|
«Η τεχνολογική
καινοτομία επεκτείνεται
σε όλους τους τομείς
της οικονομίας.
Η ένταση των ψηφιακών
δεξιοτήτων αναπτύσσεται
πολύ γρήγορα και σε
τομείς που παραδοσιακά
χρειάζονταν χαμηλά
προσόντα, όπως η
γεωργία. Έχουμε λοιπόν
περισσότερες ευκαιρίες
για καλύτερες θέσεις
εργασίας, αλλά
ταυτόχρονα οι άνθρωποι
με χαμηλές δεξιότητες
είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι
και ευπαθείς και
χρειάζεται να
υποστηριχθούν με
προληπτική πολιτική
εκπαίδευσης» σημείωσε η
κα Μπρούτζια και
πρόσθεσε:
«Βρισκόμαστε σε μια
εποχή μεγάλης
αβεβαιότητας ως προς την
αλλαγή των απαιτήσεων
των θέσεων εργασίας και
τις δεξιότητες (skills)
που θα είναι απαραίτητες
στο μέλλον, καθώς
μπαίνει στο παιχνίδι η
Τεχνητή Νοημοσύνη,
που μπορεί να επιταχύνει
ακόμα περισσότερο τις
εξελίξεις, σε ένα
περιβάλλον ήδη
περίπλοκο, λόγω των
γεωπολιτικών εντάσεων
και του δημογραφικού
προβλήματος στην Ευρώπη
(…) Η πρώιμη
αυτοματοποίηση είχε
προκαλέσει αλλαγή στις
θέσεις εργασίας ρουτίνας
και το ίδιο συμβαίνει
και τώρα με την έλευση
της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Όλο το εργατικό
δυναμικό στην
ΕΕ θα χρειαστεί
reskilling και
upskilling
(επικαιροποίηση και
αναβάθμιση δεξιοτήτων)».
Η κα Μπρούτζια επισήμανε
ακόμα τον ρόλο που θα
διαδραματίσει
βραχυπρόθεσμα και
μεσοπρόθεσμα στην
ευρωπαϊκή αγορά
εργασίας η
«πράσινη» μετάβαση,
υπενθυμίζοντας ότι,
βάσει παλαιότερης
έρευνας του cedefop,
αυτή αναμένεται να
οδηγήσει σε 2 εκατ.
πρόσθετες θέσεις
εργασίας στην ΕΕ τα
επόμενα χρόνια και να
μετασχηματίσει σημαντικά
τις απαιτούμενες
δεξιότητες.
«Σήμερα πολλοί εργοδότες παραπονιούνται
ότι δεν βρίσκουν
εργαζόμενους με τις
σωστές δεξιότητες, ενώ
ταυτόχρονα υπάρχουν
πολλοί εργαζόμενοι που
έχουν skills, τις οποίες
όμως δεν τους δίνεται η
ευκαιρία να
χρησιμοποιήσουν στον
χώρο εργασίας τους. Στο
σκηνικό αυτό λοιπόν, η
γνώση για τις απαιτούμενες
δεξιότητες, οι
συνεργασίες και οι
“τοπικοποιημένες”
στρατηγικές δεξιοτήτων,
θα μπορούσαν να
βοηθήσουν ώστε να
αξιοποιήσουμε τα οφέλη
της μετάβασης» πρόσθεσε
η αναπληρώτρια
διευθύντρια του Cedefop.
Είναι οι NEETs (όρος που
προέρχεται από τη φράση Not
in Employment, Education
or Training)
και η καθημερινότητά
τους συχνά δεν είναι
εύκολη. Πρόκειται για
νέους ανθρώπους, ηλικίας
15 έως 29 ετών, οι
οποίοι δεν σπουδάζουν,
δεν εργάζονται και δεν
καταρτίζονται/επιμορφώνονται.
Κι αυτό παρότι στην
πλειονότητά τους θέλουν
να δουλέψουν.
Στα Δυτικά
Βαλκάνια, ο
μέσος όρος των NEETs ως
ποσοστό επί του
πληθυσμού είναι
υψηλότερος σε σχέση με
την ΕΕ. Kαι στις
περισσότερες χώρες της
περιοχής, με εξαίρεση το
Μαυροβούνιο, οι γυναίκες ΝΕΕΤs
μειονεκτούν σε σχέση με
τους άντρες.
Τα παραπάνω στοιχεία
παρουσίασε στο φόρουμ ο
Ουγκ Μούσι (Hugues
Moussy), επικεφαλής της Μονάδας
Συστημάτων Επιδόσεων και
Αξιολόγησης του
Ευρωπαϊκού Ιδρύματος
Επαγγελματικής
Εκπαίδευσης (ΕTF).
