Είχε επίσης ανάγκη να
περάσει τον σκόπελο που
έβαλε η JP Morgan,
γνωστή για την προτίμησή
της στην ελληνική αγορά,
με το να υποστηρίξει ότι
το story της αναβάθμισης
του ΧΑ στις ώριμες
αγορές, ίσως τελικά να
μην κάνει και τόσο καλό,
σε μια αγορά που
πραγματικά «λάμπει» ούσα
στις αναδυόμενες.
Σε κάθε περίπτωση όμως,
σε μακροπρόθεσμο
επίπεδο, οι δυναμικοί
παράγοντες ανόδου της
λεωφόρου Αθηνών
(κερδοφορία-ρεκόρ των
εγχώριων εισηγμένων,
βήματα του ΧΑ προς την
επενδυτική βαθμίδα,
ευνοϊκό διεθνές
επενδυτικό κλίμα κλπ.)
δεν ανατράπηκαν εντελώς
μέσα σε λίγες
συνεδριάσεις, όπως
χαρακτηριστικά ανέφερε
και ο Πέτρος Στεριώτης,
μέλος της Διεθνούς
Ομοσπονδίας Τεχνικών
Αναλυτών (IFTA), συνεπώς
δεν θα δραματοποιήσουμε
την πτώση του Γενικού
Δείκτη από τα
υπερδεκαετή του υψηλά.
Αλλά η συγκυρία
ταυτόχρονων σημάτων
πώλησης στα βραχυχρόνια
και αγοράς στα
μακρόπρόθεσμα timeframe
ίσως αποτελεί προάγγελο
πλάγιας κίνησης, με το
ΧΑ να αναζητά τον
επόμενο καταλύτη.
Ο ρόλος του πολιτικού
ρίσκου
Προφανώς οι αγορές είναι
μηχανισμοί που
ενσωματώνουν ταχέως τις
νέες πληροφορίες, φήμες
και εξελίξεις, αποτιμούν
την μεταβολή των
προσδοκιών για τα
παγκόσμια επιτόκια και
την όποια αύξηση του
πολιτικού ρίσκου στη
χώρα, την ώρα μάλιστα
που η κυβέρνηση δεν
διάγει και την πιο
«ευχάριστη» περίοδό της.
Δεδομένου του ότι η
αναπτυξιακή τροχιά της
ελληνικής οικονομίας
συνδέθηκε άρρηκτα από
όλους ανεξαιρέτως τους
αναλυτές επί των
εγχωρίων επιδόσεων, στα
κονδύλια του Ταμείου
Ανάκαμψης (RFF) μια
αδύναμη κυβέρνηση, υπό
το βάρος του κόστους των
κακών επιλογών, θα
μεταθέσει στην καλύτερη
των περιπτώσεων τις πιο
δύσκολες μεταρρυθμίσεις.
Υπενθυμίζεται εδώ ότι τα
περισσότερα από τα
επιτεύγματα μέχρι
στιγμής ήταν στην
ατζέντα των
μεταρρυθμίσεων, ενώ οι
δαπάνες των ταμείων RRF
προχωρούν πιο αργά. Από
το συνολικό κονδύλιο των
επιχορηγήσεων, οι
ταμειακές εισπράξεις από
την ΕΕ ανέρχονται σε 7,4
δισ. ευρώ, εκ των οποίων
1,95 δισ. ευρώ έχουν
εκταμιευθεί σε
επιχειρήσεις και 2,8
δισ. ευρώ έχουν
μεταφερθεί από το κράτος
σε άλλους φορείς της
γενικής κυβέρνησης.
Όσον αφορά τα δάνεια, οι
εισπράξεις σε μετρητά
από την ΕΕ ανέρχονται σε
7,3 δισ. ευρώ, εκ των
οποίων τα 1,3 δισ. ευρώ
έχουν εκταμιευθεί σε
επιχειρήσεις. Αν και η
μετάβαση από το μέτωπο
των μεταρρυθμίσεων προς
τις επενδύσεις θα πρέπει
να υποστηρίζει τις
κεφαλαιουχικές δαπάνες,
όπως προειδοποίησε
πρόσφατα η BofA οι
καθυστερήσεις υλοποίησης
στις πραγματικές δαπάνες
τείνουν να είναι
υψηλότερες από ό,τι στη
φάση της διαρθρωτικής
μεταρρύθμισης/διαδικασίας
έγκρισης επιλέξιμων
έργων.
