|
Παρά το
κλίμα αυτό, οι
αποτιμήσεις των
αμερικανικών εταιρειών
παραμένουν ιδιαίτερα
υψηλές, γεγονός που θα
μπορούσε να υποδηλώνει
αισιοδοξία για την
οικονομική δυναμική.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον
καθηγητή του
Harvard
Kenneth
Rogoff,
οι τρέχουσες αποτιμήσεις
συνδέονται κυρίως με την
προσδοκία ότι η τεχνητή
νοημοσύνη θα αυξήσει την
παραγωγικότητα,
μειώνοντας ταυτόχρονα
τον αριθμό των
εργαζομένων. Όπως
επισημαίνει, όλες οι
εταιρείες θεωρούν πως θα
μειωθεί σημαντικά το
προσωπικό τους, γεγονός
που ενισχύει τις
προβλέψεις για υψηλότερη
κερδοφορία. Παρότι η
κατασκευή κέντρων
δεδομένων τροφοδοτεί την
ανάπτυξη σήμερα, μόλις
ολοκληρωθούν θα
απασχολούν πολύ
λιγότερους εργαζόμενους.
Οι
υπέρογκες αποτιμήσεις
–όπως της
Nvidia
που αγγίζει τα 5 τρισ.
δολάρια– βασίζονται στη
θεώρηση ότι η εκρηκτική
ανάπτυξη θα συνεχιστεί,
ακόμη και αν κάποιες
επιχειρήσεις τεχνητής
νοημοσύνης δεν έχουν
εμφανίσει ποτέ κέρδη.
Ορισμένοι αναλυτές
προειδοποιούν ότι ένας
μικρός κύκλος
τεχνολογικών εταιρειών,
συμπεριλαμβανομένης της
Nvidia,
συναλλάσσονται μεταξύ
τους σε
επαναλαμβανόμενες
συμφωνίες που τεχνητά
ενισχύουν την αξία τους.
Παράλληλα, η άνοδος των
χρηματιστηριακών τιμών
στηρίζεται σε δανεισμό
από μη τραπεζικά
χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα, τα οποία δεν
εποπτεύονται με τους
ίδιους κανόνες και
λειτουργούν με σημαντικά
χαμηλότερη διαφάνεια.
Αυτό καθιστά δυσχερή την
εκτίμηση του πραγματικού
βαθμού κινδύνου που
ενυπάρχει στο σύστημα.
Επιπλέον, η χαλάρωση
ορισμένων ρυθμίσεων από
την κυβέρνηση
Trump
έχει οδηγήσει στο να
περιλαμβάνονται σε
λογαριασμούς
αποταμίευσης περιουσιακά
στοιχεία όπως ακίνητα,
κρυπτονομίσματα και
private
equity.
Η ανάμειξη αυτή μειώνει
τις ασφαλιστικές
δικλίδες που είχαν
σχεδιαστεί για να
αποτρέπεται η διάχυση
του κινδύνου σε ολόκληρο
τον χρηματοπιστωτικό
τομέα. Γι’ αυτό και
ειδικοί εντοπίζουν
ομοιότητες με τις
ενδείξεις που
προηγήθηκαν της κρίσης
του 2008.
Ο
επικεφαλής της Τράπεζας
της Αγγλίας,
Andrew
Bailey,
προειδοποίησε πρόσφατα
για επικίνδυνη πιστωτική
επέκταση από εταιρείες
χορήγησης δανείων,
συγκρίνοντας το σημερινό
περιβάλλον με τις
συνθήκες λίγο πριν την
κρίση του 2008. Το ΔΝΤ,
τον Οκτώβριο, έκανε λόγο
για «νέες απειλές στη
χρηματοπιστωτική
σταθερότητα».
Ωστόσο,
ακόμη και οργανισμοί που
παλαιότερα εξέφραζαν
ανησυχίες για τα
κρυπτονομίσματα και την
ιδιωτική πίστη έχουν
αλλάξει στάση. Ο
Jamie
Dimon,
CEO
της
JP
Morgan,
είχε δηλώσει πριν δύο
χρόνια ότι τα
κρυπτονομίσισματα πρέπει
να εξαλειφθούν. Τον
τρέχοντα μήνα όμως, η
τράπεζα προχώρησε στην
έκδοση του πρώτου
ψηφιακού της νομίσματος.
Παρότι τον Οκτώβριο
προειδοποίησε για τους
κινδύνους της ιδιωτικής
πίστης μετά τις
χρεοκοπίες μεγάλων
αμερικανικών εταιρειών
–λέγοντας χαρακτηριστικά
ότι «όταν βλέπεις μία
κατσαρίδα, πιθανότατα
υπάρχουν κι άλλες»– την
προηγούμενη εβδομάδα ο
επενδυτικός βραχίονας
της
JP
Morgan
υποστήριξε ότι οι
εταιρείες πιστώσεων
αποτελούν αναγκαίο μέρος
ενός επενδυτικού
χαρτοφυλακίου.
Ακόμη
και όσοι θεωρούν
δεδομένη μια μελλοντική
κρίση δεν επιθυμούν να
μείνουν εκτός της ανόδου
πριν από μια πιθανή
πτώση.
Ένας
επιπλέον άξονας
ανησυχίας αφορά τα
δημόσια χρέη των μεγάλων
οικονομιών. Στις ΗΠΑ, το
χρέος έχει εκτιναχθεί
στα 38 τρισ. δολάρια –
περίπου στο 125% του
ΑΕΠ. Η εμπιστοσύνη στη
φερεγγυότητα των ΗΠΑ
κλονίστηκε ήδη από τον
Απρίλιο, μετά την
ανακοίνωση του
Trump
για επιβολή δασμών σε
όλες τις χώρες. Σύμφωνα
με πρόσφατη μελέτη των
οικονομολόγων
Alan
J.
Auerbach
και
William
Gale,
η κυρίαρχη άποψη είναι
ότι το επίπεδο του
αμερικανικού χρέους και
ο ρυθμός αύξησης των
δαπανών δεν μπορούν να
θεωρηθούν βιώσιμα.
Πηγή: The New York Times
|