Η λίστα μας είναι
επιλεκτική: αφήσαμε
εκτός θέματα στα οποία
οι αντίθετες απόψεις των
δύο υποψηφίων είναι
διακριτές, αλλά δεν
έχουν άμεση σχέση με τη
δημόσια πολιτική. Σε
αυτά περιλαμβάνονται ο
χαρακτήρας των
υποψηφίων, το τι θα
σήμαιναν οι εκλογές για
τους θεσμούς, ακόμα και
για την αμερικανική
δημοκρατία. Επίσης, δεν
συμπεριλάβαμε τις
αμβλώσεις, όπου οι
διαφορετικές απόψεις των
υποψηφίων είναι απίθανο
να μεταφραστούν σε
σημαντικά διαφορετικές
πολιτικές χάρη σε ένα
Κογκρέσο στο οποίο
κανένα από τα δύο
κόμματα δεν είναι πιθανό
να κυριαρχήσει. Αν
αφαιρέσουμε αυτά τα
θέματα, όσο σημαντικά
και αν είναι, και
επικεντρωθούμε στις
πολιτικές που
σχετίζονται με το
προσωπικό χάρισμα του
προέδρου, το αποτέλεσμα
είναι εντυπωσιακό.
Όποιος κι αν φτάσει στις
270 ψήφους του εκλογικού
σώματος στις 5
Νοεμβρίου, οι ιδέες του
κ. Trump θα κερδίσουν.
Αυτός, και όχι η κ.
Harris, έχει καθορίσει
τους όρους αυτής της
αναμέτρησης. Η
αμερικανική πολιτική
έχει πλήρως
τραμπικοποιηθεί.
Ας δούμε την πλατφόρμα
της κ. Harris που αφορά
το εσωτερικό. Η
μεταναστευτική της
πολιτική περιλαμβάνει
την υποστήριξη της πιο
συντηρητικής
διακομματικής πρότασης
μεταρρύθμισης αυτού του
αιώνα. Στις διατάξεις
της περιλαμβάνεται το
κλείσιμο των αιτήσεων
ασύλου όταν η ροή των
παράτυπων μεταναστών
είναι μεγάλη. Η εμπορική
της πολιτική
περιλαμβάνει τη
διατήρηση των
περισσότερων δασμών που
επέβαλε ο κ. Trump κατά
την πρώτη του θητεία, αν
και κάπως
τροποποιημένους. Όσον
αφορά τη φορολογία, η κ.
Harris θα διατηρήσει τις
περισσότερες από τις
μειώσεις που υπέγραψε ο
κ. Trump το 2017
(αυξάνοντας τους
συντελεστές μόνο για
όσους κερδίζουν πάνω από
400.000 δολάρια). Όσον
αφορά την ενέργεια,
έχει «προσηλυτιστεί»
στο fracking και
συμμετείχε σε μια
κυβέρνηση κατά τη
διάρκεια της οποίας η
Αμερική άντλησε
περισσότερο πετρέλαιο
και φυσικό αέριο από
ποτέ. Επειδή η Αμερική
είναι άκρως κομματική
και ο κ. Trump είναι μια
προσωπικότητα που
αρέσκεται στην πόλωση, η
κ. Harris μπόρεσε να
δανειστεί μέρη της
ατζέντας της πρώτης
θητείας του κ. Trump
χωρίς ο περισσότερος
κόσμος να το έχει
αντιληφθεί.
Αυτή η πολιτική
λαθροθηρία έχει πολιτικό
νόημα. Ο κ. Trump μπήκε
πρώτος στα χωράφια των
Δημοκρατικών,
φλερτάροντας έντονα με
τα συνδικάτα και
καταργώντας τα σχέδια
των Ρεπουμπλικανών για
περικοπή των δημόσιων
δαπανών σε συντάξεις και
υγειονομική περίθαλψη.
Επειδή οι εκλογές θα
«παιχτούν» σε έξι ή επτά
αμφιταλαντευόμενες
πολιτείες, και το 2020
όλες τους ήταν κατά
μερικές ποσοστιαίες
μονάδες περισσότερο
ρεπουμπλικανικές από τον
εθνικό μέσο όρο, αν η κ.
