Οι εταιρείες – όπως η
Blackstone, η Franklin
Templeton, η BlackRock
και η KKR – γίνονται πιο
περίπλοκες και
ταυτόχρονα πιο
παρεμφερείς μεταξύ τους.
Οι επενδυτές λένε ότι
αυτό δημιουργεί
κινδύνους που
οι αγορές δεν έχουν
αντιμετωπίσει ποτέ ξανά
στο παρελθόν.
Τα στελέχη των εταιρειών
διαχείρισης επιμένουν
ότι η επέκταση αυτή, αν
και εντυπωσιακή, είναι
ακόμη στις αρχές της.
Ακολουθεί μια ματιά στο
πώς αλλάζει το τοπίο:
Τιτάνες τρισεκατομμυρίων
δολαρίων
Οι εταιρείες διαχείρισης
hedge funds διογκώνονται
προσφέροντας νέους
τύπους προϊόντων για να
κατακτήσουν μερίδιο στην
αγορά. Οι μεγαλύτερες
από αυτές εξελίσσονται
σε χρηματοοικονομικά
σουπερμάρκετ, κυρίως για
θεσμικούς και εύπορους
ενδιαφερόμενους, αλλά
όλο και περισσότερο και
για μεσαίας τάξης
επενδυτές. Οι τράπεζες
εδραίωσαν τη θέση τους
με παρόμοιο τρόπο τη
δεκαετία που προηγήθηκε
της κρίσης.
Εταιρείες διαχείρισης
ιδιωτικών κεφαλαίων και
ιδιωτικού χρέους, όπως η
Apollo Global Management
και η Blackstone,
διαχειρίζονται χρήματα
κυρίως για λογαριασμό
οργανισμών, αλλά
διαθέτουν τα προϊόντα
τους ολοένα και
περισσότερο και σε
μεμονωμένους επενδυτές.
Εξάλλου, μεγαθήρια
αμοιβαίων κεφαλαίων,
συμπεριλαμβανομένης της
BlackRock, μεγαλώνουν
ακόμη περισσότερο
δημιουργώντας ή
αγοράζοντας επιχειρήσεις
επένδυσης σε ιδιωτικά
κεφάλαια.
Οι εταιρείες διαχείρισης
κεφαλαίων παραγκωνίζουν
επίσης τις τράπεζες στον
τομέα του δανεισμού
αμερικανικών
επιχειρήσεων και
καταναλωτών, ενώ
ανακατεύονται και με τον
ασφαλιστικό κλάδο.
«Μπαίνουμε σε μια γκρίζα
ζώνη καθώς οι
επιχειρήσεις διαχείρισης
περιουσιακών στοιχείων
μπαίνουν σε διαφορετικές
χρηματοοικονομικές
υπηρεσίες» ανέφερε
ο Tyler Cloherty,
γενικός διευθυντής στη
συμβουλευτική Deloitte,
η οποία παρέχει
συμβουλές σε
διαχειριστές
κεφαλαίων. «Το μεγάλο
ερώτημα που δέχομαι
είναι «τι να κάνουμε για
να έχουν οι πελάτες
λιανικής πρόσβαση σε
εναλλακτικές
επενδύσεις;». Το πράγμα
είναι αρκετά μπερδεμένο
εδώ».
Η ανάπτυξη ξεπήδησε από
την οικονομική κρίση του
2008, όταν το νέο
ρυθμιστικό πλαίσιο
περιόρισε τις επενδύσεις
και τον δανεισμό εκ
μέρους των τραπεζών,
αφήνοντας χώρο για
επέκταση στους
διαχειριστές κεφαλαίων.
Οι κεντρικές τράπεζες
κράτησαν τα επιτόκιά
τους χαμηλά για το
μεγαλύτερο μέρος της
δεκαετίας που
ακολούθησε, οδηγώντας
τους επενδυτές εκτός των
αποταμιευτικών
λογαριασμών και των
κρατικών ομολόγων και
ωθώντας τους προς τα
διαχειριζόμενα κεφάλαια.
Δυσδιάκριτοι ρόλοι
Το 2008 οι αμερικανικές
τράπεζες και οι
εταιρείες διαχείρισης
κεφαλαίων βρέθηκαν
σχεδόν στήθος με στήθος,
με στοιχεία ενεργητικού
ύψους περί τα 12 τρισ.
δολάρια. Σήμερα, οι
εταιρείες διαχείρισης
που επενδύουν σε
παραδοσιακά στοιχεία
ενεργητικού, οι
διαχειριστές ιδιωτικών
κεφαλαίων και τα hedge
funds ελέγχουν περίπου
43,5 τρισ. δολάρια,
διπλάσια από τα 23 τρισ.