Αντίστοιχα, σε μια
περίοδο που το upskilling και
το reskilling είναι
απαραίτητα για όλες και
όλους, το ποσοστό των
ενηλίκων, ηλικίας 25 έως
64 ετών, που έχουν
ευκαιρίες συμμετοχής σε
προγράμματα δια βίου
μάθησης, είναι
χαμηλότερο στα Δυτικά
Βαλκάνια, σε σχέση με
την ΕΕ -με τις γυναίκες
να βρίσκονται και πάλι
σε ελαφρώς μειοενεκτική
θέση.
«Όσο
πιο υψηλό είναι το
μορφωτικό επίπεδό σου
όταν είσαι νέος/α,
τόσο πιθανότερες
πιθανότητες έχεις για
upskilling και
reskilling. Όσο
χαμηλότερο, τόσο
λιγότερες και αυτό είναι
ένα πρόβλημα που πρέπει
να δούμε» είπε ο κ.
Μούσι.
Στον αντίκτυπο του δημογραφικού
προβλήματος στην
αγορά εργασίας, αλλά και
στον τρόπο με τον οποίο
η βιομηχανία συχνά
κατευθύνει το
εκπαιδευτικό σύστημα στη
Σερβία, όχι πάντα με
θετικό αποτέλεσμα για τη
θετική προοπτική των
εκπαιδευόμενων,
αναφέρθηκε η Σεντάνκα
Άντρικ (Centanka Adric),
πρόεδρος του σερβικού
εργατικού συνδικάτου «Nezavisnost».
«Η βιομηχανία μας
βασίζεται κυρίως σε
εργοστάσια που δεν
παράγουν έτοιμα τελικά
προϊόντα, αλλά τμήματα
προϊόντων, λόγω και του
χαρακτήρα των επενδύσεων στη
χώρα. Κι αυτό καθοδηγεί
και το εκπαιδευτικό
σύστημα, το οποίο δεν
βασίζεται στην
καινοτομία», αλλά στην
κάλυψη πιο παραδοσιακών
αναγκών, όπως είπε.
Πρόσθεσε ότι όταν μιλάμε
για εργασία, δεν πρέπει
να αξιολογούμε μόνο το
ποσοστό των ανθρώπων που
βρίσκονται στην αγορά
εργασίας, αλλά
και την ποιότητα της
θέσης εργασίας στην
οποία απασχολούνται.
Κατά την κα Άντρικ, οι
εργοδότες χρειάζεται να
δημιουργήσουν λίστες με
τις δεξιότητες και τις
ειδικότητες που
βρίσκονται σε έλλειψη
στην αγορά εργασίας,
ώστε τα συνδικάτα να
βοηθήσουν την εκπαίδευση
να παράγει ό,τι λείπει
από την αγορά.
Όπως είπε, αυτή τη
στιγμή τα συνδικάτα είναι
ουσιαστικά αποκλεισμένα
από την παρακολούθηση
της ζήτησης δεξιοτήτων,
παρότι οι εργοδότες θα
μπορούσαν να έχουν
καλύτερα αποτελέσματα ως
προς την κάλυψη των
αναγκών τους σε
ανθρώπινο δυναμικό, μέσω
διαλόγου με τα
συνδικάτα.
Την εκτίμηση ότι η
Ευρώπη δίνει μεν έμφαση
στη δια
βίου μάθηση,
αλλά καθυστερεί στην
προώθηση της εργασίας,
διατύπωσε ο διευθυντής
της Ένωσης Συνδέσμων
Εργοδοτών της Βοσνίας
και Ερζεγοβίνης, Σάσα
Άσιτς (Sasa Acic),
επισημαίνοντας πως, ναι,
οι άνθρωποι θέλουν μεν
να μαθαίνουν, αλλά
ταυτόχρονα επιθυμούν να
εφαρμόσουν τη γνώση τους
στο «γήπεδο» της αγοράς
εργασίας.
Ο κ. Άσιτς επισήμανε
ακόμα πως σε μια περίοδο
που οι νέοι και οι νέες
στην Ευρώπη «σπρώχνονται»
μαζικά στις ψηφιακές
δεξιότητες,
είναι εξίσου σημαντικό
να προωθηθούν και οι
χειρωνακτικές ικανότητες
και οι γνώσεις τεχνιτών,
στους οποίους υπάρχει
έλλειμμα στη «Γηραιά
Ήπειρο». Πρόσθεσε δε ότι
τα εκπαιδευτικά
συστήματα έχουν
αντίσταση σε οποιαδήποτε
αλλαγή και αυτό συνιστά
πρόβλημα.
Πηγή: Fortune |