Όπως
γράφει ο Θανάσης Παπάδης
στην Ημερησία, αυτό
επιβεβαιώνει την άποψη
ότι οι
επενδύσεις
σε ακίνητα γίνονται
κυρίως με ίδια κεφάλαια ή
με δανεισμό από τράπεζες
του εξωτερικού, καθώς
είναι κοινό μυστικό ότι η
συντριπτική πλειονότητα
των επενδυτών είναι
ξένοι.
Σύμφωνα
με τα στοιχεία της Τράπεζας
της Ελλάδος, το
πρώτο εξάμηνο του 2024
οι συνολικές
εκταμιεύσεις στεγαστικών
δανείων από τις
ελληνικές τράπεζες
αυξήθηκαν κατά 16,9%.
Ωστόσο, το μέσο ποσό ανά
δάνειο παρουσίασε
σημαντική μείωση,
διαμορφώνοντας πλέον στα
58 χιλ. ευρώ, σε
σύγκριση με τα 77 χιλ.
ευρώ την ίδια περίοδο
του προηγούμενου έτους,
ενώ η μέση
διάρκεια των δανείων
ανέρχεται σε 24 χρόνια. Το
συνολικό ποσό των
εκταμιεύσεων έφτασε τα
593 εκατ. ευρώ, το οποίο
θεωρείται χαμηλό σε
σχέση με τα μεγέθη της
ελληνικής οικονομίας και
τα επίπεδα που
καταγράφονταν πριν από
την παγκόσμια
χρηματοπιστωτική κρίση.
Δεν
χαλαρώνουν τα κριτήρια
οι τράπεζες
Κατά το
πρώτο εξάμηνο του 2024
υπογράφηκαν 10.257 νέες
δανειακές συμβάσεις,
γεγονός που δείχνει την
αυξημένη ζήτηση για
στεγαστικά δάνεια. Παρά
την αυξανόμενη
ζήτηση, οι
τράπεζες συνεχίζουν να
εφαρμόζουν αυστηρά
πιστοδοτικά κριτήρια,
όπως αποδεικνύεται από
την ανάλυση των
βασικών δεικτών.
Οι ελληνικές τράπεζες
διατηρούν υπεύθυνες
πρακτικές δανεισμού
χωρίς να χαλαρώνουν τις
προϋποθέσεις χορήγησης
δανείων.
Η μέση
εκταμίευση δανείου για
το πρώτο εξάμηνο
του 2024 διαμορφώθηκε σε
57.900 ευρώ,
ποσό μειωμένο σε σχέση
με τα 77.200 ευρώ του
2023, γεγονός που
δείχνει ότι, παρά την
αύξηση στις συνολικές
εκταμιεύσεις, οι
τράπεζες παραμένουν
προσεκτικές όσον αφορά
τα ποσά που χορηγούν
στους δανειολήπτες. Η
αγορά είναι επίσης
ιδιαίτερα συγκεντρωμένη στα
τέσσερα μεγαλύτερα
πιστωτικά ιδρύματα της
χώρας, τα οποία κατέχουν
το 94,7% των συνολικών
εκταμιεύσεων στεγαστικών
δανείων. Οι μικρότερες
εμπορικές τράπεζες και
οι συνεταιριστικές
τράπεζες κατέχουν
μερίδια 4,3% και 1,0%
αντίστοιχα, ενώ το
μερίδιο των
υποκαταστημάτων ξένων
τραπεζών παραμένει
ελάχιστο.
Εγκρίνονται δάνεια στο
61,2% της αξίας
Όσον
αφορά τους δείκτες
δανειοδότησης, ο
σταθμισμένος μέσος όρος
του δείκτη δανείου προς
αξία κατά την έγκριση
(LTV-O) διαμορφώθηκε στο
61,2%, παρουσιάζοντας
μείωση κατά 53 μονάδες
βάσης σε σχέση με το
2023. Είναι αξιοσημείωτο
ότι το 29% των στεγαστικών
δανείων που
εκταμιεύτηκαν κατά
το πρώτο εξάμηνο του
2024 είχαν δείκτη LTV-O
ίσο ή μικρότερο του 50%,
ενώ το 88% των δανείων
ήταν κάτω από το 80%.
Αυτό δείχνει ότι η
ελληνική τραπεζική αγορά
παραμένει συντηρητική
όσον αφορά τη χορήγηση
δανείων σε σχέση με την
αξία των ακινήτων.
Επιπλέον, το 40,1% των
στεγαστικών δανείων που
εκταμιεύτηκαν την ίδια
περίοδο είχαν
δείκτη δανείου προς
εισόδημα (LTI-O)
μικρότερο ή ίσο με 3, δηλαδή
το ποσό των δανείων ήταν
σχεδόν τέσσερις φορές
μεγαλύτερο από το ετήσιο
διαθέσιμο εισόδημα των
δανειοληπτών. Παράλληλα,
ο σταθμισμένος μέσος
όρος του δείκτη χρέους
προς εισόδημα (DTI-O)
διαμορφώθηκε σε 4,6, με
το 31,5% των
εκταμιεύσεων να έχουν
δείκτη DTI-O μικρότερο ή
ίσο με 3.
Όσον
αφορά τα χαρακτηριστικά
των νέων δανείων, το
96,9% των στεγαστικών
δανείων προορίζεται
για την αγορά οικιστικών
ακινήτων για
ιδιοκατοίκηση,
υποδεικνύοντας τη
σταθερή ζήτηση στην
ελληνική αγορά ακινήτων.
Σχεδόν όλες οι νέες
εκταμιεύσεις στεγαστικών
δανείων είναι πλήρως
χρεολυτικές, ενώ το 45%
των δανείων έχουν αρχική
περίοδο σταθερού
επιτοκίου άνω των 10
ετών, παρέχοντας έτσι
μεγαλύτερη ασφάλεια
στους δανειολήπτες
απέναντι σε μελλοντικές
αυξήσεις των επιτοκίων. Η
μέση διάρκεια των νέων
στεγαστικών δανείων κατά
την έγκριση ανήλθε σε
24,3 έτη, με το 16% των
νέων δανειακών συμβάσεων
να έχει διάρκεια έως 15
έτη, το 35% να
κυμαίνεται μεταξύ 15 και
25 ετών και το
44% να ξεπερνά τα 25
έτη.
Συνολικά, παρά την
αύξηση στις εκταμιεύσεις
στεγαστικών δανείων και
τη σταθερή ζήτηση, οι
τράπεζες συνεχίζουν να
τηρούν αυστηρές
πιστοδοτικές πρακτικές
με στόχο την προστασία
τόσο των δανειοληπτών
όσο και του τραπεζικού
συστήματος, ειδικά σε
ένα περιβάλλον
αβεβαιότητας για τα
επιτόκια.
|