δολάρια που
διαχειρίζονται οι
τράπεζες, σύμφωνα με
ανάλυση που
πραγματοποίησε η «Wall
Street Journal» σε
στοιχεία των Fed, HFR,
ICI και Preqin.
Οι μεγάλες τράπεζες
απάντησαν μιμούμενες
περισσότερο τις
διαχειρίστριες
κεφαλαίων, ενισχύοντας
τις επενδυτικές ομάδες
τους. Αυτή την εβδομάδα
η Goldman Sachs
ανακοίνωσε για το πρώτο
τρίμηνο έσοδα περίπου 4
δισ. δολάρια από
δραστηριότητες asset και
wealth management,
δηλαδή δύο φορές όσα
ήταν τα κέρδη του
ιστορικού της τμήματος
επενδυτικής τραπεζικής.
Στο μεταξύ, οι
διαχειρίστριες κεφαλαίων
που επενδύουν σε
δημοσίως
διαπραγματεύσιμα
στοιχεία ενεργητικού
(public funds)
γιγαντώθηκαν,
προσφέροντας κυρίως
αμοιβαία κεφάλαια και
ETF που παρακολουθούν
δείκτες με χαμηλές
προμήθειες. Τέσσερις από
τις μεγαλύτερες –οι
BlackRock, Fidelity,
State Street και
Vanguard – ελέγχουν
περίπου 26 τρισ.
δολάρια, ποσό ίσο με
ολόκληρη την ετήσια
οικονομική παραγωγή των
ΗΠΑ.
Ωστόσο, κατά τα
προηγούμενα τέσσερα
χρόνια, τα περιουσιακά
στοιχεία των funds που
επενδύουν σε χρέος και
σε ιδιωτικά κεφάλαια
διπλασιάστηκαν φτάνοντας
σχεδόν τα 6 τρισ.
δολάρια και ξεπερνώντας
κατά πολύ τον ρυθμό
ανάπτυξης 31% των public
funds.
Η άνοδος αυτή θα
μπορούσε να συνεχιστεί.
Οπως είπε στους μετόχους
της KKR κατά τη διάρκεια
συνέλευσης που έγινε
αυτόν τον μήνα ο Scott
Nuttal, ένας εκ των
διευθυνόντων συμβούλων
της εταιρείας, ο οποίος
προστέθηκε στη λίστα
δισεκατομμυριούχων του
«Forbes» το 2022, η KKR
θα διπλασιάσει τα
χρήματα που
διαχειρίζεται και θα
φτάσει το 1 τρισ.
δολάρια έως το 2029.
Ο ανταγωνιστής Marc
Rowan, διευθύνων
σύμβουλος της Apollo
Global Management, λέει
ότι η εταιρεία του θα
αυξήσει τα σχεδόν 650
δισ. δολάρια που
διαχειρίζεται σήμερα στο
1 τρισ. δολάρια έως το
2026. Η Blackstone, η
οποία πέρασε το όριο του
1 τρισ. δολαρίων τον
Ιούλιο, λανσάρισε εφέτος
το πρώτο της private
equity fund με στόχευση
στους μεμονωμένους
επενδυτές. Το fund έχει
έως τώρα συγκεντρώσει 3
δισ. δολάρια, επίδοση
που αποτελεί την πιο
δυναμική εκκίνηση για
κεφάλαιο της εταιρείας
που απευθύνεται στη
λιανική, όπως ανέφερε
πρόσωπο που γνωρίζει το
θέμα. Η Blackstone έχει
συγκεντρώσει περισσότερα
από 100 δισ. δολάρια
μέσω fund ιδιωτικού
χρέους και real estate
funds που απευθύνονται
σε μεμονωμένους
επενδυτές.
Θέτοντας κανόνες στα
ιδιωτικά κεφάλαια για το
ευρύ κοινό
Η Neuberger Berman, μια
παραδοσιακού τύπου
διαχειρίστρια κεφαλαίων
που γεννήθηκε από την
κατάρρευση της Lehman
Brothers, έχει περίπου
το ένα τρίτο από τα 463
δισ. δολάρια που
διαχειρίζεται
τοποθετημένο σε
εναλλακτικές επενδύσεις,
ποσοστό σημαντικά
αυξημένο έναντι του
αντίστοιχου 10% δέκα
χρόνια πριν. Η εταιρεία,
η οποία ανήκει στους
εργαζομένους,
συγκέντρωσε το
μεγαλύτερο μέρος των
περιουσιακών της
στοιχείων από θεσμικούς
επενδυτές.
