Οπως
αναφέρει ρεπορτάζ της
Καθημερινής, πρόκειται
για ρυθµούς που
αποµακρύνουν στο απώτερο
µέλλον τον στόχο της
σύγκλισης µε την Ε.Ε.,
όσο κι αν η τελευταία
βραδυπορεί επίσης.
Επειδή
απέχουµε ακόµη 4-5
χρόνια από τις
χρονολογίες αυτές, το
καµπανάκι είναι ακόµη
διακριτικό, καθώς πολλά
µπορούν να αλλάξουν έως
τότε. Οµως, οι επίσηµοι
φορείς έχουν κάποιους
λόγους που τοποθετούν το
λεγόµενο δυνητικό ΑΕΠ
της Ελλάδας τόσο χαµηλά.
Οι λόγοι αυτοί ξεκινούν
από το δηµογραφικό και
την έλλειψη επαρκούς
εργατικού δυναµικού για
να στηρίξει την
ανάπτυξη, συνεχίζουν µε
την ανεπαρκή επενδυτική
δυναµική, τόσο από
πλευράς ύψους κεφαλαίων,
όσο και από πλευράς
ποιότητας επενδύσεων για
να καταλήξουν στη χαµηλή
ανταγωνιστικότητα και
την ασθµαίνουσα
εξαγωγική δραστηριότητα,
όπως αναφέρουν οι
αναλυτές. Ιδίως µετά το
2026, όταν θα
εξαντληθούν οι πόροι του
Ταµείου Ανάκαµψης,
προβλέπεται απότοµη
προσγείωση.
Τα
στοιχεία του ισοζυγίου
πληρωµών που δηµοσίευσε
την περασµένη εβδοµάδα η
Τράπεζα της Ελλάδος
έδειξαν ότι οι άµεσες
ξένες επενδύσεις την
περίοδο Ιανουαρίου –
Αυγούστου 2024 ήταν 18%
χαµηλότερες, σε σύγκριση
µε την ίδια περίοδο του
2023. Συγκεκριµένα, ήταν
2,7 δισ. ευρώ, έναντι
3,3 δισ. το 2023 και
έναντι 5,7 δισ. ευρώ το
ίδιο οκτάµηνο του 2022,
που ήταν χρονιά-ρεκόρ.
Τα στοιχεία αναµένεται
να βελτιωθούν όταν
εµφανιστούν τα κεφάλαια
για την εξαγορά της
ΤΕΡΝΑ Ενεργειακής, αλλά
όπως επισηµαίνουν οι
αναλυτές, αυτή θα είναι
απλώς µια εξαγορά, όχι
µια νέα παραγωγική
επένδυση, όπως
χρειάζεται η ελληνική
οικονοµία.
Η
δυναµική των επενδύσεων
παραµένει ασθενής.
Εννοείται, εξάλλου, ότι
πάνω από το 50% των
άµεσων ξένων επενδύσεων
αφορά κατοικίες,
εποµένως και πάλι µη
παραγωγικές επενδύσεις.
Στην
κυβέρνηση βεβαίως
δηλώνουν αισιόδοξοι,
επικαλούµενοι µεταξύ
άλλων τον υψηλότερο
ρυθµό ανάπτυξης σε
σύγκριση µε την Ε.Ε.,
ιδίως µετά τα
αναθεωρηµένα στοιχεία
του 2023 που έδειξαν ότι
η αύξηση του ΑΕΠ ήταν
τελικώς 2,3% και όχι 2%.
Σε αυτό συνετέλεσε η
αναθεώρηση των
επενδύσεων που εκτιµάται
πλέον ότι αυξήθηκαν κατά
6,6% έναντι προηγούµενης
εκτίµησης για 4%. Οµως,
η κυβέρνηση ήταν αυτή
που εκτιµούσε στον
προϋπολογισµό του 2023
ότι οι επενδύσεις θα
αυξάνονταν κατά 15,5%
και στον προϋπολογισµό
του 2024 εκτιµούσε ότι η
αύξηση του 2023 θα ήταν
7,1%. Το αποτέλεσµα ήταν
χαµηλότερο και από τις
δύο προβλέψεις της.
