Όπως σημειώνει ρεπορτάζ
της Καθημερινής, σύμφωνα
με τα επίσημα στοιχεία
του συστήματος «Εργάνη»,
ενώ το 2013 –εφιαλτική
χρονιά με μόλις 1,37
εκατ. εργαζομένους στον
ιδιωτικό τομέα– αυτοί
που λάμβαναν μεικτό
μισθό πάνω από 1.500
ευρώ αντιστοιχούσαν στο
20% του συνόλου, το
2023, με τον αριθμό των
εργαζομένων να έχει
αυξηθεί πάνω από 900.000
άτομα, αυτοί που σπάνε
το φράγμα των 1.500 ευρώ
αντιστοιχούν πλέον στο
18,9% του συνόλου. Μόλις
433.077 άτομα σε σύνολο
2,3 εκατ. έχουν μεικτές
αποδοχές πάνω από 1.500
ευρώ, με βάση τα επίσημα
στοιχεία του υπουργείου
Εργασίας. Αυτό το
μισθολογικό όριο είναι
ποσό που σε αφήνει εκτός
των περισσοτέρων
κοινωνικών επιδομάτων,
ενώ περιορίζει τα
«καθαρά» στα 1.148 ευρώ
λόγω υψηλότερου
φορολογικού συντελεστή
και ασφαλιστικών
εισφορών.
Και από την κυβέρνηση η
αύξηση των μισθών αλλά
και της απασχόλησης –η
οποία προϋποθέτει
«ενεργοποίηση» του
οικονομικά μη ενεργού
πληθυσμού, αλλά και η
«εισαγωγή» εργαζομένων
από το εξωτερικό, κυρίως
μέσω του brain regain–
προβάλλεται ως η
βέλτιστη λύση για την
αντιμετώπιση της
ακρίβειας και την αύξηση
του εθνικού εισοδήματος.
Τα τελευταία χρόνια και
με κύριο «όπλο» την
αύξηση του κατώτατου
μισθού, που είναι και ο
μόνος που μπορεί να
οριστεί από το κράτος,
επήλθε μια βασική αλλαγή
στη μισθολογική
πυραμίδα. Μειώθηκαν
αισθητά οι «μισθοί
πείνας»: αν το 2013, το
43% των εργαζομένων
λάμβανε κάτω από 800
ευρώ, το 2023 αυτό το
ποσοστό έχει περιοριστεί
στο 31%. Φυσικά συνιστά
πρόβλημα το ότι οι 3
στους 10 εξακολουθούν να
έχουν αποδοχές οι οποίες
κινούνται στα όρια της
φτώχειας, καθώς αυτό το
31% μεταφράζεται σε
710.000 εργαζομένους.
Μειώθηκε αισθητά ο
αριθμός αυτών που
λαμβάνουν κάτω από 800
ευρώ (σ.σ. ήταν 839.000
το 2022 και 594.000 το
2013, τη χρονιά του
ιστορικού υψηλού της
ανεργίας), κάτι που
αποδίδεται κυρίως στην
αύξηση του κατώτατου
μισθού, αλλά και πάλι
πρόκειται για μια
τεράστια πληθυσμιακή
ομάδα.
Η φετινή στατιστική του
«Εργάνη» θα δείξει
περαιτέρω μείωση, καθώς
φέτος για τα κατώτερα
μισθολογικά κλιμάκια
έχουμε από τη μία τη νέα
αύξηση του κατώτατου
μισθού (σ.σ. αυτή τη
φορά στα 830 ευρώ
μεικτά) και από την άλλη
την ενεργοποίηση των
τριετιών, η οποία θα
αποτυπώνεται μισθολογικά
σταδιακά και σε βάθος
χρόνου. Το ερώτημα πλέον
δεν είναι μόνο το τι θα
γίνει με τη βάση της
πυραμίδας, αλλά και το
πώς θα αυξηθούν οι
αποδοχές στα ανώτερα
κλιμάκια.
Αυτή τη στιγμή, μόλις
208.623 εργαζόμενοι
έχουν μισθούς από
1.501-2.000 ευρώ μεικτά
(αντιστοιχούν στο 9% του
συνόλου), μόλις 92.565
παίρνουν από 2.001 έως
2.500 ευρώ (σ.σ. είναι
το 4% του συνόλου), ενώ
το φράγμα των 2.500 ευρώ
σπάει το 5,74% του
συνολικού αριθμού των
εργαζομένων. Προφανώς
και οι στατιστικές
αλλοιώνονται από τις
πρακτικές που
εφαρμόζονται στην αγορά
(σ.σ. συνδυασμένων
«άσπρου» και «μαύρου»
μισθού, παροχές σε
είδος, συμπληρωματική
απασχόληση με
«μπλοκάκι»), όμως η
γενική εικόνα δεν
αλλάζει: λίγες οι
ευκαιρίες καλά
πληρωμένης εργασίας στην
Ελλάδα.
