Όπως τουλάχιστον γράφει
η Ναυτεμπορική, αρμόδιες
κυβερνητικές πηγές που
παρακολουθούν εκ του
σύνεγγυς το θέμα,
διατηρούν ισχυρές
επιφυλάξεις ως προς τα
αποτελέσματα της
σημερινής συνάντησης με
τις τελικές αποφάσεις
πιθανόν να παραπέμπονται
για ακόμη μία φορά για
αργότερα. Αυτό
«μαρτυρούν» οι εξελίξεις
που έχουν μεσολαβήσει τα
τελευταία 2 24ώρα μετά
την συνεδρίαση του
Υπουργικού Συμβουλίου
της Κύπρου την Τρίτη,
όπου πέραν του γεγονότος
ότι τα 3 στα 4 ανοικτά
θέματα παρέμειναν
ανοικτά, προέκυψε νέο
σημείο τριβής, όπως
μεταδίδουν κυπριακά
δημοσιεύματα.
Αναλυτικότερα, η
κυπριακή πλευρά φέρεται
να θέτει στο τραπέζι
ακόμη ένα όρο ως προς
τον επιμερισμό του
κόστους, ανατρέποντας
ουσιαστικά την αρχική
συμφωνία για 63% η
Κύπρος και 37% η Ελλάδα.
Η νέα απαίτηση αφορά το
σενάριο όπου το τελικό
κόστος του έργου
ξεπεράσει τον
προϋπολογισμό των 1,94
δισεκατομμυρίων ευρώ.
Το γεωπολιτικό κόστος
και η μη – απόφαση
Σε μια τέτοια περίπτωση
και σύμφωνα πάντα με τα
κυπριακά δημοσιεύματα
που ωστόσο
επιβεβαιώνονται «δια της
σιωπής» μέχρι στιγμής, η
επιπλέον διαφορά του
κόστους θα επιμεριστεί
ισόποσα στις δύο χώρες,
50%-50%, αλλάζοντας για
μια ακόμη φορά την μέχρι
σήμερα αναλογία, που
στηρίζεται στο σκεπτικό
ότι αφού οι βασικοί
ωφελούμενοι από το έργο
είναι οι Κύπριοι
καταναλωτές (σ.σ.:
αίρεται η ενεργειακή
απομόνωση του νησιού),
αυτοί πρέπει να
πληρώσουν και
περισσότερο.
Σημειώνεται ότι η εν
λόγω απαίτηση δεν έχει
συζητηθεί σε κάποια
προηγούμενη συνάντηση
των εμπλεκόμενων μερών,
ενώ άρση της «φόρμουλας»
του 63-37 έγινε δεκτή
μόνο στο σενάριο
εμπλοκής του έργου για
λόγους ανωτέρας βίας,
εξαιτίας του υπαρκτού
γεωπολιτικού κινδύνου
από τον τούρκικο
παράγοντα.
Την ίδια στιγμή, όπως
μεταφέρουν οι ίδιες
πηγές, η απόφαση του
Υπουργικού Συμβουλίου
της Κύπρου την περασμένη
Τρίτη «οριακά» θεωρείται
«μη απόφαση» καθώς, όπως
υπογραμμίζουν, οι
Κύπριοι φέρονται να μην
έχουν λάβει καμία ρητή
δέσμευση σχετικά με τα
125 εκατομμύρια ευρώ,
που είχαν συμφωνήσει για
την χρηματοδότηση του
έργου κατά τα πρώτα
πέντε χρόνια κατασκευής
του καλωδίου.
Το κείμενο της απόφασης
του υπουργικού αναφέρει
χαρακτηριστικά «μέχρι
125 εκατ. ευρώ».
Εκκρεμότητες και μαύρα
σύννεφα
Ο «καμβάς» συμπληρώνεται
με τις υπόλοιπες
ρυθμιστικές εκκρεμότητες
που όσο δεν επιλύονται,
πολλαπλασιάζουν τα
σύννεφα γύρω από την
βιωσιμότητα του έργου.
Ειδικότερα, η επιλογή
της κυπριακής πλευράς να
αναγράψει στο κείμενο
της απόφασης του
Υπουργικού Συμβουλίου
ότι η απόφαση για την
μετοχική συμμετοχή στο
«Great Sea
Interconnector» θα
ληφθεί μέχρι 31/12/2024,
ουσιαστικά παραπέμπει
«εν ευθέτω χρόνω» τις
κρίσιμες αποφάσεις,
απομειώνοντας σημαντικά
τις πιθανότητες αφενός
άμβλυνσης της έντασης
και αφετέρου θετικής
έκβασης των συζητήσεων.
Η ελληνική πλευρά θεωρεί
εντελώς απαραίτητη τη
συμμετοχή της κυπριακής
κυβέρνησης στο μετοχικό
κεφάλαιο του GSI, ειδικά
μετά τις κυπριακές
υπαναχωρήσεις, γιατί η
μετοχική συμμετοχή,
πέραν της καθεαυτής
σημασίας της, εκτιμάται
ότι θα σηματοδοτήσει
έναντι των ελληνικών
αρχών, του ΑΔΜΗΕ, αλλά
και έναντι τρίτων, τη
βούληση της Κύπρου ότι
πράγματι θέλει να
υλοποιηθεί το έργο.
Να σημειωθεί ότι
επανειλημμένα ο Έλληνας
Διαχειριστής έχει
δηλώσει την σημασία
διεύρυνσης του μετοχικού
κεφαλαίου με την
κυπριακή πλευρά, ως βάση
για να επιδιωχθεί
περαιτέρω άνοιγμα στις
αγορές. Σε κάθε
περίπτωση, τα επόμενα
24ώρα θεωρούνται
απολύτως κρίσιμα από την
ελληνική πλευρά για το
αν θα συνεχιστεί το
project ή όχι, χωρίς
ωστόσο να διατηρούνται,
όπως προαναφέρθηκε,
ισχυρές ελπίδες. |