Αυτό είναι, όπως μας
μεταφέρουν
χρηματιστηριακές πηγές,
το βασικό πρόβλημα της
αγοράς στην παρούσα
φάση, καθώς βλέπουν ότι
πιθανές καθυστερήσεις
στην υλοποίηση των
προαπαιτούμενων, θα
φέρουν αντίστοιχα
καθυστερήσεις στην
εκταμίευση κονδυλίων που
είχαν συνυπολογιστεί
στις εκτιμήσεις για την
ανάπτυξη.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε
που οι περισσότεροι
αναλυτές, όπως η UBS και
η Deutsche Bank, δεν
τοποθετούν την αύξηση
του ΑΕΠ πάνω από το 1,1%
-1,5% φέτος,
«υποχρεώνοντας» εμμέσως
και την ελληνική
κυβέρνηση να βάλει
χαμηλότερα το “πήχη” της
φετινής ανάπτυξης,
προβλέποντας πλέον
μεγέθυνση της οικονομίας
2,5%, από 2,9% που
προέβλεπε το τελικό
σχέδιο του
προϋπολογισμού.
Η νέα πρόβλεψη, θα
ενσωματωθεί στο
αναθεωρημένο πρόγραμμα
σταθερότητας και
ανάπτυξης για την
περίοδο 2025-2027, που
θα καταθέσει το
Υπουργείο Οικονομικών
στο τέλος του μήνα στις
Βρυξέλλες στο πλαίσιο
των συμβατικών
υποχρεώσεων της χώρας.
Ο ρόλος των Κεντρικών
Τραπεζών
Καλώς ή κακώς η εγχώρια
αγορά εξαρτάται από τις
διαθέσεις των ξένων να
τοποθετηθούν σε μια
μικρή γωνιά του πλανήτη.
Και όσο πιο θετικές
είναι οι προοπτικές τόσο
τα κεφάλαια που είναι
διατεθειμένοι να δώσουν
είναι περισσότερα. Αρκεί
και οι συνθήκες να το
ευνοούν, κάτι που δεν
είναι πάντα στο χέρι της
Ελλάδας να διαμορφώσει.
Το δεύτερο τρίμηνο του
έτους άρχισε με πολλά
μέτωπα να δυσχεραίνουν
τις διαθέσεις ανάληψης
ρίσκου, με τον
γεωπολιτικό θερμόμετρο
να έχει ανέβει και πάλι,
το πετρέλαιο απειλεί εκ
νέου τη μάχη κατά του
πληθωρισμού και τις
Κεντρικές Τράπεζας να…
περιμένουν.
Δεν είναι άλλωστε
τυχαίες οι αναταράξεις
της εβδομάδας που
πέρασε, στη σκιά της
διεθνούς πτώσης, μετά
από τα νέα δεδομένα που
έβαλαν στο τραπέζι οι
αξιωματούχοι
της Federal Reserve,
αφήνοντας ανοιχτό το
ενδεχόμενο ακόμη και να
μη γίνει καμία μείωση
επιτοκίου φέτος από την
κεντρική τράπεζα των
ΗΠΑ. Και αν επιβεβαιωθεί
ένα τέτοιο σενάριο, τότε
όλα τα κεφάλαια που
τοποθετούνταν στην
προοπτική δύο ή τριών
μειώσεων επιτοκίων φέτος
θα υποχρεωθούν σε
σημαντικές
αναπροσαρμογές, οι
οποίες θα επηρεάσουν
σαφώς και τη «ρηχή»
ελληνική αγορά.
Βέβαια, επί ευρωπαϊκού
εδάφους οι εκτιμήσεις
είναι πολύ διαφορετικές,
με όλες τις ενδείξεις να
τείνουν στο ότι η
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα θα προχωρήσει σε
μείωση των επιτοκίων τον
Ιούνιο, αλλά ο βαθμός
αβεβαιότητας παραμένει
μεγάλος.
Άλλωστε, και ο μετέπειτα
ρυθμός χαλάρωσης είναι
λιγότερο σαφής, με την
πρόεδρο της ΕΚΤ, Κριστίν
Λαγκάρντ, να επιμένει
ότι θα καθοδηγείται
αυστηρά από τις
οικονομικές επιδόσεις –
και άλλους που ήδη
σχεδιάζουν την
προτιμώμενη πορεία τους.
Πηγή: Οικονομικός
Ταχυδρόμος |