Η πολιτική των υψηλών
κρατήσεων που
εξακολουθεί να εφαρμόζει
η Ελλάδα, παρά τις
πρόσφατες βελτιώσεις
(σ.σ. κυρίως τη μείωση
των ασφαλιστικών
εισφορών, αλλά και την
κατάργηση της εισφοράς
αλληλεγγύης) επιδεινώνει
ακόμη περισσότερο την
κατάσταση. Τα 2.500 ευρώ
και πάνω που
εξασφαλίζουν το 5,74%
των εργαζομένων ή
περίπου 131.889 άτομα
συνολικά, αντιστοιχούν
σε 1.758 ευρώ καθαρά ή
λίγο πάνω από 2.000 ευρώ
τον μήνα, αν
συνυπολογιστεί και το
γεγονός ότι
καταβάλλονται 14 μισθοί
τον χρόνο. Επίσης, ο
εργοδότης που θα πρέπει
να πληρώσει τα 2.500
ευρώ μεικτά θα «δει»
στον τελικό λογαριασμό
να προστίθενται και οι
εργοδοτικές εισφορές,
που θα ανεβάσουν το
τελικό κόστος στα 3.057
ευρώ τον μήνα ή στα
42.802 ευρώ τον χρόνο.
Αυτός είναι και ο λόγος
για τον οποίο εξετάζεται
οι επόμενες μειώσεις
εισφορών που θα
προωθήσει η κυβέρνηση να
αφορούν στο μεγαλύτερο
ποσοστό τον εργοδότη:
προκειμένου να γίνει
λιγότερο «ακριβή» η
δημιουργία των καλά
πληρωμένων θέσεων
εργασίας.
Ανοίγει η ψαλίδα με την
Ευρώπη
Αν η προσέλκυση
«εγκεφάλων» αποτελεί ένα
πεδίο ανταγωνισμού
μεταξύ των ευρωπαϊκών
χωρών με στόχο την
καλύτερη στελέχωση
δημοσίου και ιδιωτικού
τομέα, η Ελλάδα
εξακολουθεί να έχει
τεράστιο συγκριτικό
μειονέκτημα. Οχι μόνο
γιατί προσφέρει
ελάχιστες ευκαιρίες καλά
αμειβόμενων θέσεων
εργασίας, όχι μόνο γιατί
οι μισθοί είναι πολύ
χαμηλότεροι στην Ελλάδα,
αλλά και γιατί το χάσμα
γίνεται ολοένα και
μεγαλύτερο.
Ο μισθολογικός χάρτης
που συντάσσεται με βάση
τα επίσημα στοιχεία της
Eurostat είναι
αποκαλυπτικός: O μέσος
μεικτός μισθός στην
Ελλάδα ήταν 16.069 ευρώ
στην Ελλάδα το 2014 και
αυξήθηκε σε 17.706 ευρώ
το 2023, δηλαδή κατά
10,19%. Στην Ευρώπη ήταν
21.517,5 ευρώ το 2024
και αυξήθηκε σε 28.217
ευρώ, δηλαδή κατά
31,14%. Αρα η ψαλίδα
έχει ανοίξει πάρα πολύ,
από περίπου 5.500 ευρώ
τον χρόνο σε περίπου
11.000 ευρώ τον χρόνο
ανάμεσα στον μέσο όρο
της Ελλάδας και στον
μέσο όρο της Ευρώπης. Σε
συνθήκες πληθωρισμού,
αυτή η διαφορά είναι
πολύ μεγάλη. Αν μάλιστα
γίνει η αντίστοιχη
σύγκριση στις καλύτερα
πληρωμένες θέσεις
εργασίας, τότε η ψαλίδα
ανοίγει ακόμη
περισσότερο.
Ενδεικτικό το ακόλουθο
εύρημα από τη στατιστική
της Eurostat:
Εργαζόμενος χωρίς παιδιά
εισπράττει κάθε χρόνο
ετήσιες αποδοχές που
αντιστοιχούν στο 167%
του μέσου όρου της χώρας
στην οποία εργάζεται.
Αυτό στην Ελλάδα σήμαινε
το 2014 περίπου 23.366
ευρώ μεικτά και το 2023
σχεδόν 26.906 ευρώ
μεικτά. ∆ηλαδή, ο «καλά
πληρωμένος» αύξησε σε
αυτή τη 10ετία τις
ονομαστικές αποδοχές του
κατά 15,15% (οι
πραγματικές αποδοχές
διαφέρουν από τις
ονομαστικές, καθώς
πρέπει να ληφθεί υπόψη
ότι σε αυτό το διάστημα
ο πληθωρισμός «έτρεξε»
με περίπου 7% και φυσικά
να συνυπολογιστούν και
οι αλλαγές στους φόρους
και στις ασφαλιστικές
εισφορές). Στο ίδιο
διάστημα, ο ευρωπαϊκός
μέσος όρος για τον
εργαζόμενο, με τις
αποδοχές στο 167% του
μέσου όρου, αυξήθηκε από
32.679 ευρώ σε 47.348
ευρώ, δηλαδή σε ποσοστό
44,89%.
Πηγή: Καθημερινή |