«Μεγάλο μέρος της
μελλοντικής ανάπτυξης θα
προέλθει από
μεμονωμένους επενδυτές
που δεν έχουν ούτε την
εμπειρία ούτε το
επαγγελματικό προσωπικό
που μπορεί να τους
βοηθήσει» είπε ο
διευθύνων σύμβουλος της
Neuberger Berman, George
Walker. Οι διαχειριστές
κεφαλαίων θα πρέπει να
επιμορφώσουν τους νέους
αγοραστές και να τους
παρέχουν σωστά
διαφοροποιημένα προϊόντα
ώστε να μειωθεί ο
κίνδυνος, ανέφερε.
Η Neuberger Berman
λάνσαρε το 2021 ένα
προϊόν το οποίο ονομάζει
Access, που συγκεντρώνει
δεκάδες private funds
και τις επενδύσεις τους,
προκειμένου να παρέχει
ένα διαφοροποιημένο
χαρτοφυλάκιο σε πελάτες
με χαμηλό buy-in. Μέσα
στο τελευταίο έτος το
fund διπλασιάστηκε σε
μέγεθος και έφτασε
περίπου το 1 δισ.
δολάρια.
Η Pacific Investment
Management Co., η
πανίσχυρη διαχειρίστρια
κεφαλαίων που επενδύει
σε ομόλογα και
διαχειρίζεται περίπου 2
τρισ. δολάρια, αύξησε
τις εναλλακτικές
επενδύσεις της στα 165
δισ. από 10,7 δισ.
δολάρια το 2010, τόνισε
εκπρόσωπος της
εταιρείας. Η TCW, μια
άλλη διαχειρίστρια
ομολογιακών funds,
διπλασίασε τις
εναλλακτικές της
επενδύσεις τα τελευταία
τέσσερα χρόνια,
φτάνοντας τα 20 δισ.
δολάρια, περίπου το 10%
των συνολικών
περιουσιακών της
στοιχείων, ανέφερε
πρόσωπο που γνωρίζει το
θέμα. Αμφότερες οι
εταιρείες προσέλαβαν
διαχειριστές
χαρτοφυλακίου με
προϋπηρεσία σε εταιρείες
διαχείρισης που
επενδύουν σε ιδιωτικά
κεφάλαια και σε hedge
funds, προκειμένου να
υποστηρίξουν το
εγχείρημα.
Οι ρυθμιστικές αρχές
προσπαθούν να ελέγξουν
τις γιγάντιες εταιρείες
διαχείρισης σε διάφορα
επίπεδα. Τον Αύγουστο η
SEC ενέκρινε νέους
ρυθμιστικούς κανόνες για
τα ιδιωτικά κεφάλαια,
απαιτώντας τη
γνωστοποίηση
περισσότερων επενδυτικών
στοιχείων και
απαγορεύοντας τις
παράλληλες συμφωνίες με
θεσμικούς πελάτες.
Οι πωλήσεις ιδιωτικών
κεφαλαίων σε
μεμονωμένους επενδυτές
αυξάνονται καθώς οι
μοχλευμένες εξαγορές από
ιδιωτικά κεφάλαια είχαν
απόδοση 8% πέρυσι, το
χαμηλότερο επίπεδο από
το 2011, σύμφωνα με την
Preqin. Τα υψηλότερα
επιτόκια έκαναν πιο
δύσκολη την εκ μέρους
των funds πώληση
εταιρειών που κατέχουν
και λιγότερο φθηνή την
αγορά νέων.
Οι παραδοσιακές
εταιρείες διαχείρισης
κεφαλαίων
παρακολουθούνται στενά
για την υπερβολική
επιρροή τους στις
μετοχικές ψηφοφορίες.
Τον Νοέμβριο, μια μεικτή
ρυθμιστική αρχή ενέκρινε
ρύθμιση βάσει της οποίας
επιτρέπεται σε μεγάλες
διαχειρίστριες funds να
υπόκεινται σε πιθανό
ρυθμιστικό έλεγχο ως
συστηματικώς σημαντικοί
οργανισμοί, όπως οι
τράπεζες. Και πάλι, η
απόφαση απλώς
επαναδιατυπώνει ένα
μέτρο της εποχής Ομπάμα,
που ανατράπηκε από την
κυβέρνηση Τραμπ.
Μπορείτε να
επικοινωνήσετε με τον κ.
Matt Wirz στο
matthieu.wirz@wsj.com
Πηγή: Wall Street
Journal – πρώτη
μετάφραση το Βήμα |