Με τις βραχυπρόθεσμες
κινήσεις να κυριαρχούν
σε μια αγορά, ο γενικός
δείκτης επιδίδεται σε
«πλάγια βήματα» μεταξύ
1.400 – 1.450 μονάδων,
με τον κλάδο σηματωρό
του μάλιστα, τον
τραπεζικό, να μην μπορεί
να αφήσει τη ζώνη των
1.250 – 1.290 μονάδων,
κρατώντας επί της ουσίας
τα «κλειδιά» της
λεωφόρου Αθηνών.
Και μόνο η αδυναμία του
τραπεζικού κλάδου να
«εξαργυρώσει» τα θετικά
σχόλια που έλαβε από
τους ξένους αναλυτές
(Fitch, Goldman Sachs,
Morgan Stanley) αυτήν
την εβδομάδα,
επιβεβαιώνει τη στάση
αναμονής που τηρούν τα
περισσότερα χαρτοφυλάκια
στην Ελλάδα, αναφέρουν
οι εγχώριοι αναλυτές.
Και η στάση αυτή
ενισχύεται από το
διεθνές κλίμα, το οποίο
κυριαρχείται από τις
ανησυχίες για την πορεία
της μεγαλύτερης
οικονομίας του κόσμου,
της αμερικανικής.
Έτσι, η επιφυλακτικότητα
παραμένει, καθώς και ο
φόβος ότι οι ξένοι θα
διορθώσουν χωρίς η
Ελλάδα να έχει προλάβει
να πάρει τάση. Αυτό
καθιστά τις θέσεις των
αγοραστών πιο ευάλωτες
σε στενά stop loss, ή
όποιες αναταράξεις,
εκδηλωθούν, ενώ οι
αγοραστικές κινήσεις
γίνονται πιο δύσκολα όσο
η αγορά πλησιάζει στα
άνω όρια της επτάμηνης
διακύμανσης της.
Placement Εθνικής
Ο Σεπτέμβριος μάς έχει
«υποσχεθεί» συγκινήσεις,
με την είσοδο της
Τράπεζας Κύπρου στο ΧΑ,
τη διαδικασία για την
Attica Bank, αλλά και τα
αποτελέσματα β’ 3μηνου
πολλών εισηγμένων. Αλλά
αυτό που περιμένει η
αγορά είναι το δεύτερο
placement του ΤΧΣ στην
Εθνική Τράπεζα. Άλλωστε,
πλέον φαίνεται μια μικρή
ορατότητα στη
διαδικασία, με τις
διαρροές να θέλουν να
«τρέχει» στις αρχές
Οκτωβρίου.
Εκεί που υπάρχει όμως
ακόμη αβεβαιότητα είναι
στο ποσοστό του
μετοχικού κεφαλαίου της
τράπεζας που θα διατεθεί
στους επενδυτές, καθώς
εκτιμάται ότι θα
κυμαίνεται μεταξύ 10%
και 13% από συνολικά
18,4% που διατηρεί αυτή
τη στιγμή το Ταμείο. Το
υπόλοιπο ποσοστό θα
μεταφερθεί στο
Υπερταμείο της Ελλάδας,
το οποίο και θα
απορροφήσει το ΤΧΣ.
Ακόμη μεγαλύτερη είναι η
ασάφεια και για την τιμή
του placement, καθώς ενώ
η αγορά είχε
προσαρμοστεί να δει στο
book building προσφορές
πέριξ του 8 ευρώ, βλέπει
να διακινούνται σενάρια
για ακόμη χαμηλότερα
επίπεδα.
Το αποτέλεσμα είναι η
μετοχή – σηματωρός να
έχει εγκλωβιστεί σε ένα
εύρος χαμηλότερο των 8
ευρώ με τη διοχέτευση
της ρευστότητας που
υπάρχει να μην είναι
ακόμη επιλογή για αρκετά
χαρτοφυλάκια.