Ασφαλώς, οι αναλυτές
συµφωνούν ότι τόσο η
υψηλότερη από την
Ευρωζώνη ανάπτυξη, όσο
και οι δηµοσιονοµικές
επιδόσεις, που ξεπερνούν
τον στόχο τα τελευταία
χρόνια, είναι θετικές
εξελίξεις. Ωστόσο, όπως
και το ∆ΝΤ και η Ε.Ε.
βλέπει πηγές κινδύνων
για τον µεσοπρόθεσµο
ορίζοντα. Το γεγονός ότι
βραχυπρόθεσµα έχουν
βελτιωθεί οι προβλέψεις
δεν αµβλύνει την
ανησυχία µας για τον
µεσοπρόθεσµο ορίζοντα,
είπε ο γενικός
διευθυντής του ΙΟΒΕ
καθηγητής Νίκος Βέττας
την περασµένη Τρίτη,
παρουσιάζοντας την
τριµηνιαία έκθεση
Ιδρύµατος. Οι ανησυχίες
αυτές αφορούν κυρίως,
όπως ο ίδιος εξήγησε,
τις επενδύσεις, καθώς
«υπάρχει ανάγκη για
ισχυρότερη δυναµική των
παραγωγικών επενδύσεων»
και το εξωτερικό
ισοζύγιο.
Στο
εξωτερικό ισοζύγιο, η
αναθεώρηση του ΑΕΠ
αποκάλυψε ασθενέστερες
από την αρχική πρόβλεψη
επιδόσεις. Οι εξαγωγές
αγαθών αυξήθηκαν τελικά
το 2023 µόνο κατά 0,1%
έναντι προηγούµενης
πρόβλεψης για 3,9%. Αν
δεν ήταν ο τουρισµός που
έσωσε την παρτίδα,
ανεβάζοντας τον ρυθµό
αύξησης εξαγωγών αγαθών
και υπηρεσιών στο 1,9%
(από 3,7% προηγούµενη
πρόβλεψη), το πρόβληµα
θα ήταν έντονο. Κι αυτό
είναι κάτι που ανησυχεί
τους αναλυτές, καθώς ο
τουρισµός είναι ευάλωτος
σε πιθανές κρίσεις.
Μια απλή
ανάλυση της σύνθεσης του
ελληνικού ΑΕΠ είναι
αρκετή για να δείξει πού
βρίσκεται το πρόβληµα: Η
ιδιωτική κατανάλωση,
σύµφωνα µε ανάλυση που
δηµοσίευσε η Eurobank
την περασµένη εβδοµάδα,
είναι 68,7% του ΑΕΠ
έναντι 53% στην
Ευρωζώνη, οι επενδύσεις
παγίων είναι 15,2%,
έναντι 21,9% στην
Ευρωζώνη, οι εξαγωγές
αγαθών και υπηρεσιών
είναι 43,7% του ΑΕΠ
έναντι 50,5% στην
Ευρωζώνη και οι
εισαγωγές είναι 48,4%
έναντι 47% στην
Ευρωζώνη. Εν ολίγοις
καταναλώνουµε
περισσότερο, επενδύουµε
και εξάγουµε λιγότερο.
Το
Ταµείο Ανάκαµψης θα
µπορούσε να συµβάλει σε
µια καλύτερη σχετικά
µεσοπρόθεσµη πορεία της
οικονοµίας. Η Τράπεζα
της Ελλάδος είχε
υπολογίσει ότι θα
µπορούσε να συνεισφέρει
7-10 ποσοστιαίες µονάδες
στο ΑΕΠ σε ορίζοντα
10ετίας, δηλαδή να
ενισχύσει τον δυνητικό
ρυθµό ανάπτυξης από
1,4%, που τον υπολόγιζε
στο 1,9%. Αυτό όµως
προϋποθέτει ότι θα
εφαρµοστούν στο σύνολό
τους όχι µόνο οι
επενδύσεις, αλλά και οι
µεταρρυθµίσεις που
προβλέπει το Ελληνικό
Σχέδιο Ανάκαµψης, κάτι
για το οποίο υπάρχουν
αµφιβολίες.