Harris σιωπηρά
υιοθετήσει θέσεις
αυστηρότερες του Trump,
θα μπορούσε να τη
βοηθήσει να κερδίσει.
Ωστόσο, το αποτέλεσμα
είναι ότι ένας υποψήφιος
που έχασε τις
προηγούμενες εκλογές,
του οποίου το κόμμα
υπέστη συντριβή στις
ενδιάμεσες εκλογές του
2018 -ένας υποψήφιος που
δεν έχει κερδίσει ποτέ
τη λαϊκή ψήφο και
πιθανότατα δεν θα
κερδίσει ποτέ-, έχει
καταφέρει να
αναδιαμορφώσει την
αμερικανική πολιτική
κατ’ εικόνα και καθ’
ομοίωσίν του.
Το ίδιο ισχύει και στην
εξωτερική πολιτική. Οι
δύο υποψήφιοι έχουν
διαφορετικές
προσεγγίσεις: ο ένας
βασίζεται στις αξίες και
τις συμμαχίες, ο άλλος
στο ερώτημα τι μπορεί να
κάνει ο κόσμος για την
Αμερική. Αν ο κ. Trump
κερδίσει, η νευρικότητα
σχετικά με το κατά πόσο
η Αμερική θα παραμείνει
πιστή στο ΝΑΤΟ θα
επανέλθει. Με την κ.
Harris δεν υπάρχει η
παραμικρή αμφιβολία.
Ωστόσο, η
αλληλοεπικάλυψη είναι
εντυπωσιακή. Ο κ. Trump
υιοθέτησε μια πιο
συγκρουσιακή προσέγγιση
απέναντι στην Κίνα, σε
αντίθεση με οποιονδήποτε
άλλον πρόεδρο στο
πρόσφατο παρελθόν, αν
και οι πολιτικές του
στην πράξη ήταν λιγότερο
τρομακτικές απ’ ό,τι
ακούγονταν. Η κυβέρνηση
στην οποία συμμετείχε η
κ. Harris ήταν λεκτικά
λιγότερο προκλητική,
αλλά στην πράξη πιο
σκληρή, απαγορεύοντας
τις εξαγωγές τεχνολογίας
στην Κίνα και
επιβάλλοντας τεράστιους
δασμούς στις εισαγωγές
κινεζικών ηλεκτρικών
οχημάτων. Όσον αφορά τη
Μέση Ανατολή, η κ.
Harris δεν άφησε τον κ.
Trump να την
υπερφαλαγγίσει στα
δεξιά, παρά τις πιέσεις
που δέχθηκε από το κόμμα
της να διακόψει τις
προμήθειες όπλων στο
Ισραήλ, ούτε φαίνεται να
βιάζεται να αναβιώσει τη
συμφωνία με το Ιράν στην
οποία ο κ. Trump
υπαναχώρησε -αυτήν την
εβδομάδα αποκάλεσε το
ισλαμιστικό καθεστώς τον
μεγαλύτερο αντίπαλο της
Αμερικής. Με άλλα λόγια,
ο κ. Trump έθεσε τους
όρους και σε αυτήν την
πτυχή της πολιτικής.
Η υποστήριξη της
Ουκρανίας είναι το
σημείο όπου το χάσμα
φαίνεται να είναι
μεγαλύτερο. Η κ. Harris
υπήρξε μέλος μιας
κυβέρνησης που ηγήθηκε
της δυτικής προσπάθειας
να βοηθήσει την Ουκρανία
να υπερασπιστεί τον
εαυτό της από την
απρόκλητη εισβολή της
Ρωσίας. Θα συνεχίσει να
προμηθεύει την Ουκρανία
με όπλα και χρήμα,
εφόσον το Κογκρέσο της
το επιτρέψει. Η πολιτική
του κ. Trump είναι
εξαιρετικά ασαφής: λέει
μόνο ότι ο πόλεμος δεν
θα είχε ξεσπάσει επί των
ημερών του και ότι θα
τον είχε τερματίσει
αμέσως. Το γεγονός ότι
δεν εκφράζεται υπέρ της
νίκης κάποιας πλευράς
ενισχύει τους φόβους ότι
θα παροτρύνει την
Ουκρανία να συμβιβαστεί
με τους όρους της
Ρωσίας. Ωστόσο, δεν
είναι σίγουρο ότι θα
κινηθεί προς αυτήν τη
καταστροφική κατεύθυνση.