ΔΕΘ – Moody’s
Στην εξίσωση της αγοράς
έχει εισέλθει και ο
πολιτικός παράγοντας από
τις αρχές του
καλοκαιριού, με αρκετούς
να αναμένουν να ακούσουν
και τις κατευθύνσεις που
θα δώσει η κυβέρνηση από
το βήμα της ΔΕΘ. Ο
επόμενος καταλύτης
επομένως ενδεχομένως θα
έρθει από την παρουσία
του πρωθυπουργού στη
ΔΕΘ, η οποία και θα
κριθεί στις 13
Σεπτεμβρίου και στην
ετυμηγορία της Moody’s
για την ελληνική
οικονομία, καθώς είναι ο
μοναδικός από τους
μεγάλους οίκους που δεν
έχει δώσει την
επενδυτική βαθμίδα.
Οι προσδοκίες είναι
μεγάλες, καθώς το
στέλεχος του οίκου,
Colin Ellis, μιλώντας
στο πρόσφατο συνέδριο
του Economist, άνοιξε
ένα παράθυρο για
αναβάθμιση της ελληνικής
οικονομίας στην
επενδυτική βαθμίδα από
τη Moody’s, αποφεύγοντας
ωστόσο να προαναγγείλει
ή να δεσμευτεί για το τι
θα πράξει ο διεθνής
οίκος αξιολόγησης τον
Σεπτέμβριο.
Επιτόκια
Οι βραχυπρόθεσμοι
καταλύτες μιας αγοράς
είναι το κλίμα και τα
«μαλακά» δεδομένα, οι
μεσοπρόθεσμοι η
νομισματική πολιτική και
τα θεμελιώδη και οι
μακροπρόθεσμοι η πορεία
μιας οικονομίας. Και
πιστοί σε αυτόν τον
άτυπο κανόνα, οι ξένοι
κυρίως επενδυτές δεν
μπορούν παρά να
περιμένουν τις αποφάσεις
της Federal Reserve
(17-18/9) και της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας (12/9) μέσα στο
Σεπτέμβριο.
Σχεδόν το 85% των
οικονομολόγων προβλέπουν
ότι η ΕΚΤ θα μειώσει το
επιτόκιο καταθέσεων κατά
25 μονάδες βάσης την
επόμενη εβδομάδα, ενώ η
Ομοσπονδιακή Τράπεζα των
ΗΠΑ θεωρείται βέβαιο ότι
στη διήμερη συνεδρίαση
της 17ης και 18ης
Σεπτεμβρίου θα
προχωρήσει στην πρώτη
μείωση επιτοκίων, μετά
από τον πρόσφατο κύκλο
αλλεπάλληλων αυξήσεων
που έριξε στη μάχη
απέναντι στον
πληθωρισμό, όπως όλες οι
μεγάλες κεντρικές
τράπεζες.
Όπως εξηγούν
χρηματιστηριακές πηγές
στον «ΟΤ», η εγχώρια
αγορά στην παρούσα
κινείται περισσότερο με
οδηγό τον φόβο διεθνών
αναταράξεων και μείωσης
του ρίσκου και λιγότερο
με βάση τις προοπτικές
της εγχώριας οικονομίας
και των μεγεθών των
εισηγμένων, τα οποία
μπορεί να δικαιολογήσουν
υψηλότερα επίπεδα
ισορροπίας. Και αυτό
διότι οι συναλλαγματικές
αναταράξεις που θα
υπάρξουν από τις εν λόγω
αποφάσεις ήδη θα
επηρεάσουν την
ελκυστικότητα πολλών
αγορών, μεταξύ των
οποίων και την ελληνική.
Άλλωστε, δεν είναι
τυχαίο ότι το δολάριο
έχει υποτιμηθεί 5% από
τα υψηλά του 2024 και
κινείται πολύ κοντά σε
χαμηλά ενός έτους,
επηρεάζοντας και τις
διαθέσεις των
αμερικανικών κεφαλαίων
για διεθνή περιουσιακά
στοιχεία.
Πηγή: Οικονομικός
Ταχυδρόμος |