|
Στο
ίδιο πνεύμα, η
Αντιπρόεδρος της
Κομισιόν Χένα Βίρκουνεν
σημείωσε ότι «η επόμενη
δημοσιονομική περίοδος
θα είναι η πιο φιλόδοξη
που έχει γνωρίσει η ΕΕ
στον τομέα της άμυνας.
Πενταπλασιάζουμε τη
χρηματοδότηση,
απλοποιούμε τους
κανόνες, επιταχύνουμε
την παραγωγή».
Υπογράμμισε ακόμη ότι «η
άμυνα δεν είναι μόνο
στρατιωτική υπόθεση·
είναι υπόθεση
οικονομίας, βιομηχανίας
και τεχνολογίας»,
θέτοντας ξεκάθαρα την
οικονομική διάσταση του
νέου σχεδιασμού.
Η
άμυνα ως βιομηχανική και
οικονομική στρατηγική
Ο
ευρωπαϊκός σχεδιασμός
δεν περιορίζεται στην
αύξηση δαπανών. Στοχεύει
στη δημιουργία μιας
ενιαίας αγοράς αμυντικού
εξοπλισμού, στην
ενίσχυση της παραγωγικής
βάσης της Ευρώπης και
στην ενεργοποίηση πόρων
που μέχρι σήμερα έμεναν
αναξιοποίητοι.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι τα
περίπου 400
δισεκατομμύρια ευρώ
αδιάθετων πόρων του
Ταμείου Ανάκαμψης, τα
οποία μπορούν να
ανακατευθυνθούν σε
αμυντικά έργα,
επιταχύνοντας σημαντικά
την υλοποίηση νέων
προγραμμάτων.
Ο
στόχος της Επιτροπής για
αύξηση των κοινών
ευρωπαϊκών προμηθειών
από 20% σε 40% έως το
2027 αντικατοπτρίζει μια
βαθιά αλλαγή φιλοσοφίας:
η Ευρώπη επιδιώκει να
μειώσει το κόστος, να
επιτύχει οικονομίες
κλίμακας και να
ενισχύσει την
τεχνολογική της
αυτονομία. Ταυτόχρονα, η
μετάβαση προς το 55% των
προμηθειών από
ευρωπαϊκές εταιρείες
μπορεί να λειτουργήσει
ως πολλαπλασιαστής
θέσεων εργασίας και
βιομηχανικής παραγωγής.
Όπως
ανέφερε ευρωπαίος
αξιωματούχος αρμόδιος
για την αμυντική
βιομηχανία, «η ΕΕ δεν
μπορεί να καλύψει τις
ανάγκες της με το
σημερινό επίπεδο
παραγωγής. Η νέα
στρατηγική στοχεύει στην
αναβίωση ενός πλήρους
αμυντικού οικοσυστήματος
που θα στηρίξει την
τεχνολογική αυτονομία
της Ευρώπης και την
οικονομική της
ανθεκτικότητα».
Ευκαιρία
για την Ελλάδα σε μια
αναδιαμορφούμενη
ευρωπαϊκή αγορά
Η
μεταστροφή αυτή της
Ευρώπης δημιουργεί
σημαντικές ευκαιρίες για
την ελληνική αμυντική
βιομηχανία. Ανάλυση της
Alpha
Bank
επισημαίνει ότι η αύξηση
των αμυντικών επενδύσεων
μπορεί να ανοίξει δρόμο
για νέες επενδυτικές
ροές σε τεχνολογία,
μηχανολογικό εξοπλισμό
και ένταξη σε ευρωπαϊκές
αλυσίδες αξίας. Η
προοπτική αυτή δεν αφορά
μόνο τις μεγαλύτερες
ελληνικές εταιρείες,
αλλά και μικρότερες
επιχειρήσεις που μπορούν
να ενταχθούν σε
ευρωπαϊκά δίκτυα
παραγωγής.
Σε
αυτό το πλαίσιο, ο
πρόεδρος και διευθύνων
σύμβουλος της
EINS,
Πάρις Κοκορότσικος,
σημειώνει ότι η Ελλάδα
μπορεί να ωφεληθεί
ουσιαστικά από τις νέες
επενδύσεις, εφόσον
κινηθεί στοχευμένα. Όπως
αναφέρει, «πολλές
ελληνικές εταιρείες
είναι ήδη ανταγωνιστικές
και δραστηριοποιούνται
εξαγωγικά. Η αύξηση των
προμηθειών στην Ευρώπη
μπορεί να ενισχύσει τις
ελληνικές εξαγωγές και
να δώσει διέξοδο στην
εγχώρια βιομηχανία την
επόμενη μέρα».
Τονίζει
ωστόσο ότι η διεθνής
αξιοπιστία χτίζεται
πρώτα εντός συνόρων:
«Στο εξωτερικό όλοι
ρωτούν τι έχει πουλήσει
μια εταιρεία στη δική
της χώρα. Το
proof
of
sale
στην Ελλάδα είναι
κρίσιμο για να ανοίξουν
οι πόρτες των ευρωπαϊκών
αγορών και των
υπουργείων 'Αμυνας».
Ο
κ. Κοκορότσικος
περιγράφει επίσης τον
ρόλο της
EINS
ως φορέα μεταφοράς
τεχνολογίας, που βοηθά
επιχειρήσεις να
ενταχθούν στην αλυσίδα
αξίας μεγάλων ευρωπαϊκών
προμηθευτών, να
συμμετέχουν σε
διαγωνισμούς του ΝΑΤΟ
και να αποκτήσουν
πρόσβαση στην
προμηθευτική αλυσίδα
πολυεθνικών εταιρειών --
μια διαδικασία που
απαιτεί βαθιά
τεχνογνωσία και
εξειδικευμένες
συνεργασίες.
Η
άμυνα ως νέα μηχανή
ανάπτυξης για την Ευρώπη
Η
συζήτηση που ανοίγει
σήμερα δεν αφορά μόνο
την ασφάλεια αλλά και το
αναπτυξιακό μέλλον της
Ευρώπης. Σε μια περίοδο
όπου η ευρωπαϊκή
οικονομία επιβραδύνεται
και αναζητά νέα
στηρίγματα, η διοχέτευση
τρισεκατομμυρίων ευρώ σε
παραγωγή, τεχνολογία και
καινοτομία μπορεί να
αποτελέσει τον πιο
συγκροτημένο αναπτυξιακό
σχεδιασμό των τελευταίων
δεκαετιών.
Το
μεγάλο ερώτημα είναι
κατά πόσο τα κράτη μέλη
θα μετατρέψουν τις
φιλοδοξίες σε πράξεις --
σε εργοστάσια, σε
γραμμές παραγωγής, σε
συμβόλαια και σε μια
αυτάρκη, ανταγωνιστική
ευρωπαϊκή βιομηχανία. Αν
αυτό συμβεί, η άμυνα δεν
θα είναι απλώς ένας
τομέας κρατικών δαπανών,
αλλά ο νέος κινητήρας
της ευρωπαϊκής
ανάπτυξης.
|