Ίσως όμως και ο κ. Trump
να ανησυχεί, διότι αν
αφήσει τα ρωσικά τανκς
να καταλάβουν μεγαλύτερο
μέρος της Ουκρανίας,
αυτό θα τον κάνει να
φανεί αδύναμος.
Το δεύτερο πράγμα που
είναι σαφές από τα
πολιτικά μας δελτία
είναι ότι ενώ η κ.
Harris έχει κινηθεί προς
τις θέσεις της πρώτης
θητείας του Donald
Trump, ο κ. Trump έχει
γίνει πιο ακραίος, ακόμα
και σε σύγκριση με τον
προηγούμενο εαυτό του.
Όσον αφορά το εμπόριο,
δήλωσε νωρίτερα φέτος
ότι τάσσεται υπέρ ενός
καθολικού δασμού 10%
στις εισαγωγές και τώρα
τον ανέβασε στο 20%, ενώ
επιθυμεί δασμό 60% σε
όλες τις κινεζικές
εισαγωγές. Στη φορολογία
θέλει τώρα να περικόψει
τα πάντα, καθιστώντας
μόνιμες όλες τις
περικοπές του 2017 και
μειώνοντας περαιτέρω
τους εταιρικούς φόρους.
Η Επιτροπή για έναν
Υπεύθυνο Ομοσπονδιακό
Προϋπολογισμό υπολογίζει
ότι τα σχέδιά του θα
προσθέσουν στο εθνικό
χρέος διπλάσιο ποσό απ’
ό,τι τα σχέδια της κ.
Harris (και τα δικά της
είναι ελάχιστα
συγκρατημένα). Όσον
αφορά τη μετανάστευση, ο
Trump του 2024 είναι πιο
ακραίος από τον Trump
του 2016. Χρειάζεται
πάντα μια νέα μεγάλη
υπόσχεση και αυτήν τη
φορά δεν είναι απλώς ένα
τείχος, αλλά μαζικές
απελάσεις. Ορισμένες από
τις πολιτικές του είναι
ακραίες επειδή
παραλείπουν πράγματα:
για παράδειγμα, δεν
παρουσιάζει κανένα
συγκεκριμένο σχέδιο για
τη μείωση των εκπομπών
CO2 ή για την προσαρμογή
της χώρας στην κλιματική
αλλαγή.
Την επόμενη εβδομάδα θα
εξετάσουμε διεξοδικότερα
τον τρόπο με τον οποίο
οι πολιτικές των δύο
υποψηφίων θα μπορούσαν
να επηρεάσουν την
οικονομία. Παρά τους
ισχυρισμούς του κ. Trump
ότι ο πρόεδρος Joe Biden
την έχει «καταστρέψει»,
η αμερικανική οικονομία
σήμερα είναι η οικονομία
που ζηλεύει όλος ο
κόσμος. Ωστόσο, είναι
εντυπωσιακό ότι ούτε ο
ένας, ούτε ο άλλος
υποψήφιος πιστεύουν
στους λόγους που την
έκαναν σπουδαία, όπως η
εξωστρέφεια στο εμπόριο,
το ταλέντο και τον
ανταγωνισμό. Είναι σαφές
ότι η κ. Harris δεν θα
προσπαθήσει να
απομονώσει την Αμερική
τόσο δυναμικά όσο ο κ.
Trump. Ωστόσο, όποιος κι
αν κερδίσει τον
Νοέμβριο, η
τραμπικοποίηση της
αμερικανικής πολιτικής
φαίνεται ότι θα
συνεχιστεί.
Πηγή: The Economist |