλη
νεοφυής επιχείρηση που
βασίζεται στην τεχνητή
νοημοσύνη, λέει ότι το
λογισμικό της εντόπισε
έναν νέο φαρμακευτικό
στόχο και σχεδίασε ένα
μόριο κατάλληλο για
δοκιμές σε ανθρώπους σε
μόλις 18 μήνες και με
κόστος 2,7 εκατ.
δολάρια.
Αυτό το ποσό είναι
ευτελές σε σύγκριση με
τα δισεκατομμύρια που
ξοδεύουν οι μεγάλες
φαρμακευτικές εταιρείες
στις μέρες μας για ένα
χαρτοφυλάκιο φαρμάκων,
από τα οποία μόνο ένα
στα δέκα τείνει να
εγκριθεί. Εάν η τεχνητή
νοημοσύνη μπορεί να
μειώσει το ποσοστό
αποτυχίας ακόμα και κατά
μερικές ποσοστιαίες
μονάδες, θα μπορούσε να
έχει τεράστιο οικονομικό
αντίκτυπο, λέει ο Pratap
Khedkar, επικεφαλής της
εταιρείας συμβούλων
τεχνολογίας υγείας ZS.
Κάτι τέτοιο θα ήταν
ευεργετικό για τις
εταιρείες
βιοτεχνολογίας, τις
μεγάλες φαρμακευτικές
εταιρείες, αλλά κυρίως
για τους ασθενείς.
Πηγή: The Economist
|